Υπό κανονικές συνθήκες, οι εβδομάδες που ζούμε θα έπρεπε να είναι πανηγυρικός πολιτικός χρόνος για την κυβέρνηση –που, όπως ισχυρίζεται, οδήγησε τη χώρα στην «έξοδο από τα μνημόνια»– και για το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ μια περίοδος ανασυγκρότησης και πολιτικής αντεπίθεσης, με στόχο την ανάκαμψη της κοινωνικής και εκλογικής επιρροής του.
Όμως αυτό που συμβαίνει είναι ότι η κυβέρνηση εμφανίζεται να χάνει τον πολιτικό έλεγχο στο ένα μεγάλο πολιτικό θέμα μετά το άλλο, ενώ στο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ επιδεινώνεται η κατάσταση ενός ημιζώνταντου-ημίνεκρου πολιτικού οργανισμού, με την όξυνση των δημόσιων πλέον αντιπαραθέσεων που παραπέμπουν στην «επόμενη μέρα», στο ζήτημα του εσωκομματικού συσχετισμού δύναμης μετά από την επερχόμενη βαριά πολιτική και εκλογική ήττα.
Αυτό συμβαίνει γιατί οι συνθήκες στην Ελλάδα δεν είναι κανονικές. Παρά τους ισχυρισμούς του Τσίπρα, ο ελληνικός καπιταλισμός συνεχίζει να είναι βυθισμένος στην κρίση και οι δημόσιες αναφορές στο «σενάριο Αργεντινής» είναι η καλύτερη απόδειξη των πραγματικών σκέψεων και συναισθημάτων των ντόπιων καθεστωτικών στελεχών.
Όμως αυτό συμβαίνει, επίσης, και γιατί το ψέμα έχει (όπως πάντα) κοντά ποδάρια. Οι διακηρύξεις του Τσίπρα στη ΔΕΘ ήταν απολύτως ψευδείς: η δέσμευση στο απαραβίαστο όλων των μνημονιακών νόμων και ρυθμίσεων και η αποδοχή της μνημονιακής «ενισχυμένης εποπτείας» μέχρι το 2060, δεν είναι δυνατόν να παρουσιαστούν με κανένα τρόπο ως «έξοδος από τα μνημόνια».
Αυτή η σκληρή πραγματικότητα εκδηλώνεται καθημερινά στη συγκυρία, τινάζοντας στον αέρα τα επικοινωνιακά σχέδια της κυβέρνησης, εμφανίζοντας στην επιφάνεια καινούρια μέτωπα και οδηγώντας την κυβέρνηση και το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ σε απελπιστική πολιτική θέση.
Τράπεζες
Την ώρα που ο Τσίπρας διαβεβαίωνε ότι «η οικονομία πάει καλά», η 3η του Οκτώβρη αποδείχθηκε «μαύρη Τετάρτη» για τις τράπεζες στο χρηματιστήριο της Αθήνας. Η ανεξέλεγκτη πτώση των τιμών των μετοχών τους οδήγησε στην εκτιμώμενη κεφαλαιοποίηση των 4 μεγάλων συστημικών τραπεζών κάτω από τα 5 δισ. ευρώ (σε σύγκριση με τα 26,9 δισ. ευρώ το 2013, ή τα 11,6 δισ. ευρώ στα τέλη του 2015…).
Αυτή η κατακρήμνιση δεν είναι δυνατόν να ερμηνευτεί με συγκυριακούς παράγοντες (π.χ. οι συνέπειες της ιταλικής «σύγκρουσης» με την ΕΕ).
Είναι γνωστό ότι ένα μεγάλο τμήμα των δανείων που έχουν χορηγήσει οι τράπεζες –κατά εκτιμήσεις πάνω από 88 δισ. ευρώ– είναι πλέον καταταγμένα στα «κόκκινα», στην κατηγορία των «μη-εξυπηρετούμενων».
Της «μαύρης Τετάρτης» προηγήθηκε η δημοσιοποίηση εκτιμήσεων ότι τα stress tests σχετικά με την πραγματική κατάσταση των ελληνικών τραπεζών υπήρξαν πολύ «χαλαρά», πολύ «φιλικά» για τις τράπεζες αλλά και την κυβέρνηση Τσίπρα. Επίσης, προηγήθηκε η δημοσίευση των εκτιμήσεων ότι οι ελληνικές τράπεζες αδυνατούν να προχωρήσουν στη μείωση των «μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων» με τους ρυθμούς και τις προθεσμίες που προβλέπει η συμφωνία με την τρόικα (που θέλει ένα μονοψήφιο ποσοστό «κόκκινων δανείων» έως το τέλος του 2021, από το 50% που υπολογίζονται σήμερα). Αυτές οι διαπιστώσεις πυροδότησαν την κατάρρευση. Απέναντι σε αυτήν την Σκύλλα, ο προσανατολισμός της κυβέρνησης συνιστά μια Χάρυβδη: Η προσπάθεια να οικοδομηθεί ένα κάποιο Σχήμα Ειδικού Σκοπού (ή περισσότερα πιο εξειδικευμένα κατά κλάδο της οικονομίας Σχήματα Ειδικού Σκοπού) με στόχο να ξεφορτωθούν οι τράπεζες τα «κόκκινα δάνεια» περιλαμβάνει πολλά αγκάθια:
α) Τα Σχήματα αυτά (SPV’s) προκειμένου να αποφύγουν τους περιορισμούς περί «κρατικής παρέμβασης» που έχει θέσει η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού (DG Comp) της Κομισιόν, οφείλουν να περιλαμβάνουν «ιδιώτες επενδυτές». Η πρόσκληση στα διεθνή κερδοσκοπικά funds να αγοράσουν «κόκκινα δάνεια» με στόχο να τα πουλήσουν με κέρδος, στις σημερινές συνθήκες προϋποθέτει δημόσιες εγγυήσεις και δημόσια χρηματοδότηση. Αυτή μπορεί να υποστηριχτεί μόνο από το «μαξιλάρι» που η συμφωνία Τσίπρα-Eurogroup διατηρεί με (τάχα) αποκλειστικό στόχο την εγγύηση μελλοντικών υποχρεώσεων πληρωμών χρέους.
β) Το ξόδεμα όλου του «μαξιλαριού», ή σημαντικού τμήματός του (κατά εκτιμήσεις πάνω από 10 δισ. ευρώ) για τη σωτηρία των τραπεζών, θα φέρει στην επιφάνεια τη νέα «παγίδα χρέους», που μπορεί να δημιουργηθεί, με τις μεγάλες υποχρεώσεις πληρωμής δόσεων στα χρόνια από το 2020 και μετά. Και αυτό θα σήμαινε μια πραγματική υποχρέωση του ελληνικού καπιταλισμού να βγει για δανεικά «στις αγορές». Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές το επιτόκιο του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου έχει εκτιναχθεί στο απαγορευτικό 4,65%, ενώ πολλές εκτιμήσεις θεωρούν πιθανότατες τις τιμές πάνω από 5,5%. Σε αυτές τις εκτιμήσεις στηρίζονται όσοι επαναφέρουν το σενάριο της χρεοκοπίας, το σενάριο του «δρόμου της Αργεντινής», στο αποκορύφωμα μιας μακράς περιόδου νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων και βάρβαρης λιτότητας για τους εργαζόμενους και τις λαϊκές τάξεις στην Ελλάδα.
γ) Αυτή η κατεύθυνση έχει, επίσης, σκληρές πολιτικές συνέπειες. Σημαίνει ότι θα πολλαπλασιαστούν δραματικά οι πλειστηριασμοί λαϊκών κατοικιών, για να ελαφρύνουν οι τράπεζες από τα «κόκκινα» στεγαστικά δάνεια, αλλά και για να πειστούν τα διεθνή funds ότι η εμπλοκή τους σε αυτήν την πειρατεία δεν θα έχει να αντιμετωπίσει οργανωμένη λαϊκή αντίσταση. Γι’ αυτό ο Τσίπρας και οι φίλοι του στην κυβέρνηση δεν δίστασαν να κάνουν το ξετσίπωτο βήμα της ποινικής δίωξης ενάντια στον Παν. Λαφαζάνη, με στόχο να πλήξουν όχι μόνο τη ΛΑΕ, αλλά όλο το αγωνιστικό δυναμικό που αντιστέκεται στην πολιτική τους.
Στην πραγματικότητα αυτό που είναι σε εξέλιξη είναι μια κολοσσιαία μεταφορά τίτλων ιδιοκτησίας αστικών ακινήτων από τους ιδιοκτήτες στις τράπεζες και από αυτές στα χέρια των ειδικευμένων κερδοσκόπων της αγοράς. Το γεγονός ότι πολλά από τα σπίτια αυτά είναι η μοναδική κατοικία λαϊκών νοικοκυριών, σε τίποτα δεν μετριάζει την απληστία των από πάνω. Επίσης, το γεγονός ότι στο μάτι του κυκλώνα της κρίσης των τραπεζών έχει βρεθεί η Τράπεζα Πειραιώς (που στα προηγούμενα χρόνια «κατάπιε» την Αγροτική Τράπεζα) δείχνει ότι το επόμενο βήμα της λεηλασίας θα αφορά την αγροτική γη.
Όμως, σταδιακά, ο Τσίπρας και οι φίλοι του θα ανακαλύψουν κι άλλες πτυχές πολιτικών περιπλοκών. Είναι γνωστό ότι ένα τεράστιο τμήμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι δάνεια των τραπεζών προς τις μεγάλες και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η πώληση αυτών των δανείων στην «αγορά» συνδέεται με το ενδεχόμενο να αλλάξουν τα χέρια ιδιοκτησίας σε πολλές επιχειρήσεις, να αλλάξει κυριολεκτικά ο επιχειρηματικός χάρτης στη χώρα. Μια τέτοια απόπειρα δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να εξελιχθεί ειρηνικά, με βάση τάχα τους κανόνες της αγοράς. Θα συνδυαστεί με συγκρούσεις, με χτυπήματα κάτω από τη ζώνη, με βίαιες αλλαγές στις πολιτικές σχέσεις των καπιταλιστών κ.ο.κ. Ο μήνας του μέλιτος της κυβέρνησης με τις μεγάλες οικογένειες και τους επιχειρηματικούς ομίλους είναι δυνατόν να μετατραπεί τάχιστα σε μια κατάσταση κινούμενης άμμου.
Αυτή η εικόνα αδιεξόδου δεν περιορίζεται στις τράπεζες. Η ανακοίνωση των οικονομικών δεδομένων της ΔΕΗ, δείχνει ότι ο νεοφιλελεύθερος διαλυτισμός που ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχθηκε υπογράφοντας το 3ο μνημόνιο έχει φέρει τη δημόσια επιχείρηση ηλεκτρισμού κυριολεκτικά στο όριο της επιβίωσης. Και η ΔΕΗ δεν είναι ένα χρηματιστηριακό «όχημα» όπως η Folli-Follie. Πουλώντας διαρκώς κομμάτια της ΔΕΗ, διασφαλίζοντας την είσοδο των ιδιωτών «παρόχων» σε όλους τους τομείς της δραστηριότητάς της, εξασφαλίζοντας σκανδαλώδεις συμφωνίες χρηματοδότησης μεγάλων επιχειρήσεων με πολύ φτηνή ηλεκτρική ενέργεια, η κυβέρνηση Τσίπρα κινδυνεύει να γίνει η κυβέρνηση που στον 21ο αιώνα δεν θα μπορεί να εγγυηθεί τη δημόσια ηλεκτροδότηση της χώρας.
Τι υπάρχει στο τέλος αυτού του δρόμου; Ποια είναι η προοπτική της πολιτικής που συμφωνήθηκε μεταξύ Τσίπρα και δανειστών στο Eurogroup του περασμένου Ιούνη; Ο ακραία σοσιαλφιλελεύθερος Αλέκος Παπαδόπουλος (πρώην υπ. Οικονομικών των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ), αναλύοντας τα στοιχεία του προϋπολογισμού που κατατέθηκε στη Βουλή, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οδηγούμαστε σε μια δεύτερη χρεοκοπία και σε μια ακόμα πιο οδυνηρή δεύτερη καταφυγή στην «προστασία» του ΔΝΤ, βάζοντας ως τίτλο στην ανάλυσή του: «Η χώρα οδηγείται στο δρόμο της Αργεντινής».
Πολιτική σύγκρουση
Όπως πάντα, όποιος βυθίζεται στην αντιδραστική νεοφιλελεύθερη πολιτική στο πεδίο της οικονομίας, είναι καταδικασμένος να βυθιστεί στην αντιδραστική αντιδημοκρατική πολιτική στο πεδίο των πολιτικών δικαιωμάτων και των κοινωνικών σχέσεων.
Η απόρριψη του λαού της Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ανεξάρτητα από τους λόγους και το «σκεπτικό» της αποχής στο πρόσφατο δημοψήφισμα) της συμφωνίας των Πρεσπών, είναι ένα χαστούκι στη δημαγωγία του Τσίπρα. Ξεγυμνώνει όλα τα τάχα «διεθνιστικά» και «φιλειρηνικά» επιχειρήματά του και τον αφήνει έκθετο στην πραγματική και βαριά πολιτική κατηγορία: ότι μαζί με τους ομολόγους του στην κυβέρνηση Ζάεφ, προώθησαν ασύστολα το σχέδιο της επέκτασης του ΝΑΤΟ στα Δυτικά Βαλκάνια, αδιαφορώντας πλήρως για τις δημοκρατικές και εθνικές ευαισθησίες των λαών της περιοχής, όπως το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό. Και σήμερα γίνεται πλέον δεδομένο ότι αυτή η πολιτική μπορεί να συνεχιστεί μόνο με βαθιά αντιδημοκρατικές, με αυταρχικές μεθόδους.
Το ίδιο ισχύει και στο καυτό ζήτημα των προσφύγων. Η κατάσταση στη Μόρια και στα άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης των προσφύγων είναι μια βαριά προσβολή στην ιστορία της Αριστεράς σε αυτή τη χώρα, είναι μια πρόκληση απέναντι στα αισθήματα κάθε δημοκρατικού ανθρώπου. Και είναι πραγματικό πολιτικό έγκλημα το γεγονός ότι οι πράξεις και οι παραλήψεις του ΣΥΡΙΖΑ επιτρέπουν στη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη να ζητά έρευνα σχετικά με την τύχη των ευρωπαϊκών κονδυλίων που θα έπρεπε να είχαν φτάσει σε συγκεκριμένες ενισχύσεις προς τους πρόσφυγες.
Μέσα σε αυτό το τοπίο, εμφανίζεται μια βασική σύγκλιση μεταξύ του Αλέξη Τσίπρα και του Κυριάκου Μητσοτάκη. Και οι δυο συμφωνούν ότι στους επόμενους μήνες θα έχουν ως προτεραιότητα την ενίσχυση της «επιχειρηματικότητας» όπως πάντα στο όνομα της «ανάπτυξης». Και οι δυο συμφωνούν στη μείωση της φορολόγησης των κερδών, στη μείωση των εργοδοτικών εισφορών, στην ακόμα φιλικότερη προς το κεφάλαιο τροποποίηση της εργατικής νομοθεσίας.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι κυνικά ειλικρινής: Υπόσχεται ότι θα υλοποιήσει αυτήν την πολιτική με μια «έφοδο» των ακραία νεοφιλελεύθερων πολιτικών, με μια προσπάθεια να μετατρέψει την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ σε στρατηγική ήττα των βασικών ιδεών και των πολιτικών του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς. Δεν κρύβει ότι πιστεύει στο «μοντέλο» της Μάργκαρετ Θάτσερ.
Ο Αλ. Τσίπρας ισχυρίζεται ότι θα υποστηρίξει τις ίδιες πολιτικές, αλλά με ένα κάποιο «ανθρώπινο πρόσωπο». Από την πείρα του 2015-18 γνωρίζουμε ότι ψεύδεται ασύστολα. Και μια μικρή υποσημείωση: οι μοναδικές συγκεκριμένες και ουσιαστικές παροχές του Τσίπρα στο πρόγραμμα που εξήγγειλε στη ΔΕΘ αφορούν τους δικαστές, τους αστυνομικούς, τους στρατιωτικούς. Που σημαίνει ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζει ότι η συνέχεια της πολιτικής της θα στηρίζεται όλο και περισσότερο σε αυτά τα συγκεκριμένα τμήματα, δηλαδή στο σκληρό πυρήνα του κράτους και των μηχανισμών καταστολής.
Η ριζοσπαστική αντικαπιταλιστική Αριστερά δεν έχει πλέον την πολυτέλεια του χρόνου. Το εκβιαστικό δίλημμα «Τσίπρας ή Μητσοτάκης» έρχεται κατά πάνω μας με ταχύτητα. Θα υποχρεωθούμε να παρουσιάσουμε τις πιθανές απαντήσεις μας σε ελάχιστους μήνες. Το ζήτημα αφορά κυρίως την ΛΑΕ, τις άλλες δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς που αποσπάστηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015 και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Κάθε ανάλυση, κάθε πολιτική γραμμή που αποφεύγει τις πολιτικές ευθύνες που απορρέουν από αυτήν τη διαπίστωση, απολύτως ανεξάρτητα από προθέσεις και επιχειρήματα, έχει τον κίνδυνο να κατανοήσει στο τέλος αυτής της περιόδου ότι υποτίμησε μια μετωπική πολιτική σύγκρουση, με πολλές συνέπειες τόσο για τον κόσμο της εργασίας όσο και για τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς που θα βρεθούν στο πεδίο της μάχης την επόμενη μέρα.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά (φ. 418, 13/10/2018).