Βιώνουμε, μέσα στις λίγες αυτές ημέρες μέσα στις λίγες αυτές εβδομάδες, το δεύτερο κρίσιμο «συμπύκνωμα» του πολιτικού χρόνου μιας περιόδου δεκαεπτά μηνών που είχε ως αφετηρία την 13η Ιουλίου του 2015, όταν επιβλήθηκε στη χώρα και στην ελληνική κυβέρνηση το 3ο μνημόνιο μέσω εκβιασμών και απειλών που παραπέμπουν ευθέως σε συνθήκες πολιτικού πραξικοπήματος.
Το πρώτο κρίσιμο «συμπύκνωμα» του πολιτικού χρόνου της περιόδου που ξεκίνησε με τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 κατέληξε μέσα σε 17 ώρες πιέσεων και εκβιασμών σε μια πολιτική ήττα της κυβέρνησης και κατ’ ουσίαν στην πτώση της. Και μόνον η αντίσταση και η αξιοπρέπεια, το πείσμα κι το φιλότιμο της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας που αρνήθηκε να υποταγεί αμαχητί σ’ αυτόν τον άθλιο εκβιασμό, οδήγησε στην επαναδιατύπωση του ΟΧΙ με την επανεκλογή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ.
Σήμερα, στο δεύτερο επικίνδυνο «συμπύκνωμα» του πολιτικού χρόνου οι συνθήκες και οι συσχετισμοί έχουν ασφαλώς τροποποιηθεί. Όμως εξακολουθούμε να βαδίζουμε σ’ ένα ναρκοπέδιο κατεσπαρμένο με ωρολογιακούς μηχανισμούς. Το «σύστημα» Σόιμπλε ανθίσταται πεισματικά, με κυνισμό και προκλήσεις που αποκαλύπτουν τον πανικό του λόγω της σταδιακής απώλειας της παντοδυναμίας του, γεγονός που το καθιστά ακόμη περισσότερο επικίνδυνο. Οι δυσχέρειες όμως πολλαπλασιάζονται λόγω της αντιπαράθεσης του «τιμ» των ευρωπαίων με το Δ.Ν.Τ., με τον κίνδυνο ο μεταξύ τους συμβιβασμός να καταλήξει σε βάρος της χώρας μας, με απαιτήσεις και συμβιβασμούς που θα εκφράζουν το μέγιστο κοινό πολλαπλάσιο των συμφερόντων και των απαιτήσεων της κάθε πλευράς.
Με ομαδικές απολύσεις και πλεονάσματα της θηριώδους τάξεως του 3,5% δεν μπορεί προφανώς να ολοκληρωθεί καμιά αξιολόγηση. Εάν όμως δεν υπάρξει απόφαση στις 5 Δεκεμβρίου στο Eurogroup, στο «κολαστήριο» του Β. Σόιμπλε, τότε ο επόμενος ωρολογιακός μηχανισμός που αφορά στη λήψη της επόμενης δόσης για την πληρωμή του χρέους στις 20 Φεβρουαρίου -«χέρι με χέρι» όπως πάντα- είναι έτοιμος να εκραγεί…
Λιτότητα και γερμανικό Imperium
Γιατί ζητούμε, ως χώρα και ως κυβέρνηση πολιτική «λύση» και πολιτικό συμβιβασμό; Γιατί βεβαίως ο εκβιασμός που ασκείται στη χώρα μας είναι κατ’ εξοχήν πολιτικού και στη συνέχεια οικονομιού χαρακτήρα.
Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι τα προγράμματα λιτότητας και δημοσιονομικής περιστολής, που, καλυπτόμενα με το προσωπείο ενός καλβινιστικού- πιετιστικού ηθικισμού απαιτούν από κάθε εθνική οικονομία να «τα βγάλει πέρα» μόνη της, συνιστούν πρωτευόντως πολιτικά προγράμματα και όχι μια αυστηρή οικονομική συνταγή που επιβάλλεται από ιδεοληπτικές εμμονές.
Η λιτότητα είναι το μέσον, το εργαλείο για την εδραίωση και την επικυριαρχία και την ακώλυτη αναπαραγωγή του γερμανικού Imperium. Αυτή την ολιγαρχική δομή εξουσίας προασπίζεται με «νύχια και με δόντια» η γερμανική ελίτ, επικυριαρχώντας κατ’ ουσίαν πάνω σε όλους τους, κρίσιμης σπουδαιότητας, ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Ας αντιστρέψουμε τη λογική δομή της υπόθεσής μας: Εάν το γερμανικό Imperium μπορούσε να διασφαλισθεί μέσω μιας άλλης, «μετριοπαθέστερης», οικονομικής συνταγής, τότε δεν θα επεστρατεύετο η θρησκειολογία περί λιτότητας. Όμως η στρατηγική της λιτότητας, υπό την πλήρη εποπτεία και ηγεμονία της γερμανικής ελίτ, διαλύοντας τις κοινωνίες, απαξιώνοντας και ελέγχοντας τα πολιτικά συστήματα και τις κυβερνήσεις αποτελεί – με βάση τη βεμπεριανή ορθολογικότητα της σχέσης μέσων και σκοπών- το ιστορικά αποτελεσματικό μέσο/εργαλείο για την ανάδειξη και επικυριαρχία του γερμανικού Imperium.
«Χαλάρωση» των προγραμμάτων λιτότητας συνεπάγεται αυτόματα διεύρυνση του πεδίου της πολιτικής και οικονομικής αυτονομίας της χώρας μας και της ελληνικής κυβέρνησης. Αλλοίμονο όμως εάν επιτρέψει το «σύστημα» Σόιμπλε στο πειραματόζωο να βγει από την εντατική και να μετεξελιχθεί σε αντι-παράδειγμα.
Προσοχή, λοιπόν: Στο «συμπύκνωμα» του πολιτικού χρόνου ασκούνται οι μείζονες εκβιασμοί, αγνοούνται ή και περιφρονούνται οι συμφωνίες και οι δεσμεύσεις που αφορούν στους «ισχυρούς». Στην κρίσιμη περίοδο που διανύουμε απαιτείται σύνεση αλλά και αποφασιστικότητα, διεύρυνση των δυνατών συμμαχιών, αλλά και πλήρης αποκάλυψη των υπονομευτικών σχεδίων και εκβιασμών. Γιατί δεν υπάρχει πλέον κανένα περιθώριο ανοχής και αντοχής για τη χώρα και το λαό της.
Γιατί οι πολίτες ψηφίζουν συντηρητικά- ακροδεξιά κόμματα;
Η «πύκνωση» του πολιτικού χρόνου δεν αφορά όμως μόνο την πολύπαθη χώρα μας και τον δεινώς δοκιμαζόμενο λαό της. Ολόκληρη η Ευρώπη οδηγείται νομοτελειακά σε μια πορεία διάσπασης, εσωτερικής αντιπαράθεσης, ατέρμονων οικονομικών κρίσεων. Ο κίνδυνος οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κατάρρευσης, η απαξίωση και υποβάθμιση μιας δημοκρατικής, πολιτισμικής, ιστορικής κληρονομιάς δεν αποτελούν ενδεχόμενα αλλά πραγματικά γεγονότα που καταγράφονται στο ιστορικό παρόν.
Κι όμως η πορεία αυτή όχι μόνο δεν συναντά σοβαρές αντιστάσεις αλλά αντίθετα «τροφοδοτείται» από τα συντηρητικά- ακροδεξιά κόμματα, από αυταρχικές?εθνικιστικής ταυτότητας- πολιτικές δυνάμεις, που επιχειρούν να ενσωματώσουν την κοινωνική δυσαρέσκεια αντιμετωπίζοντας δήθεν τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης στον ενδόκοσμο του εθνικού κράτους, χωρίς όμως να θίξουν τον νεοφιλελεύθερο πυρήνα και την χρηματοπιστωτική δομή που αποτελούν τις ηγεμονεύουσες δυνάμεις και τους γεννήτορες της κρίσης.
Το «αυγό του φιδιού», σαν κάποια ιδιοτροπία της ιστορίας, έρχεται να αντικαταστήσει το ίδιο το φίδι που γέννησε και γιγάντωσε την κρίση. Η άνοδος της ακροδεξιάς–συντηρητικής – νεοφιλελεύθερης αντίληψης σ’ ολόκληρο τον αποκαλούμενο δυτικό κόσμο μάς παραπέμπει στην κλασική χεγκελιανή ρήση ότι η «Ιστορία ζωγραφίζει το γκρίζο πάνω στο γκρίζο»- όταν η Ιδέα της ελευθερίας κι της δικαιοσύνης χάνει τη λάμψη της, τα χρώματά της…
Κεντρικό, θεμελιώδες ερώτημα: Γιατί οι πολίτες στρέφονται προς τον συντηρητισμό, την ακροδεξιά, στον ανορθολογισμό, στην εθνική αναδίπλωση;
Εδώ και είκοσι τουλάχιστον χρόνια έχουν μεταβληθεί οι μορφές και το περιεχόμενο της κλασικής σύγκρουσης Κεφαλαίου–Εργασίας, έχει μετατοπισθεί το πεδίο της ταξικής– κοινωνικής σύγκρουσης.
Ο νεοφιλελευθερισμός δεν αποτελεί απλώς ένα αυστηρό οικονομικό πρόγραμμα αλλά ένα συνεκτικό «κοσμοείδωλο», ένα Παράδειγμα (κατά Τ.Kuhn) πλήρως ασύμμετρο, ασύμβατο προς το Παράδειγμα του διαφωτισμού και της βιομηχανικής παραγωγικής οργάνωσης που κυριάρχησε μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα.
