Μόχλευση-σοκ στα παράγωγα απειλεί με νέα «Lehman Brothers»

1477
μόχλευση

Σε ιστορικά πρωτοφανή επίπεδα έχουν εκτοξευθεί τα παράγωγα/σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα τα τελευταία χρόνια, μετά την κρίση του 2008.

Σύμφωνα με νεότερα στοιχεία που υποστηρίζονται από το κύρος και την αξιοπιστία του ESMA (European Securities & Markets Authority) στα τέλη του 2017 στο τραπεζικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπήρχαν στοιχεία για συμβόλαια παραγώγων της τάξης των 660 τρισ. ευρώ.

Οι αναλυτές της αγοράς παραγώγων με δεδομένο ότι η BIS (Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών) έχει την εκτίμηση πως ο όγκος των παραγώγων στην Ε.Ε. αποτελεί το 25% του συνόλου των προϊόντων αυτών παγκοσμίως οδηγούνται στον υπολογισμό ότι ο συνολικός όγκος των παραγώγων κάθε είδους παγκοσμίως ξεπερνά τα 2,2 εκατ. δισεκατομμύρια δολ., ήτοι είναι σαν μέγεθος τριάντα τρεις φορές του παγκόσμιου ΑΕΠ!

Τα μεγέθη αυτά είναι αστρονομικά και σημειώνονται για πρώτη φορά στην ιστορία του καπιταλιστικού συστήματος.

Σύμφωνα με απολογιστικά στοιχεία της BIS, που βασίζονται σε δεδομένα από70 τράπεζες-dealers της αγοράς αυτής, μόλις το 1/6 των συμβολαίων εντάσσεται σε κάποιο από τα πλαίσια εποπτείας, ενώ το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος τους, ήτοι τα 5/6 των συμβολαίων, στη βάση της ονομαστικής τους αξίας είναι εκτός κάθε συστηματικής θεσμικής εποπτείας (Otc)…

Τα “κόκκινα” παράγωγα

Προφανώς ο κίνδυνος από τον όγκο αυτό δεν συγκρίνεται, σε περίπτωση μιας υποτίμησης αξιών, με εκείνο των “κόκκινων” δανείων τα οποία έτσι κι αλλιώς στην Ευρώπη δεν ξεπερνούν προς το παρόν τα 880 δισ. ευρώ.

Παρ’ όλα αυτά, παραμένει παράδοξο το γεγονός ότι, αν και έχει προηγηθεί η “εμπειρία” του 2008 και η κατάρρευση της αγοράς των subprime loans που συμπαρέσυρε το σύνολο του τραπεζικού συστήματος, οι θεσμοί εποπτείας δίνουν πολλαπλάσια προσοχή και ασκούν μεγάλη πίεση για την αντιμετώπιση του “κινδύνου” από τα NPLs και όχι του κινδύνου από τα παράγωγα.

Το γεγονός μάλιστα ότι η Ευρωζώνη είναι η περιοχή με τη μεγαλύτερη επέκταση του κινδύνου αυτού, δημιουργεί ερωτηματικά που αφήνουν έκθετες τις εποπτικές Αρχές.

Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με μελέτη της ιταλικής R&S Mediobanca το 80% της οικονομικής δραστηριότητας των 55 μεγαλύτερων τραπεζών στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Ιαπωνία, συνδέεται με τη δραστηριότητά τους σε παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα.

Σύμφωνα με την ESMA, περί τις 27 ευρωπαϊκές τράπεζες συγκεντρώνουν το 42% του συνόλου της δραστηριότητας των ευρωπαϊκών τραπεζών σε παράγωγα, γεγονός που αποτυπώνει τη διόγκωση της σχετικής έκθεσης στις αγορές αυτές μιας ομάδας ευρωπαϊκών τραπεζών. Πρώτες στη λίστα από πλευράς όγκου συμβολαίων εμφανίζονται η Deutsche Bank και η Barclays, ενώ ακολουθούν η Credit Suisse, η BNP Paribas και η HSBC. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δύο πρώτες, η καθεμία από μόνη της, έχουν μεγαλύτερη έκθεση στην αγορά των παραγώγων από όσο όλες μαζί οι ιαπωνικές τράπεζες…

Αντίστοιχη σχεδόν είναι η σύγκριση μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ, όπου οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν άνοιγμα σε παράγωγα προϊόντα υπερδιπλάσιο εκείνου των αμερικανικών τραπεζών. Χαρακτηριστικά, μόνο η J.P. Morgan και η Citigroup μπορούν να συγκριθούν (αλλά με χαμηλότερα μεγέθη) με τις δύο πρώτες ευρωπαϊκές τράπεζες.

Ο τεράστιος και ιστορικά πρωτοφανής σε ονομαστική αξία όγκος παραγώγων εμφανίζεται να έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια αντί να μειωθεί μετά το σοκ του 2008. Και αυτό παρά το γεγονός ότι ήταν ακριβώς η κατάρρευση των “τοξικών” assets που οδήγησε στην κρίση αυτή.

Παραμένει, δε, αναμφισβήτητο γεγονός ότι η “μόχλευση” αυτή έχει τροφοδοτηθεί από τις πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης των Κεντρικών Τραπεζών, ειδικά με τα προγράμματα αγοράς αμφισβητούμενης αξίας assetsαπό τη Fed και εκ των υστέρων από την ΕΚΤ, που επέτρεψαν στις τράπεζες να χρησιμοποιούν και να στοιχηματίζουν στις μεταβολές αξιών τους.

Ο κίνδυνος είναι πλέον αδύνατο να εκτιμηθεί

Η απειλή που βρίσκεται εγκατεστημένη στα θεμέλια αυτών των τεράστιων όγκων κεφαλαίων έχει να κάνει με το γεγονός ότι η ανεξέλεγκτη επέκτασή τους μπορεί να οδηγήσει σε νέα κατάρρευση από την πίεση που ασκεί η πράξη των Κεντρικών Τραπεζών να αποσύρουν τις πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης.

Ήδη η Fed από τα τέλη του 2015 έχει αρχίσει την “αντιστροφή” της πολιτικής της με τη διακοπή (2014) των αγορών τίτλων και στη συνέχεια τη σταδιακή αύξηση των επιτοκίων. Η διαδικασία απομόχλευσης μέχρι στιγμής, αν και έχει προκαλέσει ισχυρούς σεισμούς στις αγορές, δεν έχει απειλήσει ακόμα την “καρδιά” του συστήματος, δηλαδή τις συστημικές τράπεζες οι οποίες είναι οι πλέον εκτεθειμένες σε χρηματοοικονομικά προϊόντα των οποίων η αποτίμηση επηρεάζεται από τις κινήσεις των Κεντρικών Τραπεζών.

Στην Ευρωζώνη και παρά το γεγονός ότι η ΕΚΤ, μόλις στα τέλη του έτους, μπαίνει οριστικά σε μιαν ανάλογη πολιτική με τη Fed, οι τριγμοί έχουν αρχίσει ήδη να “ακούγονται” σε περιπτώσεις όπως αυτή της Deutsche Bank.

Ο γερμανικός τραπεζικός Όμιλος, ο οποίος εξακολουθεί να βρίσκεται στο στόχαστρο των αμερικανικών ελεγκτικών Αρχών, στα τέλη του 2017 βρισκόταν “φορτωμένος” με περισσότερα από 48 χιλιάδες δισ. ευρώ συμβόλαια παραγώγων προϊόντων η πλειονότητα των οποίων βρίσκεται στην γκρίζα ζώνη της θεσμικής τραπεζικής εποπτείας.

Το εντυπωσιακό, πάντως, είναι ότι η ΕΚΤ και ο SSM εξακολουθούν να έχουν περιορισμένη εποπτική παρουσία στον χώρο της αγοράς παραγώγων παρά το γεγονός ότι οι γερμανικές, οι γαλλικές, οι αγγλικές και οι ελβετικές τράπεζες συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο μέρος του κινδύνου αυτού. Η “πολιτική” της ΕΚΤ μέχρι σήμερα συγκεντρώνεται στο να αποτρέψει την κατάρρευση τραπεζών από τα NPLS, έτσι ώστε να “σβήσει” το ενδεχόμενο μιας πυρκαγιάς η οποία θα μπορούσε να προκύψει, όπως το 2008, από τη μη αποπληρωμή “κόκκινων” δανείων.

Σε κάθε περίπτωση όμως, όπως φαίνεται, οι αιτίες για έναν τέτοιο κίνδυνοέχουν πληθύνει από το 2008 και έχουν ενσωματωθεί στην ανεξέλεγκτη αγορά των παραγώγων.

*Πηγή: Capital.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας