Λάβαμε από τον αξιότιμο υπουργό Εξωτερικών στην ηλεκτρονική μας διεύθυνση το εξής μήνυμα (διατηρώ την ορθογραφία του – αντιλαμβάνομαι εν τούτοις ότι εγράφη σε στιγμή έντασης): «Αναρωτιέμαι αν διαβάσατε τη συνέντευξή μου, δεν λέω και να την ακούσατε, ή απλά αναπαράγεται τις διαστρεβλώσεις του Αδωνη»… Ακουσα, κύριε υπουργέ, τη συνέντευξη. Στο 1:25 λέτε, αναφερόμενος στο σκάνδαλο Novartis: «Εάν εμπλέκονται υψηλόβαθμα στελέχη, κακό του κεφαλιού τους· εάν δεν εμπλέκονται θα είμαι ευτυχής να αποδείξουν την αθωότητά τους…».
Αυτό είπατε και υπέθεσα ότι σας ξέφυγε, ότι δεν εννοούσατε κάτι που παραπέμπει σε αντιδημοκρατική διάθεση. Θα μπορούσατε να πείτε ότι, όντως, άλλο εννοούσατε και θα τελείωνε εκεί το θέμα· το να προσπαθείτε να μεταθέσετε το ενδιαφέρον (και τις ευθύνες;) σε διαστρεβλώσεις προερχόμενες από τον Αδωνη δεν νομίζω ότι είναι η καλή λύση.
Ουδόλως υπολήπτομαι (πολιτικά) τον κύριο αυτόν, αδιαφορώ θα έλεγα για τις κραυγές του όταν είναι ηλίου φαεινότερον ότι αποσκοπούν σε άγρα εντυπώσεων και ότι επίσης δεν είναι τίποτε άλλο παρά αντιπολιτευτικές κορόνες – ό,τι και να λέει θεωρώ ότι είναι ληρηματικές φωνασκίες, που δεν προάγουν τον δημοκρατικό διάλογο.
Θα μπορούσα να δεχτώ ότι ήταν μία ατυχής στιγμή κατά την εκφορά του λόγου – συμβαίνει εξάλλου σε πολλούς που μιλάνε δημόσια, ειδικά όταν έχουν φόρτο εργασίας που μάλιστα αφορά (ο φόρτος) εθνικά, κρίσιμα θέματα.
Σχολίασα ό,τι άκουσα και όχι ό,τι σχολίασαν άλλοι (με τα μέτρα τους) επ’ αυτού.
Αντιλαμβάνομαι ότι σε ένα τόσο μεγάλο θέμα, όταν η ψυχραιμία χάνεται γίνεται κακός σύμβουλος ειδικά για ανθρώπους με μείζονα εθνική ευθύνη.
Ο λόγος σε τέτοιες μεγάλες υποθέσεις οφείλει να είναι κρυστάλλινος, κατανοητός και από τον πλέον ολιγομαθή σε όλη την επικράτεια.
Βέβαια, άλλες είναι τώρα οι προτεραιότητες του υπουργείου σας, όπως η εξομάλυνση των σχέσεων με τις γείτονες χώρες με συνετή διπλωματία, ειρηνική αλλά και σθεναρή, όπως προστάζουν τα συμφέροντα της Ελλάδας και των κατοίκων της.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχετε λόγο και στα εντός συνόρων τεκταινόμενα. Υπ’ αυτήν την ολιστική προσέγγιση ίσως επήλθε μια μικρή διολίσθηση του λόγου – όλα αυτά θα λύνονταν με μια μικρή επανόρθωση ή με μια ακόμη μικρότερη συγγνώμη, σεβαστή από όλους, νομίζω, που παρακολουθούν τη δημόσια συζήτηση.
Αντ’ αυτού προτιμήθηκε η στρεψοδικία και η μετάθεση ευθυνών σε μια υποτίθεται αναπαραγωγή στρεβλώσεων «αντίπαλου» πολιτικού – δεν έχουν έτσι τα πράγματα όμως και, επιπροσθέτως, έχω την αίσθηση ότι ο εν λόγω πολιτικός δεν έχει τη δύναμη να επηρεάζει ανθρώπους που διαθέτουν τον κοινό νου.
Ταύτα – και επιμένω (όπως όλοι, μάλλον) ότι το τεκμήριο αθωότητας είναι μια απόλυτη νομική αξία και τυχόν άρνησή της ή αντιστροφή της οφείλεται σε διολίσθηση της γλώσσας ή σε ψυχική υπερένταση, που όμως διορθώνεται όταν υπάρχει πολιτική βούληση να αναγνωριστεί ένα (τυχαίο;) λάθος. Εκάς μια άλλη όψη της πραγματικότητας, η σκόπιμη δήθεν εκφορά τέτοιων βαρυσήμαντων διαστρεβλώσεων – διαφορετικά θα χανόταν ο πολιτικός (και πολιτισμένος) διάλογος.
*Πηγή: efsyn.gr