Χρηματοπιστωτική δομή εναντίον κοινωνίας και παραγωγικής οικονομίας
Το νεοφιλελεύθερο – παγκοσμιοποιημένο «κοσμοείδωλο» κατέλυσε την ισορροπία του τριγώνου Πολιτική – Κοινωνία – Οικονομία, διέλυσε την κοινωνική οργάνωση και συνοχή και ενσωμάτωσε την Πολιτική, ασκώντας το ίδιο την πολιτική εξουσία μέσω των χρηματοπιστωτικών δομών και των κολοσσιαίων – υπερεθνικών επιχειρήσεων. Παράλληλα στο πεδίο της σκέψης, της ανάλυσης, της κουλτούρας εισήγαγε και επέβαλε το δικό του σύστημα αξιών (ανταγωνισμός, παραγωγισμός, κέρδος, ατομικοποίηση, αποπολιτικοποίηση) και έδωσε το δικό του «νόημα», τις δικές του ερμηνείες στα πράγματα. Η αποκαλούμενη μονόδρομη σκέψη ή η ανυπαρξία εναλλακτικής πρότασης, η περίφημη TINA συνιστούν το αποτέλεσμα της ιδεολογικής και πολιτικής του κυριαρχίας.
Μπροστά στη νεοφιλελεύθερη θύελλα που αφαιρεί χωρίς προσχήματα τα κοινωνικά, πολιτικά και ατομικά δικαιώματα, απέναντι σ’ ένα απρόσιτο αόρατο και ανώνυμο Υποκείμενο, ο σύγχρονος πολίτης στέκεται ενδεής, ανήμπορος, απελπισμένος και φοβισμένος. Είναι το γυμνό άτομο- ιδιώτης χωρίς θεσμικά και συλλογικά «αγκυροβόλια» που μπορεί να επιλέξει με την ψήφο του τον οποιοδήποτε δήθεν αντι-συστημικό «σωτήρα» που δεν θέλει, βεβαίως, να συγκρουσθεί με την κυρίαρχη συστημική δομή αλλά υποδεικνύει ως εχθρό τον «άλλο», τον διαφορετικό φυλετικά, εθνοτικά, πολιτισμικά.
Η αριστερά και γενικότερα η προοδευτική – αναλυτική θεώρηση θίγει περιφερειακά το θεμελιώδες αυτό ζήτημα. Το γεγονός δηλαδή ότι ιστορικά η κυρίαρχη αντίθεση διαμορφώνεται μεταξύ αυτής της Υπερ–δομής (χρηματοπιστωτικό υποκείμενο και υπερεθνικές επιχειρήσεις) και μιας εκτεταμένης παραγωγικής και κοινωνικής δομής που συνδέεται με την πραγματική – παραγωγική οικονομία και το θεσμικά συγκροτημένο κοινωνικά υποκείμενο.
Το γεγονός ότι η χρηματοπιστωτική δομή «διαχειρίζεται» μέσω των νόμιμων και μη θεσμικών εργαλείων της ποσά που φθάνουν έως το δωδεκαπλάσιο τουλάχιστον του Παγκόσμιου ΑΕΠ (το οποίο υπολογίζεται γύρω στα 75 τρισ. δολάρια), συγκροτώντας μια «φούσκα» έτοιμη να εκραγεί σε κάθε στιγμή, (τις ζημιές της οποίας πληρώνουν οι κοινωνίες και οι δημόσιοι προϋπολογισμοί) συνιστά σήμερα τη μείζονα απειλή..
Ο Τραμπ, η Λεπέν, το Brexit, τα τείχη του Visegrad, το γερμανικό Imperium, οι παντοειδείς ρατσισμοί και νεοφασισμοί δεν συνιστούν προϊόντα μιας ιστορικής συγκυρίας, ούτε, βεβαίως, η οικονομική και η πολιτική κρίση έχουν «κυκλικό» χαρακτήρα, όπως ισχυρίζεται η νεοφιλελεύθερη προσέγγιση. Αποτελούν παράγωγα αυτής της κυρίαρχης αντίθεσης η οποία εξακολουθεί να απασχολεί μόνον θεωρητικά κάποιους αναλυτές.
Εάν δεν αντιμετωπισθεί θεωρητικά και πρακτικά αυτή η τεράστια αφαίρεση και διαρπαγή του κοινωνικού και παραγωγικού πλούτου μέσα από συλλογικές μορφές κοινωνικής και πολιτικής δράσης τότε πολύ σύντομα θα βρεθούμε μπροστά σε ένα κόσμο που θα παραπέμπει σ΄έναν τεχνολογικά και επιστημονικά υπερ-ανεπτυγμένο Μεσαίωνα.
* Ο Μενέλαος Γκίβαλος είναι αν. καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