Οι κίνδυνοι της αναθεώρησης: Μια συζήτηση που δεν έγινε

1705
Αριστερά

Η συζήτηση για την συνταγματική αναθεώρηση πολύ λίγο έχει απασχολήσει τον δημόσιο διάλογο και ακόμα λιγότερο την αριστερά. Σε ένα βαθμό αποτελεί κοινή συνείδηση ότι πρόκειται για μια ακόμα αναθεωρητική διαδικασία που κοιλοπονεί βουνό και θα γεννήσει ποντίκι. Σε αυτό συμβάλλουν και οι αναθεωρητικές προτάσεις ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, ενόψει μάλιστα του ίδιου του μηχανισμού της διπλής αναθεωρητικής διαδικασίας: η μεν πρώτη Βουλή προτείνει τα προς αναθεώρηση άρθρα με πλειοψηφία 151 ή 180 βουλευτών, η δε δεύτερη (μετά τις εκλογές) διαμορφώνει το περιεχόμενο των άρθρων με αντίστροφη πλειοψηφία (180 τουλάχιστον βουλευτών αν το άρθρο προτάθηκε για αναθεώρηση με 151 ψήφους ή 151 τουλάχιστον αν προτάθηκε με 180). Κατά δε την κρατούσα (και ανέλεγκτη κατ’αρχήν δικαστικά) άποψη, η δεύτερη Βουλή μπορεί να προσδώσει όποιο περιεχόμενο αυτή θέλει στο προταθέν προς αναθεώρηση άρθρο: ακόμα και αν η πρώτη αναθεωρητική Βουλή προσέδωσε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση στο άρθρο, κανείς δεν εμποδίζει τη δεύτερη Βουλή να του προσδώσει όποια κατεύθυνση νομίζει. Έτσι οι προτάσεις ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ έχουν κατ’αρχάς ως βασικό γνώρισμα ότι προτείνουν διαφορετικά άρθρα προς αναθεώρηση (ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει προς αναθεώρηση τα άρθρα 3, 13, 21, 22, 28, 30, 38,  54, 56, 62, 73,84, 86- η ΝΔ τα άρθρα 2,4,15,16,17,24,25,29,42, 49, 53, 59, 65,68, 70,72, 75,76, 78, 79, 81, 82, 88, 89, 90, 91, 93, 94, 98, 99, 100, 101, 103, 106, 110, 112, 113, 114, 115, 116, 117, 118, 119. Οσο συνεπώς και αν εξαγγέλλει ο αρχηγός της ΝΔ ότι θα έπρεπε να ψηφισθούν από κοινού όλα τα άρθρα που προτείνονται προς αναθεώρηση, έτσι ώστε η επόμενη Βουλή, στην οποία ευελπιστεί ότι θα έχει πλειοψηφία, να τα αναθεωρήσει κατά το δοκούν με 151 βουλευτές, στην πραγματικότητα οι δυο προτάσεις βαίνουν παράλληλα και μόνο αν η ΝΔ αποφασίσει να ψηφίσει προς αναθεώρηση τα άρθρα που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ θα διαμορφωθεί ένας συσχετισμός ευνοϊκός για τη ΝΔ έτσι ώστε να προβεί σε ευρύτερες πολιτειακές τομές (εάν βέβαια είχε σκοπό να κάνει κάτι τέτοιο θα είχε προτείνει και η ίδια τα συγκεκριμένα άρθρα προς αναθεώρηση). Από την άλλη το ενδεχόμενο αυτό αναδεικνύει τους κινδύνους που ενείχε το άνοιγμα της αναθεωρητικής διαδικασίας από το ΣΥΡΙΖΑ.

Υπάρχουν όμως και τα άρθρα που προτείνονται για αναθεώρηση από κοινού: 32, 33, 34, 35, 37, 41, 44, 54, 62, 74, 86, 101Α, 102 και τα οποία όντως κρύβουν κινδύνους, ιδίως γιατί οδηγούν σε αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος κατά τρόπο που να δημιουργήσει μηχανισμούς και κέντρα εξουσίας ακόμα πιο μυστικοποιημένα και απομακρυσμένα από τα λαϊκά στρώματα. Τόσο η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και η πρόταση της ΝΔ τείνουν προς την αναίρεση όψεων της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και τη διαμόρφωση «αντίβαρων», κυρίως με την ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας. Κρίσιμες είναι εν προκειμένω οι διατάξεις των άρθρων 32 (τρόπος εκλογής Προέδρου), 35, 37 (αρμοδιότητες Προέδρου), 41 (διάλυση της Βουλής), 44 (δημοψηφίσματα και πράξεις νομοθετικού περιεχομένου). Από κει και πέρα ιδιαίτερους κινδύνους παρουσιάζει η αναθεώρηση των άρθρων 74 (εκλογικό σύστημα) και 102 (τοπική αυτοδιοίκηση).

Και οι δυο προτάσεις προσδίδουν ένα αναβαθμισμένο ρόλο  στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Στην μεν πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ ο Πρόεδρος εκλέγεται εντέλει απευθείας από το λαό αποκτώντας μια ευθεία και αυτοτελή νομιμοποίηση (πρόταση που υποστήριζε επί χρόνια ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης). Και ναι μεν η τελική πρόταση της ΝΔ όσον αφορά την εκλογή του Προέδρου, όπως αυτή διατυπώθηκε στην κοινοβουλευτική επιτροπή, δεν αναβαθμίζει την νομιμοποίηση του Προέδρου, αφού επιτρέπει την εκλογή του με απλή πλειοψηφία χωρίς να μεσολαβεί η διάλυση της Βουλής, πλην όμως προτείνει την αναβάθμιση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου: σύγκλιση κατά βούληση του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών, έκδοση διαγγελμάτων χωρίς προσυπογραφή του πρωθυπουργού και άλλες που περιλαμβάνονται σε άρθρα που δεν προτείνονται από κοινού για αναθεώρηση. Φυσικά τίποτε δεν εμποδίζει την ΝΔ να μεταβάλλει γνώμη και για τον τρόπο εκλογής του Προέδρου, αλλά και για την προσθήκη νέων αρμοδιοτήτων. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: η ΝΔ προτείνει να τεθούν κανόνες καλής διεξαγωγής δημοψηφισμάτων (σαφήνεια ερωτήματος, επαρκής χρόνος μεταξύ προκήρυξης και διενέργειας). Πώς θα ελέγχεται όμως η εφαρμογή αυτών των κανόνων με δεδομένο ότι το ΣτΕ έχει ρητώς κρίνει ότι η προκήρυξη δημοψηφίσματος αποτελεί κυβερνητική πράξη μη υπαγόμενη στον έλεγχο της δικαστικής εξουσίας;  Εδώ ανοίγει ένα πεδίο παρέμβασης του ΠτΔ να αρνείται να προκηρύξει το δημοψήφισμα όταν δεν συντρέχουν αυτοί οι κανόνες. Αντιστοίχως το Ποτάμι προκρίνει την εκλογή του Προέδρου από σώμα εκλεκτόρων, την επιλογή των Προέδρων των Ανεξαρτήτων Αρχών από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κλπ. κλπ προτάσεις που μπορεί να υιοθετηθούν στη δεύτερη αναθεωρητική βουλή αν τα άρθρα κριθούν ως αναθεωρητέα από την παρούσα βουλή με 180 ψήφους.

Έτσι το πολιτικό σύστημα αποκτά ένα νέο κέντρο εξουσίας, μονοπρόσωπο, το οποίο δεν ελέγχεται από κανένα και το οποίο μπορεί να παρεμβαίνει στις  εξελίξεις με διαγγέλματα, να συγκαλεί κατά βούληση τους πολιτικούς αρχηγούς,  να παρεμβαίνει αποφασιστικά στην λειτουργία των Ανεξαρτήτων Αρχών, αλλά και στη νομοθετική λειτουργία είτε εάν τεθούν νέες πρόνοιες για τη δυνατότητα του να διαλύει τη Βουλή, είτε εάν επιλέξει να ασκήσει το δικαίωμα αναπομπής των νόμων (η ΝΔ νομιμοποιεί με την πρότασή της αυτή την κατεύθυνση προβλέποντας αναπομπή ιδίως στην περίπτωση που ο ΠτΔ θεωρεί ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός ή αντίθετος προς το κοινοτικό δίκαιο).  Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καθίσταται έτσι ένας αυτοτελής πόλος εξουσίας (όπως το παλάτι παλιότερα) και θα αποτελέσει το αποκούμπι των αστικών δυνάμεων στη χώρα μας σε περίπτωση όπου δεν μπορεί να ελεγχθεί το κοινοβουλευτικό πλαίσιο. Θα αποκτήσει δηλαδή το ρόλο που μετ’επιτάσεως ζητούσαν οι αστικές δυνάμεις την εποχή του δημοψηφίσματος για να αποτραπεί τυχόν σύγκρουση με το ευρωοικοδόμημα. Το γεγονός ότι ο ρόλος αυτός υιοθετείται από τον ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύει την πλήρη μετάλλαξή του.

