Η επόμενη εκλογική αναμέτρηση για τον δήμο Θεσσαλονίκης θα είναι κομβικής σημασίας. Η διοίκηση του Γιάννη Μπουτάρη εξαντλεί τα τελευταία αποθέματά της: έχει γίνει ήδη αντικείμενο αθηναϊκής πολιτικομματικής σκοπιμότητας – μια πολιτική πρακτική την οποία η Θεσσαλονίκη και μαζί της όλη η Ελλάδα πλήρωσε πολύ ακριβά στο παρελθόν. [Βλ. για τα δημοτικά της Θεσσαλονίκης και τον Γιάννη Μπουτάρη και τα άρθρα, Όμηρος Ταχμαζίδης, Ο Γιάννης Μπουτάρης τους “μισεί” γιατί είναι εντελώς ηλίθιοι, Όμηρος Ταχμαζίδης, Άνοιξαν οι θύρες εξόδου για τον Γιάννη Μπουτάρη και Όμηρος Ταχμαζίδης, Ο Γιάννης Μπουτάρης “ξεπλένει” την Coca Cola)
Η “Νέα Δημοκρατία” διοίκησε τον δήμο Θεσσαλονίκης με καταστροφικό τρόπο για 24 συναπτά έτη: εγκατέστησε ένα κομματικό πελατειακό σύστημα γύρω από την δημοτική αρχή, το οποίο στο τέλος κατέληξε στην διαρκή και καθημερινή διαφθορά και συναλλαγή με αποκορύφωμα το γνωστό σκάνδαλο που οδήγησε τον τελευταίο εκλεγμένο υπό τη σημαία της δήμαρχο Βασίλη Παπαγεωργόπουλο στη φυλακή. Έως και την τελευταία στιγμή το κόμμα της “Νέας Δημοκρατίας”, δια στόματος του τότε προέδρου του Αντώνη Σαμαρά, στήριζε δημοσίως τον υπόδικο και μετά καταδικασθέντα δήμαρχο Θεσσαλονίκης. Για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος της ανθεκτικότητας και το εύρος του δημοτικού καθεστώτος, που είχε κατορθώσει να επιβάλλει η “Ν.Δ.” στην Θεσσαλονίκη με την αρωγή του αθηναϊκού κομματικού κατεστημένο, στο πλαίσιο ενός καταμερισμού ισχύος ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και στην “Νέα Δημοκρατία”, θα πρέπει να λάβει υπ΄ όψιν του δύο δεδομένα: α. η παράταξη του Γιάννη Μπουτάρη, η οποία αναδείχθηκε σε ένα δεύτερο γύρο νικήτρια των εκλογών δεν εξαρτιόταν άμεσα από κανέναν πολιτικό φορέα και β. κέρδισε τις εκλογές με διαφορά ελάχιστων ψήφων.
Αυτή η συμπτωματική πτώση του καθεστώτος της “Δεξιάς” και της “Ακροδεξιάς” στον δήμο Θεσσαλονίκης οφείλεται σε μια σειρά από λόγους: α) Η γενικότερη μετατόπιση και σταθεροποίηση ενός μέρους του ακροδεξιού εκλογικού σώματος από την “Νέα Δημοκρατία” προς σχήματα της άκρας Δεξιάς (το ΛΑΟΣ και η υποψηφιότητα Γ. Καρατζαφέρη είχε επιφέρει μια πρώτη αναστάτωση στα δημοτικά εκλογικά ήθη της Θεσσαλονίκης) έφερνε έναν νέο παίκτη στο πεδίο των δημοτικών εκλογών. β) Η πολυετής δημοτική παντοδυναμία της “Νέας Δημοκρατίας” και των υπερσυντηρητικών έως και ακροδεξιών συνεργατών της και η “χειριστική” κεντρική πολιτική πρακτική τόσο του ΠΑΣΟΚ, όσο και της “Νέας Δημοκρατίας”, προς την ιδιόμορφη συντηρητική “αποικία” της Θεσσαλονίκης (κατά την διάρκεια της πρωθυπουργίας Κ. Καραμανλή αυτή η “αποικιοκρατική” συνθήκη για την πόλη της Θεσσαλονίκης ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο), αφαίρεσαν από την πόλη την όποια αυτοτελή δυναμική και οδήγησαν τον πολιτικό πολιτισμό της στην πλήρη εξάρτηση από παρατρεχάμενους και κομματικούς λακέδες με αποτέλεσμα να ανθίσει μια κουλτούρα πολιτικού περιθωρίου. Ήταν το ξέσπασμα της κρίσης που μετέτρεψε τις φωνές αγωνίας ενός μέρους των σκεπτόμενων Θεσσαλονικέων σε φωνή πολιτικής διαμαρτυρίας για την κατρακύλα της πόλης. γ) Και η τελευταία, ωστόσο, δεν θα είχε αποφέρει καρπούς, εάν η “Νέα Δημοκρατία” δεν ευρισκόταν στη δεινή θέση να αποστασιοποιηθεί από το παλαιό καθεστώς. Και τον ρόλο αυτό ανέλαβε ο Κώστας Γκιουλέκας, επαγγελματικό και πολιτικό γέννημα και θρέμμα του παλιού καθεστώτος, ο οποίος, όμως, σε μια προσπάθεια αποστασιοποίησης από τους ομόφρονές του, αναγκάστηκε να αποκλείσει από τα ψηφοδέλτια του συνδυασμού του, ισχυρότατους δημοτικούς παράγοντες του καθεστώτος Κούβελα-Κοσμόπουλου-Δημητριάδη-Παπαγεωργόπουλου. Και αυτοί απάντησαν με την αγρανάπαυση των πελατειακών δικτύων τους και διάφορες δηλώσεις κατά του νέου υποψηφίου, ενώ υπήρξαν και υποψηφιότητες αναγνωρισμένων στελεχών της Νέας Δημοκρατίας με το συνδυασμό του Γιάννη Μπουτάρτη. Έτσι το διεφθαρμένο καθεστώς της πολιτικής Δεξιάς στον δήμο Θεσσαλονίκης δεν νικήθηκε, αλλά έχασε τις εκλογές. δ) Η πολιτική παραζάλη στην οποία είχε εισέλθει το ΠΑΣΟΚ στην Θεσσαλονίκη αποδέσμευσε δυνάμεις και έφραξε το δρόμο σε διάφορα εκφυλιστικά φαινόμενα του παρελθόντος, ε) η αδυναμία της ευρύτερης δημοκρατικής και της υπόλοιπης Αριστεράς να καταλήξουν σε έναν κοινό υποψήφιο με αξιώσεις και ο κατακερματισμός των δυνάμεών της σε διάφορα ψηφοδέλτια, έδωσε στο μεγαλύτερο ποσοστό των ψηφοφόρων της τη δυνατότητα να στηρίξουν την δεύτερη Κυριακή, χωρίς την κομματική συγκατάβαση, την απαλλαγή της Θεσσαλονίκης από το κλεπτοκρατικό καθεστώς της πολιτικής Δεξιάς. Σε προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις η πολιτική νομενκλατούρα και οι φατρίες των κομμάτων αρνούνταν να συστρατευτούν εμπράκτως σε μια τέτοια κατεύθυνση (“την άλλη Κυριακή θα πάμε εκδρομή”, σιγοτραγουδούσε προκλητικά τοπικός κομματάρχης του ΠΑΣΟΚ όταν έγινε γνωστό ότι υποψήφιος του κόμματός του θα διεκδικούσε σε έναν δεύτερο γύρο το δήμο Θεσσαλονίκης). στ΄) Η τραυματική εμπειρία των “μεταγραφών” και η συναλλαγή με την- και για την κεντρική πολιτική εξουσία δημιουργούσε μια κατάσταση μοιρολατρίας αναφορικώς με το τοπικο-αυτοδιοικητικό μέλλον της Θεσσαλονίκης και κρατούσε καθηλωμένες τις όποιες δημιουργικές δυνάμεις της πόλης. Αυτό διαφάνηκε και μόνο με την αλλαγή της δημοτικής αρχής: παρά την ανομοιογένεια, αλλά και την περιορισμένη εμβέλεια της δημοτικής ομάδας υπό τον Γιάννη Μπουτάρη ακολούθησαν κάποια πράγματα τα οποία έδωσαν άλλον αέρα στην Θεσσαλονίκη – η πόλη συνέχισε να κινείται σε συνθήκες πολύ πιο κάτω από τις δυνατότητές της, αλλά, τώρα, προς κατευθύνσεις εντελώς διαφορετικές από εκείνες του παρελθόντος προκαλώντας μια κάποια κινητικότητα σε ορισμένους τομείς.
Και μόνο αυτό το γεγονός δείχνει πόσο διαφορετική θα ήταν η κατάσταση για την Θεσσαλονίκη και τη χώρα εάν παλαιότερες κομβικές εκλογικές συγκρούσεις για τον δημαρχιακό θώκο της πόλης είχαν πάρει άλλη τροπή: Κοσμόπουλος εναντίον Φατούρου, Παπαγεωργόπουλος εναντίον Λαζαρίδη – σήμερα πολλοί στο ΠΑΣΟΚ και στην Αριστερά δεν θέλουν να ενθυμούνται ότι την “δεύτερη Κυριακή πήγαιναν εκδρομή”. Σήμερα οι ίδιοι άνθρωποι σηκώνουν και πάλι τη σημαία των στερεοτύπων περί κλειστής και συντηρητικής Θεσσαλονίκης –μεταξύ τους και κυβερνητικά στελέχη – και άλλα φαιδρά σε μια προσπάθεια να εγκλωβίσουν την πόλη σε ψευδή διλήμματα: να περιορίσουν την Θεσσαλονίκη και τις δημιουργικές δυνάμεις της σε ηττοπαθείς και αμυντικές λογικές αναφορικώς με το μέλλον της πόλεως – η απάντηση θα δοθεί με τη “φυγή προς τα εμπρός” και όχι την νεκρανάσταση του μπαμπούλα της επιστροφής της κλεπτοκρατικής δεξιάς στα πολιτικά πράγματα της πόλης.
Σημειωτέον ότι την περίοδο της κρίσης, η Θεσσαλονίκη φαίνεται πως σήκωσε λίγο το μπόι της απέναντι στο αθηναϊκό κατεστημένο, αλλά όλα δείχνουν ότι αυτό επιστρέφει δριμύτερο, πολυπαραγοντικό και με νέα προσωπεία: στην πολιτική, στην οικονομία, στον αθλητισμό…
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ της “Σοσιαλιστικής Προοπτικής”