Οι περισσότεροι το αποκαλούν νομοσχέδιο «απαγόρευσης διαδηλώσεων». Την ώρα που διαβάζετε αυτό το κείμενο θα έχει γίνει νόμος του κράτους με τις ψήφους της Νέας Δημοκρατίας και του ΚΙΝ.ΑΛ. Ανάμεσα σε άλλα περιλαμβάνει βαριές ευθύνες για τον «οργανωτή» της συγκέντρωσης, και επιβάλλει τη συνεργασία του με τις αστυνομικές και λιμενικές αρχές.
Παράλληλα, ζητάει να επεκταθεί η πρόβλεψη για μη προϋπόθεση γνωστοποίησης, εκτός της 17ης Νοεμβρίου και της Πρωτομαγιάς, όπως προβλέπεται και σε άλλες εκδηλώσεις, όπως οι κινητοποίησης για την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, την Ημέρα του Πρόσφυγα, την Ημέρα Περιβάλλοντος, Κατά της Ομοφοβίας κ.α. Το πιο αιχμηρό σημείο κριτικής της Επιτροπής αφορά τα άρθρα που προβλέπουν τους λόγους για τους οποίους η αστυνομία μπορεί να αποφασίσει την απαγόρευση μιας συγκέντρωσης. Όπως αναφέρει συγκεκριμένα, επικαλούμενη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου:
«Οι διατάξεις αυτές εμπεριέχουν ένα αξιοσημείωτο σύνολο αόριστων νομικών εννοιών («επαπειλείται», «δημόσια ασφάλεια», «πιθανής διάπραξης», «απειλείται», «πιθανολογείται»), απονέμοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ευρεία διακριτική ευχέρεια στις αστυνομικές και λιμενικές αρχές για την επιβολή απαγορεύσεων και περιορισμών. Η πρόβλεψη αόριστων νομικών εννοιών προκειμένου να οριοθετηθούν περιορισμοί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν συνιστά κατάλληλη νομοθετική προσέγγιση, καθώς τέτοιες έννοιες στερούνται ακρίβειας, σαφήνειας και προβλεψιμότητας»
«Η «εγγυητική» ευθύνη του οργανωτή για τη συμπεριφορά των συμμετεχόντων στη συνάθροιση προσώπων, από την οποία μπορεί να απαλλαγεί εφόσον είχε γνωστοποιήσει εγκαίρως τη διεξαγωγή της συνάθροισης και αποδείξει ότι είχε λάβει όλα τα αναγκαία και πρόσφορα μέτρα για την πρόληψη και αποτροπή της ζημίας, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως οιονεί αντικειμενική στον βαθμό που εν τοις πράγμασι αντιστρέφει το βάρος απόδειξης, καθόσον πρέπει να αποδείξει ο ίδιος ο οργανωτής την άσκηση της προσήκουσας επιμέλειάς του. Παρά ταύτα, τόσο το άρθρο 11 παρ. 2 Σ. όσο και το ίδιο το ΣχN απονέμουν την αρμοδιότητα διαφύλαξης της δημόσιας ασφάλειας κατά τη διεξαγωγή των συναθροίσεων στις αστυνομικές αρχές. Είναι έτσι προφανές ότι η μετάθεση της ευθύνης για την ομαλή διεξαγωγή της συνάθροισης στον πολίτη-οργανωτή είναι συνταγματικώς μη συμβατή, ενώ στην πράξη μπορεί να καταστεί ισχυρό ανασταλτικό παράγοντα για την ανάληψη αυτού του ρόλου και έμμεσο περιορισμό στην άσκηση του δικαιώματος».
Η Συντονιστική Επιτροπή των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, αντιτίθεται στο νομοθέτημα επισημαίνοντας ανάμεσα σε άλλα ότι: “Η προληπτική πλήρης απαγόρευση των συναθροίσεων με απόφαση της Αστυνομικής ή Λιμενικής Αρχής πλήττει τον πυρήνα του δικαιώματος και βρίσκεται εκτός Συνταγματικού πλαισίου. Οι περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος σε οποιαδήποτε φάση της συνάθροισης και ενόψει της επιβαλλόμενης στάθμισης που επιβάλλει η σύγκρουση συνταγματικών δικαιωμάτων, αφενός του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και αφετέρου του δικαιώματος συμμετοχής στην κοινωνική και οικονομική ζωή, πρέπει να γίνεται από τον αρμόδιο εισαγγελικό λειτουργό και υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων, διαταράσσεται δυσανάλογα η οικονομική ζωή ώστε να θεωρείται η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος προδήλως καταχρηστική.”
Έχει σημασία όμως, να δούμε τι έλεγε πριν από λίγα χρόνια ως πανεπιστημιακός, ο νύν υπουργός Επικρατείας Γιωργος Γεραπετρίτης. Mε την ιδιότητα του καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου είχε αποφανθεί πως τέτοιου είδους ρυθμίσεις παραπέμπουν σε “ανώμαλες περιόδους”.Στον τόμο «Ερμηνεία του Συντάγματος» (έκδοση 2017), την ακαδημαϊκή ευθύνη για την συγγραφή και την έκδοση του οποίου είχε ο σημερινός υπουργός Επικρατείας κ.Γιώργος Γεραπετρίτης με τους συναδέλφους του Φ. Σπυρόπουλο, Ξ. Κοντιάδη και Χ. Ανθόπουλο, σημειώνονται (Άννα Τσιφτσόγλου, διδάκτορας Δημοσίου Δικαίου της Νομικής Σχολής Αθηνών) τα εξής:«Το δικαίωμα στη συνάθροιση δεν υπόκειται σε καθεστώς άδειας, αναγγελίας ή προληπτικού ελέγχου από τις αστυνομικές αρχές, όπως γινόταν σε ανώμαλες περιόδους παλαιότερα» (σελίδα 259).