Τους κινδύνους που ενέχει η πρωτοβουλία για αναθεώρηση του Συντάγματος φαίνεται ότι αρχίζει να καταλαβαίνει σήμερα και η κυβέρνηση, όχι όμως επειδή άλλαξε γνώμη ως προς την κατεύθυνση της αναθεώρησης, αλλά επειδή κατάλαβε ότι η ΝΔ μετά τις εκλογές θα έχει μεγαλύτερες ευχέρειες να αναθεωρεί τις διατάξεις κατά το δοκούν. Ετσι εξηγείται ο πανικός που προκλήθηκε στην κυβέρνηση μετά την υπερψήφιση από τη ΝΔ της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ για αναθεώρηση του τρόπου εκλογής του ΠτΔ. Ας μην σχολιάσουμε ότι άργησαν να καταλάβουν το πρόβλημα και ας περιμένουμε να δούμε πόσο οι προσπάθειες αποφυγής του προβλήματος θα εξευτελίσουν και αυτή την κοινοβουλευτική διαδικασία (με πιο πιθανή λύση την διαμόρφωση της ψηφοφορίας όχι  ανά αναθεωρητέο άρθρο, αλλά ανά κατεύθυνση αναθεώρησης του άρθρου- πάντα όμως υπάρχει και η περίπτωση της αποχής βουλευτών σε τουαλέτες ή γκαζόζες προκειμένου να μην συγκεντρωθεί ο αριθμός 180)

Περαιτέρω, παρότι υποτίθεται ότι οι προτάσεις αναθεώρησης θέλουν να δημιουργήσουν αντίβαρα στο «πρωθυπουργοκεντρικό» χαρακτήρα που έχει λάβει το πολιτικό σύστημα, στην πραγματικότητα το ενισχύουν υποβαθμίζοντας το ρόλο της Βουλής.

Έτσι με την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ περιορίζεται το δικαίωμα υποβολής πρότασης δυσπιστίας και μετατρέπεται σε εποικοδομητική πρόταση δυσπιστίας. Δηλαδή δεν μπορεί μια  κυβέρνηση να απολέσει την εμπιστοσύνη της Βουλής και να πέσει, παρά μόνο αν η Βουλή έχει τη δυνατότητα να εκλέξει νέα κυβέρνηση. Με αυτό τον τρόπο περιορίζεται η δυνατότητα διαφορετικών πολιτικών δυνάμεων που αντιτίθενται στην κυβέρνηση, αλλά δεν συμφωνούν στο ποια πρέπει να την αντικαταστήσει, να ψηφίσουν από κοινού μια πρόταση δυσπιστίας. Συνεπώς περιορίζεται και η δυνατότητα του λαού να παρέμβει στις εξελίξεις μέσω των εκλογών και σταθεροποιούνται κυβερνήσεις που παρότι εκλέχτηκαν με ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα υλοποιούν ένα άλλο προκαλώντας αντιδράσεις στο εσωτερικό τους με αποχωρήσεις βουλευτών, διαμόρφωση νέων κομμάτων κλπ. (σας θυμίζει κάτι;)

Αντίστοιχα -και κατ’απολύτως αντιφατικό τρόπο- η ΝΔ προτείνει την κατάργηση της δυνατότητας διάλυσης της Βουλής κατ’ επίκληση εθνικού θέματος, πλην όμως δίδει στη Βουλή τη δυνατότητα να αποφασίσει την αυτοδιάλυσή της με 151 ψήφους (και όχι με αυξημένη πλειοψηφία 200 βουλευτών, όπως είχε προταθεί από την μειοψηφία στο Σύνταγμα του 1975). Έτσι η κυβερνώσα πλειοψηφία μπορεί να διαλύει τη Βουλή χωρίς ταυτόχρονη παραίτηση της κυβέρνησης και χωρίς να ακολουθηθεί η διαδικασία των διερευνητικών εντολών

Επίσης αμφότερες οι προτάσεις αντί να περιλαμβάνουν στο εκλογικό σώμα όλους όσοι αποτελούν τμήμα της εργατικής τάξης της χώρας μας, καθιστούν πολιτικό παράγοντα τους απόδημους οι οποίοι εκλέγουν συγκεκριμένο αριθμό βουλευτών

Ως προς δε το εκλογικό σύστημα και την τοπική αυτοδιοίκηση, ναι μεν η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ θέτει ως κατεύθυνση την καθιέρωση ενός κατ’αρχήν αναλογικού εκλογικού συστήματος (όχι απλή αναλογική), πλην όμως τυχόν υπερψήφιση της αναθεώρησής των σχετικών άρθρων με 180 βουλευτές ανοίγει τη δυνατότητα στη ΝΔ να υπερψηφίσει με 151 ψήφους τη δική της πρόταση που περιλαμβάνει αφενός μεν α) την συνταγματική κατοχύρωση της «εύλογης» (και όχι πλήρους) αντιπροσώπευσης των κομμάτων και την αρχή της κυβερνησιμότητας της χώρας (λέγε με συνταγματική κατοχύρωση της ενισχυμένης αναλογικής επί το πλειοψηφικότερον) και αφετέρου δε β) τον περιορισμό των οικονομικών εσόδων των ΟΤΑ στους ίδιους πόρους αυτών, δηλαδή στα ανταποδοτικά τέλη και ειδικούς φόρους επιβαλλόμενους από τους δήμους!

Από κει και πέρα η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ επαίρεται ότι έχει προοδευτικό πρόσημο καθώς κατοχυρώνει τον δημόσιο χαρακτήρα της ενέργειας και του νερού και ενισχύει την προστασία της δημόσιας περιουσίας. Αυτό όμως που παραλείπουν να μας πουν οι συντάκτες της πρότασης είναι ότι οι ρυθμίσεις, που επιτάσσουν την ιδιωτικοποίηση της ενέργειας και του νερού στο όνομα του ανταγωνισμού και το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, προέρχονται αφενός μεν από το νομοθετικό πλαίσιο της ΕΕ (τις συνθήκες και τις οδηγίες της), αφετέρου δε από τα μνημόνια τα οποία ασμένως έχει υπογράψει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ξεχνούν επίσης να μας πουν ότι τόσο το Δικαστήριο της ΕΕ, όσο και τα ελληνικά δικαστήρια έχουν υιοθετήσει την υπεροχή του κοινοτικού δικαίου ακόμα και επί των διατάξεων του ελληνικού συντάγματος, ενώ για τα μνημονιακά μέτρα που ούτως ή άλλως παραβιάζουν συνταγματικές διατάξεις, έχουν δεχθεί ότι δύνανται να ισχύσουν λόγω οικονομικής κατάστασης εκτάκτου ανάγκης (ως δίκαιο της εξαίρεσης δηλαδή). Με άλλα λόγια, όσο η Ελλάδα θα υπογράφει μνημόνια και όσο θα υιοθετεί τις συνθήκες και τις οδηγίες της ΕΕ, τόσο η δημόσια περιουσία, όσο και ο δημόσιος χαρακτήρας της ενέργεια και του νερού θα είναι  υπονομευμένα, ακόμα και μετά την συνταγματική τους κατοχύρωση.

Περαιτέρω οι υπόλοιπες προτάσεις, που όμως δεν θα τύχουν υπερψήφισης για αναθεώρηση, ή χαρακτηρίζονται από την πρόθεση συνταγματικής κατοχύρωσης των μνημονιακών νεοφιλελεύθερων προσανατολισμών (ΝΔ), είτε από δήθεν προοδευτικό, αλλά εξαιρετικά άβουλο και ελλιπή δικαιωματισμό (ΣΥΡΙΖΑ).

Ειδικότερα η ΝΔ προτείνει α) την συνταγματική κατοχύρωση του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας και μάλιστα στο άρθρο 2 του Συντάγματος παρέα με την κατοχύρωση της αξίας του ανθρώπου, της ειρήνης, της δικαιοσύνης και της φιλίας των λαών, β) την συνταγματική κατοχύρωση φορολογικών κινήτρων για ιδιωτικές επενδύσεις στρατηγικής σημασίας και τον περιορισμό των ρυθμιστικών παρεμβάσεων του κράτους εάν δι αυτών πλήττονται ο ελεύθερος ανταγωνισμός και η διεθνής ανταγωνιστικότητα της χώρας, γ) την ελευθερία ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων (που ας μην ξεχνάμε ήδη έχουν εγκαθιδρυθεί μέσω των κολεγίων και την αναγνώρισή των διπλωμάτων τους βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του συστήματος της Μπολόνια), δ) τον περιορισμό της προστασίας των δασών, ε) την κατάργηση του διάχυτου ελέγχου της αντισυνταγματικότητας  των νόμων και την καθιέρωση Συνταγματικού Δικαστηρίου που θα δύναται να ελέγχει και προληπτικά την συνταγματικότητα των νόμων (και θα αποτελεί άλλο ένα αυτόνομο πόλο εξουσίας), στ) την συνταγματική κατοχύρωση της αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων με βάση την αποδοτικότητα

Από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει μεν την ρητή καθιέρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους (ας επισημανθεί ότι ήδη με αυτό το πρίσμα ερμηνεύει τις υφιστάμενες διατάξεις η κυρίαρχη γνώμη στην θεωρία και τη νομολογία), πλην όμως επιμένει στην διατήρηση της αναφοράς στην επικρατούσα θρησκεία. Κατ’εξίσου άτολμο τρόπο δεν προτάθηκε προς αναθεώρηση από τον ΣΥΡΙΖΑ η κατάργηση της αναφοράς στο Έθνος ως πηγή των εξουσιών, αναφορά που χρησιμοποιήθηκε από το ΣτΕ για να χαρακτηρίσει ως αντισυνταγματικό το νόμο περί ιθαγένειας. Αντίστοιχα οι προτάσεις για ρητή καθιέρωση κοινωνικών δικαιωμάτων στη υγεία, στην κοινωνική πρόνοια, στην εργασία ή την προστασία των συλλογικών συμβάσεων είναι αφενός τόσο άτολμες που δεν προσθέτουν τίποτα στα ήδη εξάγονται ερμηνευτικά από τις υπάρχουσες διατάξεις (όπως συνομολογεί η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ), αφετέρου δε τόσο υποκριτικές με δεδομένο ότι ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καταποδαπατήσει τα δικαιώματα αυτά με την πολιτική του και την πλήρη εφαρμογή των μνημονιακών νόμων που διατηρούνται αλώβητοι -παρά τη δήθεν έξοδο από αυτά. Όσον δε αφορά τις προτάσεις για καθιέρωση δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία, ας επισημάνουμε απλά το προφανές: δεν προτείνεται να καθιερωθεί ρητά ότι νόμος που έρχεται σε αντίθεση με το αποτέλεσμα δημοψηφίσματος θεωρείται αντισυνταγματικός.

Η μόνη συνταγματική «αναθεώρηση» που θα είχε θετικό πρόσημο στις σημερινές συνθήκες θα μπορούσε να προέλθει από την κινητοποίηση του λαού, από μια νέα, λαϊκή «μεταπολίτευση» που θα αλλάξει εκ θεμελίων το αυταρχικό και αντιδημοκρατικό πολιτικό σύστημα. Με εκτεταμένη κατοχύρωση των δημόσιων αγαθών ενάντια στην ιδιωτική εκμετάλλευσή τους και με διευκόλυνση των εθνικοποιήσεων. Με έμφαση στην άμεση δημοκρατία και τη λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία. Με θέσπιση μορφών εργατικού και λαϊκού ελέγχου σε όλα τα επίπεδα. Με θεσμική κατοχύρωση του αυτόνομου ρόλου των κοινωνικών κινημάτων στη διαδικασία μετασχηματισμού. Με σπάσιμο των στεγανών που δεν επιτρέπουν τον πραγματικό δημοκρατικό έλεγχο στη δικαιοσύνη, το στρατό και την αστυνομία. Με εκτεταμένη κατοχύρωση των σύγχρονων κοινωνικών δικαιωμάτων.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας