Ο παγωμένος αντάρτης

3490
αντάρτης
Σαν σήμερα, πριν από 72 χρόνια… 
Ήταν Πάσχα του 1947, 12 προς 13 Απρίλη, όταν στα “Ιμαλάια της Ελλάδας”, στα άγρια βουνά των Ευρυτανικών Αγράφων και συγκεκριμένα στη φοβερή Νιάλα, γράφτηκε μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες του εμφυλίου. Το blog “Ευρυτάνας ιχνηλάτης” έχει πραγματοποιήσει εκτενή αφιερώματα για το χρονικό της Νιάλας με κύριο:

ΨΥΧΗ ΒΑΘΙΑ ΣΤΗ ΝΙΑΛΑ – Μια ξεχασμένη σελίδα…

ενώ έχει γυριστεί και σχετικό ντοκιμαντέρ:

Ένα εξαιρετικό ντοκιμαντέρ για την τραγωδία της Νιάλας!

Φέτος, εις μνήμην των αλησμόνητων αγωνιστών της Νιάλας, των παιδιών του λαού που θυσιάστηκαν σε τούτες τις απρόσιτες κορφές για μια νέα κοινωνία δίχως αδικία και εκμετάλλευση, επιλέξαμε να σας μεταφέρουμε τη συγκλονιστική μαρτυρία του πρωτοπόρου αγωνιστή-μαχητή του ΔΣΕ Βασίλη Φυτσιλή που έζησε ο ίδιος τότε τα γεγονότα και βρέθηκε ξανά, μετά από πολλά χρόνια, εν έτει 1989, στον τόπο της θυσίας μαζί με τα παιδιά ενός παλιού συντρόφου του και με έναν ερασιτέχνη εικονολήπτη, για να θυμηθεί και να διηγηθεί με έναν αλλιώτικο συνταρακτικό τρόπο την τρομερή εμπειρία που βίωσε… συνομιλώντας μάλιστα με το ίδιο το βουνό! Η μαρτυρία εμπεριέχεται στο καταπληκτικό βιβλίο του Β. Φυτσιλή με τίτλο “Πληγές του Eμφυλίου” (εκδ. Σύγχρονη Εποχή). Σας τη μεταφέρουμε αυτούσια… 

Ιδού:

======================

Ο Βασίλης Φυτσιλής διηγείται…

Με τον Τσιτσιμπή τον Γιώργο, είχαμε σταθεί οι δυο μας, σε μια κοντοραχούλα της Νεβρόπολης, λίγο πιο πάνω απ’ το μοναστήρι της Κορώνας και αγναντεύαμε ψηλά, τις κορφές της Κοιμωμένης.

Είπαμε να φτιάξουμε ένα ντοκιμαντέρ, μια κασέτα, με ήχο και με εικόνες, για να μη χαθεί απ’ τη μνήμη των ανθρώπων εκείνο το συγκλονιστικό περιστατικό του Εμφυλίου, που συνέβηκε στις 13 Απρίλη του 1947, εκεί ψηλά στο πέρασμα, στον αυχένα της Νιάλας.
Ερασιτέχνης “καμεραμάν” ο Γιώργος, έστησε τη μηχανή του απάνω σε ένα μεταλλικό τρίποδα, για να “παίρνει” πιο σταθερά τις εικόνες κι εγώ άρχισα να διηγούμαι την ιστορία της Νιάλας.
“Άγραφα! Βουνά ψηλά κι απάτητα. Με τις γυμνές κι αγέρωχες κορφές τους. Με τις οξιές και με τα έλατα, χαμηλότερα. Με τα δάση τους τ’ απέραντα, τις ρεματιές και τις βρυσούλες. Άγραφα, παλικαριών λημέρια. Του Κατσαντώνη, του Καραϊσκάκη, του αντάρτη του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας. Βουνά φορτωμένα με ιστορία και θρύλους. Μνήμες άσβηστες, από χρόνια δοξασμένα, αλλά και χρόνια γεμάτα πίκρες και κατατρεγμούς.
Η Κοιμωμένη! Η αθάνατη Κυρά. Στέγη και κορόνα των Αγράφων. Η περήφανη βουνοσειρά, με τις μυτερές κορφές και τις κρεμαστές χαράδρες της. Με τη χαρακτηριστική γραμμή μιας γυναικείας μορφής, τεράστιας, ξαπλωμένης εκεί στα ουράνια, πάνω στο βαρύ όγκο των βουνών, με φόντο, πότε το γαλάζιο ουρανό και πότε τα μαύρα κουβαριασμένα σύννεφα. Εκεί ψηλά, πίσω απ’ τις κορφές της Κοιμωμένης, βρίσκεται το πέρασμα. Ο αυχένας της Νιάλας.

Εκεί, την εποχή του Εμφυλίου, εξαιτίας μιας ξαφνικής και φοβερής σε ένταση χιονοθύελλας (τον Απρίλη του 1947), άφησαν την τελευταία τους πνοή πολλοί μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, αλλά και στρατιώτες του κυβερνητικού στρατού, καθώς και άμαχοι πολίτες, καταδιωκόμενοι, που προσπαθώντας να γλιτώσουν από το μαχαίρι των Σούρληδων, ακολουθούσαν τους αντάρτες.”

Ύστερα βγήκαμε ψηλά, στην κορυφογραμμή. Ο Γιώργος έστησε πάλι την κάμερα κάτω απ’ τον βαρύ όγκο του Τσεκούρα κι εγώ συνεχίζω την αφήγηση.
“Η Νιάλα! Με την ατέλειωτη και ολόγυμνη κορυφογραμμή της. Υψόμετρο, πάνω από δυο χιλιάδες μέτρα. Δεντράκι εδώ δεν μπορεί να επιζήσει. Μονάχα λίγες ασφάκες, ασθενικές και άγρια μέντα, “ευγενική”, που λίγο αν τη χαϊδέψεις με το χέρι σου, στο ανταποδίδει αμέσως, γιομίζοντας γύρω τον αέρα με τη δυνατή μοσχοβολιά της.
Εδώ, σ΄αυτές τις κακοτράχαλες γκρεμίνες με τις κρεμαστές χαλικαριές, εκεί που δείχνει το μάτι μια ιδέα μονοπατιού κι εδώ μπροστά μας, στον καταπράσινο τώρα αυχένα, έγινε το μεγάλο κακό. Εδώ, τη φοβερή εκείνη νύχτα, η ανθρώπινη αντοχή ήταν παιχνιδάκι μπροστά στην απίστευτη δύναμη της οργισμένης χιονοθύελλας, που θέρισε όπως το δρεπάνι τα στάχυα, παλικάρια αλύγιστα, “ψημένα” σε δυο αντάρτικα, στον ΕΛΑΣ και στο Δημοκρατικό Στρατό, πέντε ολόκληρα χρόνια.

Και στήσαμε εδώ, το 1985, ένα απέριττο μνημείο, μια μαρμάρινη πλάκα, που γράφει: Στη θέση αυτή έπεσαν, χτυπημένοι από τη φοβερή χιονοθύελλα, αντάρτες του ΔΣΕ, στρατιώτες του κυβερνητικού στρατού και άμαχοι πολίτες, στις 13 Απρίλη 1947. Και ανεβαίνουμε από τότε, κάθε χρόνο, ταπεινοί προσκυνητές, ν’ ακουμπήσουμε εδώ λίγα λουλούδια, να πούμε ένα τραγούδι, ένα μοιρολόι, για τα παιδιά τα αδικοχαμένα, τ’ αδέρφια, που έπεσαν μαζί, στο ματωμένο χώμα, στρατιώτες απ΄ τη μια μεριά κι αντάρτες απ’ την άλλη.”

Έτσι ανεβήκαμε κι εκείνη τη χρονιά το 1989. Είχαν έρθει μαζί μου και τα παιδιά του Παντελή του Καπετάνου, απ’ το Φραγκότσι της Πτολεμαϊδας. Με τον πατέρα τους, μας είχαν δεμένα τα χέρια στην ίδια χειροπέδα, όταν μας έπιασαν οι άλλοι ξεπαγιασμένους, μέσα στα αντίσκηνα του κυβερνητικού στρατού.

“Εκεί, μέσα σ’ αυτά τα αντίσκηνα, ανταμώσαμε, αντάρτες και στρατιώτες, αδέρφια, Ελληνόπουλα. Τα ξένα αφεντικά, μας ήθελαν θανάσιμους εχθρούς. Να σκοτώνουμε ο ένας τον άλλον. Αλλά εμείς, κάναμε εδώ, μόνοι μας, την ανακωχή και τη συμφιλίωση.” Με άκουγαν κι αυτά, με το κεφάλι σκυμμένο, να αφηγούμαι στους προσκυνητές το δραματικό περιστατικό της Νιάλας. Τράβηξαν και φωτογραφίες για να τις βλέπουν και να θυμούνται.
Όταν βγήκαν οι φωτογραφίες, μου έστειλαν κι εμένα μερικές. Σε μια, κάθεται ο Χρήστος, σκεφτικός, σε ένα κοτρονάκι. Κι απέναντι, βαθιά, η κορφή της Νιάλας, ο Τσεκούρας.
Πήρα να κοιτάζω ξανά, σ’ εκείνη τη φωτογραφία, την κακοτράχαλη κορφή, τον Τσεκούρα. Τα βράχια ψηλά. Τις κρεμαστές χαλικαριές. Και ξαφνικά, μαρμάρωσα!… Έμεινα ακίνητος σαν άγαλμα, με τη φωτογραφία να σιγοτρέμει στα χέρια μου. “Ένα κεφάλι ανθρώπινο!… Ο παγωμένος αντάρτης…” μουρμούρισα ασυναίσθητα.
Κοίταξε κι εσύ, διαβάτη, που θα τύχει να περάσεις απ΄τη Νιάλα. Στάσου εδώ στο κοτρονάκι, την ώρα του μεσημεριού και πρόσεξε καλύτερα αυτή την κορφή. Δε μοιάζει τούτος ο βράχος σαν κεφάλι ανθρώπινο;… Το κεφάλι του αντάρτη, που πάγωσε εκείνη τη νύχτα, τη φαρμακερή κι έμεινε για πάντα μνήμη και ιστορία πέτρινη, εδώ στη ράχη της Νιάλας…
Τα μάτια του… Μισόκλειστα, προσπαθούν να προφυλαχτούν απ’ τη μανία της χιονοθύελλας. Τα φρύδια του κρουσταλλιασμένα, σκεπασμένα απ΄τον πάγο. Το γένι του, κοκαλωμένο, γυάλινο. Τα μαλλιά του τραβηγμένα πίσω, γλειμμένα απ’ την ορμή της χιονοθύελλας, όλο χαρακιές και ραβδώσεις. Στα χείλια του πετρωμένο το παράπονο… Το στόμα του μαι σκοτεινή τρύπα. Μια πληγή βαθιά, εκεί, ανάμεσα στα γένια του, που στάζει πίκρα και απορία. “Γιατί…”. Τι φταίξαμε εμείς, για να τιμωρηθούμε έτσι σκληρά…. Τι κακό κάναμε, για να πληρώσουμε τόσο ακριβά. Εμείς, τους Αμερικανούς, φασίστες πολεμήσαμε. Να λευτερώσουμε την πατρίδα μας, που τη σκλαβώσανε δεύτερη φορά…”
Με πνίγει ένας κόμπος στο λαιμό. Σφίγγω διπλωμένο στη χούφτα μου το χειρόγραφο και συνεχίζω έτσι αυθόρμητα να ψιθυρίζω, λόγια που δε φτάνουν στο μικρόφωνο της κάμερας: “Φταίξατε εσείς… Σταυραετοί και Διγενήδες του αγώνα μας… Τι έφταιξες εσύ, παγωμένε αντάρτη της Νιάλας… κι εσύ, σταυρωμένε καπετάν Ανάποδε της Εύβοιας κι εσείς λιοντάρια της Γκιώνας και του Ταϋγετου και του Ψηλορείτη… Διαμαντή και Πέρδικα και Ποδιά, και πρωτοκαπετάνιε αθάνατε, που το κεφάλι σου το κρέμασαν, οι Αγαρηνοί, στο φανοστάτη, στην πλατεία των Τρικάλων… Φταίξατε εσείς, Ακρίτες και φρουροί ακοίμητοι στα φυλάκια του κόσμου, που παλέψατε στα μαρμαρένια αλώνια με το Χάροντα και τον νικήσατε;…”

Ο Γιώργος μου κάνει νόημα με το χέρι του να συνεχίσω πιο δυνατά, γιατί τα λόγια μου δεν “τα πιάνει” η κάμερα. Κι εγώ προσπαθώ. Συνεχίζω με σπασμένη φωνή να κλείσω, να κάνω τον επίλογο.
“Φτάσαμε στο τέλος ετούτης της ανηφόρας, που τόσες φορές μου μάτωσε την παλιά πληγή. Σαν τη μάνα του τραγουδιού, που το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε, ήθελα στην αρχή κι εγώ να μαλώσω με τη Νιάλα. Να της πω λόγια πικρά, να την πετροβολήσω, για το κακό που μας έκανε εκείνη τη νύχτα, στις 13 Απρίλη. Μα, έρχεται τώρα εδώ, μπροστά στα βουρκωμένα μάτια μου, η άλλη Νιάλα. Η καλοσυνάτη. Η γελούμενη. “Έλα”, μου λέει. “Τώρα που ξανανταμώσαμε, σαν φίλοι. Κάτσε εδώ στην πέτρα. Να τα πούμε απ’ την αρχή”.

Ακούω το λόγο της το φιλικό και παρηγοριέμαι. Δεν της κρατάω κακία. Ζητάω τη συγνώμη της, για τα πικρά λόγια που έβαλα στο μυαλό μου να της πω. Τι φταίνε τα βουνά… Οργίζονται κι αυτά καμιά φορά και κλαίνε όπως οι άνθρωποι… Μαζί μ’ εμάς, πάσχουν και υποφέρουν κι αυτά. Και καρτερούν την άνοιξη, τ΄όμορφο καλοκαίρι. Αυτή την άνοιξη, την καινούργια γέννα του ποιητή, που όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για να ‘ρθει/κι όλο συντρίμμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων…”

Κι όμως. Η καινούργια γέννα, αυτή η άνοιξη της νέας κοινωνίας, που όλοι την καρτερούμε να φανεί, σπαθί κρατώντας δίστομο, για να γκρεμίσει, ό,τι δεν είν’ ανάμεσά μας άξιο να τη δεχτεί, θα έρθει μια μέρα. Το ποτάμι της Ιστορίας, παρά τα εμπόδια που συναντάει στο δρόμο του και τα σκοντάμματα πολλές φορές, δεν γυρίζει πίσω. Κάποια μέρα θα φτάσει στον προορισμό του. Στην πλατιά θάλασσα της παγκόσμιας ειρήνης, της πραγματικής Δημοκρατίας και του Σοσιαλισμού. Αυτό το σάπιο σύστημα της απανθρωπιάς, της αδικίας και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο θα καταρρεύσει, κάτω απ’ το βάρος των ασήκωτων ανομιών του. Ο ήλιος της Δικαιοσύνης θα προβάλει στο τέλος, λαμπερός και αχτιδοστόλιστος, στο φρύδι της Ανατολής, για να φωτίσει και να ζεστάνει όλα τα τέκνα της Γης.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας