Μαρξιστικές ματιές στον σύγχρονο κόσμο

1499
αποτελέσματα

Του Γιάννη Τόλιου*
ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΕΦΑΛΗ
Το νέο βιβλίο του Χρήστου Κεφαλή, Μαρ­ξιστικές Ματιές στον Σύγχρονο Κόσμο (εκδό­σεις «Τόπος», Αθήνα 2016), καλύπτει ένα ευρύ φάσμα επίκαιρων θεμάτων με αφορμή εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας, καθώς και ανα­στοχασμούς για γεγονότα του περασμένου αιώνα που άφησαν βαθιά τα ίχνη τους στην πολιτική, οικονομική και ιδεολογική ζωή των σύγχρονων κοινωνιών. Θα περιορι­στούμε στο σχολιασμό ορισμών κειμένων, ενώ στα υπόλοιπα θα γίνει απλή αναφορά.
ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ
Στο πρώτο κείμενο του βιβλίου, ο Χρ. Κε­φαλής καταπιάνεται με το μεγάλο θέμα της «παγκοσμιοποίησης», επιχειρώντας να απαντήσει το σημαντικό ερώτημα για τη βαθμίδα εξέλιξης του σύγχρονου καπι­ταλισμού και τι αυτό συνεπάγεται για τη στρατηγική και τακτική του αριστερού κι­νήματος. Έχοντας ως αφετηρία τη θεωρία του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό, ο Χ.Κ. αξιο­ποιεί χρησιμοποιεί την έννοια του «διιμπε­ριαλισμού» που είχε χρησιμοποιήσει ο Λέ­νιν, για μερική και προσωρινή ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ ιμπεριαλιστικών χωρών, με διατήρηση πάντα του ανταγωνισμού με­ταξύ τους (σελ. 16). Στα πλαίσια αυτής της έννοιας εντάσσει τα νέα γνωρίσματα της σημερινής φάσης εξέλιξής του, σε αντι­διαστολή με την ανεδαφική προσέγγιση του Κάουτσκι περί «υπερ-ιμπεριαλισμού» που είχε αναπτύξει στα 1914, ότι δηλ. είναι εφικτή η ειρηνική συνένωση των ιμπερια­λιστών για την από κοινού εκμετάλλευση του κόσμου.
Έχοντας ως αφετηρία τη μεθοδολογική και θεωρητική προσέγγιση του Λένιν, η χρησι­μοποίηση των όρων «νεοφιλελεύθερη πα­γκοσμιοποίηση», «χρηματιστικοποίηση», κλπ, διευκολύνει να περιγραφούν πλευρές της σημερινής φάσης εξέλιξης του καπιτα­λισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο. Να σημειώσουμε ότι η χρήση των παραπάνω όρων αποκτά πραγματικό νόημα μόνο στη βάση των γενικών χαρακτηριστικών της οικονομικής ουσίας του ιμπεριαλι­σμού. Ο Λένιν ως γνωστόν, στηριζόμενος στη θεωρία του Μαρξ για τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση κεφαλαίου, επιση­μαίνει ότι με την ανάπτυξη και κυριαρχία των μονοπωλίων στην οικονομική ζωή σηματοδοτείται και το πέρασμα του συ­στήματος στο ιμπεριαλιστικό στάδιο. Η «μονοπωλιακή σχέση» (απόσπαση σε μό­νιμη βάση μονοπωλιακού υπερκέρδους) είναι η πεμπτουσία του νέου σταδίου. Συνακόλουθα τα γενικότερα γνωρίσματα του ιμπεριαλιστικού σταδίου, είναι η αυξα­νόμενη εξαγωγή κεφαλαίων σε σχέση με την εξαγωγή εμπορευμάτων, η συνένωση βιομηχανικών και τραπεζικών μονοπωλί­ων και ο σχηματισμός του χρηματιστικού κεφαλαίου και της χρηματιστικής ολιγαρ­χίας, οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί για τον έλεγχο των αγορών και πρώτων υλών, καθώς και η πάλη για το ξαναμοίρασμα των σφαιρών επιρροής στον κόσμο.
Αυτά τα βασικά γνωρίσματα ισχύουν και σήμερα, αλλά ασφαλώς με νέα στοιχεία. Έχουμε νέες μορφές μονοπωλιακών ενώ­σεων, εμπλουτισμό της σύνθεσης του χρη­ματιστικού κεφαλαίου με τη συνύφανση μονοπωλιακών επιχειρήσεων σε όλο το φάσμα της οικονομίας, δημιουργία περι­φερειακών ολοκληρώσεων, νέα δεδομένα στη λειτουργία του τραπεζικού και χρη­ματοπιστωτικού κεφαλαίου, νέες μορφές απόσπασης μονοπωλιακών κερδών και εκμετάλλευσης λαών και εργαζόμενων, κ.ά. Ειδικότερα η έννοια της «χρηματιστι­κοποίησης», δεν σηματοδοτεί κάποιο νέο στάδιο εξέλιξης του καπιταλιστικού συ­στήματος όπως ισχυρίζονται ορισμένοι μαρξιστές ερευνητές, αλλά νέα γνωρίσμα­τα του χρηματιστικού κεφαλαίου στη σύγ­χρονη φάση εξέλιξης του ιμπεριαλισμού, που απορρέουν από το νεοφιλελεύθερο μοντέλο διαχείρισης του συστήματος (απορρύθμιση αγορών χρήματος και κε­φαλαίου, παράλληλη χρηματιστηριακή αγορά, «τιτλοποιήσεις», νέα χρηματοπι­στωτικά προϊόντα, τραπεζικές εργασίες από μη τραπεζικές επιχειρήσεις, κ.ά).
Επίσης σύμφωνα με την προσέγγιση του Λένιν, κρίσιμο στοιχείο στην ανάλυση των σχέσεων μεταξύ ιμπεριαλιστικών και εν γένει καπιταλιστικών χωρών, είναι η τάση προς συνεργασία και ταυτόχρονα η τάση προς αντιπαράθεση, λόγω ακριβώς του ανταγωνιστικού χαρακτήρα των συμ­φερόντων στην «κούρσα» για τον έλεγχο αγορών και την απόσπαση υψηλότερων κερδών. Στη βάση της πιο πάνω μεθοδο­λογικής προσέγγισης μπορούμε να ερ­μηνεύσουμε τις σύγχρονες «πολυμερείς συμφωνίες ελευθέρου εμπορίου» μεταξύ ιμπεριαλιστικών χωρών (TTIP, CETA, TiSA, TPP, κ.ά.), όσο και μεταξύ αναδυόμενων οι­κονομιών (EAEU, SCO, CELAC, ALBA, κ.ά.), οι οποίες σηματοδοτούν τις αντίστοιχες άτυπες και τυπικές συσπειρώσεις, τύπου G-7 και BRICS. Όπως σημειώνει ο συγγρα­φέας, αν στο παρελθόν είχαμε «την αντί­θεση ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνά­μεις και τις αποικίες και τις εξαρτημένες χώρες», «ο αγώνας μεταξύ των πρώτων για μοίρασμα και λεηλασία των δεύτερων, χαρακτηρίζουν και τη τωρινή διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, αν και ασφαλώς σε νέες μορφές» (σελ. 15).
Οι νεότερες εξελίξεις στο ιμπεριαλιστι­κό στάδιο του καπιταλισμού, συνδέονται ασφαλώς και με τις τεχνολογικές εξελίξεις, τις νέες μορφές οργάνωσης της παραγω­γής, τις νέες μορφές εκμετάλλευσης εργα­ζόμενων και λαών από τους πολυεθνικούς και πολυκλαδικούς ομίλους. Το άπλωμα των ελαστικών μορφών απασχόλησης, οι ιδιωτικοποιήσεις δημοσίων αγαθών, η αποδιάρθρωση των συστημάτων κοινω­νικής ασφάλισης, κ.ά., αλλάζουν τις συν­θήκες ζωής και εργασίας της εργατικής τάξης, τις μορφές συνδικαλιστικής οργά­νωσης και κινηματικής δράσης. Στη βάση των παραπάνω εξελίξεων αναπτύσσονται και διάφορες θεωρίες από αστούς θεωρη­τικούς και απολογητές του συστήματος, περί τέλους της εργατικής τάξης και του συνδικαλιστικού κινήματος, περί ταξικής ρευστότητας κ.ά.
Ο Χ.Κ. απορρίπτει τις συγκεκριμένες από­ψεις που θεωρούν ότι η παγκοσμιοποίη­ση καταργεί την ιστορική προοπτική της εργατικής τάξης, βάζοντας στη θέση της ένα «πρεκαριάτο» (Στάντινγκ) ή ότι τάχα αναιρείται αυθόρμητα ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός (Μέιζον, Χαρντ και Νέ­γκρι, κ.ά.), άρα η αναγκαιότητα και κατά προέκταση η δυνατότητα επαναστατικής υπέρβασης του (σελ. 31-33). Παρά τις δι­αφοροποιήσεις στο εσωτερικό της εργατι­κής τάξης, σε παγκόσμια κλίμακα αυξάνει αριθμητικά η δύναμη της μισθωτής εργα­σίας (πλήρους ή μερικής απασχόλησης, επίσημης και «μαύρης» εργασίας), ιδιαίτε­ρα με τη συντελούμενη «προλεταριοποί­ηση» εκατομμυρίων μεσαίων στρωμάτων στην «πόλη και το χωριό», σε περιοχές με μεγάλο πληθυσμό (Κίνα, Ινδία, Ρωσία, Βραζιλία, Ινδονησία, Νιγηρία, κ.ά.). Η συ­ντελούμενη ραγδαία ταξική πόλωση με τη συγκέντρωση πλούτου σε λίγους πολύεκατομμυριούχους από τη μια μεριά και τα δισεκατομμύρια εργαζόμενωνπρολεταρί­ων από την άλλη, φέρνει στο προσκήνιο με την αναγκαιότητα «φυσικού νόμου» την «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών». Και αυτό το κρίσιμο έργο μπορεί να φέρει σε πέρας μόνο η μεγάλη πλειοψηφία της μισθωτής εργασίας. Αυτήν ακριβώς την «εφιαλτική» προοπτική για τους κατόχους του χρηματιστικού κεφαλαίου οι υπερα­σπιστές του επιχειρούν να εμφανίσουν ως ανέφικτη.
Στο ίδιο κείμενο ο συγγραφέας αναφέρε­ται σε προηγούμενες συζητήσεις και δια­μάχες ανάμεσα σε μαρξιστές για τα θέμα­τα των αντιθέσεων του καπιταλισμού (Λέ­νιν και Λούξεμπουργκ πάνω στο ζήτημα της πραγματοποίησης της υπεραξίας και του ρόλου των εξωτερικών αγορών), των ζητημάτων της ταξικής πάλης στον ανε­πτυγμένο καπιταλισμό (οι αναλύσεις του Γκράμσι για το φορντισμό, του Λένιν στον Αριστερισμό για τους συμβιβασμούς), κοκ. Διατυπώνει έτσι γόνιμους προβληματι­σμούς όσον αφορά στην επεξεργασία μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής.
ΕΘΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΙΣΜΟΣ
Στο δεύτερο κείμενο ο Χ.Κ. καταπιάνεται με το θέμα «Μαρξισμός και εθνικό ζήτη­μα: από τους κλασικούς στην παγκοσμι­οποίηση», δείχνοντας την επικαιρότητα των αναλύσεων των κλασικών στο εθνικό ζήτημα σε σχέση με το κοινωνικό (ταξικό) ζήτημα σε συνθήκες όξυνσης των εθνι­κών αντιθέσεων επί παγκοσμιοποίησης. Ο Μαρξ παρότι στο «Κομμουνιστικό Μα­νιφέστο» τονίζει ιδιαίτερα το «ταξικό» («οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα») και το «διε­θνιστικό» («προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε»), ταυτόχρονα επισημαίνει ότι στην αστική κοινωνία υπάρχει το «έθνος των αστών» και το «έθνος των προλετα­ρίων» και ότι το «προλεταριάτο πρέπει να γίνει ηγέτιδα τάξη του έθνους», δεδομένου ότι «η αστική τάξη είναι ανίκανη να παρα­μείνει άλλο κυρίαρχη τάξη της κοινωνίας και να επιβάλλει στην κοινωνία ρυθμιστι­κό νόμο τους όρους ύπαρξής της». Επίσης με αφορμή «Το Ιρλανδικό Ζήτημα», τονίζει ότι η εργατική τάξη του κυρίαρχου κατα­πιεστικού έθνους (εννοώντας την Αγγλία) δεν μπορεί να αγωνιστεί για την απελευθέ­ρωση της αν δεν υπερασπίσει το δικαίωμα του υπόδουλου έθνους στην ελευθερία του.
Ο Λένιν στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού, θεωρούσε «τη διαίρεση των εθνών σε κα­ταπιεστικά και καταπιεζόμενα ως βασική και αναπόφευκτη». Τόνιζε ότι «ο αστικός εθνικισμός και ο προλεταριακός διεθνι­σμός είναι δύο ασυμβίβαστα εχθρικά συν­θήματα, που αντιστοιχούν στα δύο μεγά­λα ταξικά στρατόπεδα του καπιταλιστικού κόσμου και εκφράζουν δύο πολιτικές (και επιπλέον δύο κοσμοθεωρίες) στο εθνικό ζήτημα». Τέλος, θεωρούσε ότι κάθε πόλε­μος αμυντικός είναι πατριωτικός, ενώ κάθε πόλεμος κατακτητικός είναι εθνικιστικός, ιμπεριαλιστικός. Ο «αστικός εθνικισμός» υπονομεύει την ενότητα της εργατικής τά­ξης, διασπά το εργατικό κίνημα σε εχθρικά εθνικά εργατικά κινήματα. Ωστόσο πρέπει να διακρίνουμε τον «εθνικισμό του κα­ταπιεστικού έθνους» τον οποίο ο προλε­ταριακός διεθνισμός αντιπαλεύει και τον «εθνικισμό του καταπιεζόμενου έθνους» που σηματοδοτεί τον «πατριωτισμό» στον οποίον συμπαρίσταται ο προλεταριακός διεθνισμός (για εθνική απελευθέρωση, εθνική ανεξαρτησία, κατάργηση της αποι­κιοκρατίας).
Όμως εκτός από τον «αστικό εθνικισμό» έχουμε και τον «αστικό κοσμοπολιτισμό». Ο «κοσμοπολιτισμός» είναι ιδεολογία των κυρίαρχων ελίτ των ιμπεριαλιστικών δυνά­μεων για κυριαρχία στον κόσμο. Ο Λένιν τονίζει ότι «πάνω από τα συμφέροντα της πατρίδας, του λαού και κάθε τι άλλου, το κεφάλαιο βάζει την προστασία της συμμα­χίας των καπιταλιστών όλων των χωρών εναντίον των εργαζόμενων». Η ριζοσπα­στική αριστερά τάσσεται κατά του κοσμο­πολιτισμού ο οποίος αρνείται ουσιαστικά το έθνος, τις εθνικές παραδόσεις και τον εθνικό πολιτισμό των λαών. Είναι υπέρ του εθνικούπατριωτικούταξικού-διεθνιστι­κού, που έχει ως βάση την ισότιμη συνερ­γασία μεταξύ χωρών και λαών, την κατάρ­γηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, την ανάπτυξη αλληλεγγύης και αμοιβαίου σεβασμού μεταξύ των εθνών.
Το εθνικό ζήτημα αποκτά μια νέα διάστα­ση σε συνθήκες ευρωπαϊκής ολοκλήρω­σης (ολετήρας των εθνών) και νεοφιλε­λεύθερης παγκοσμιοποίησης. Το εθνικό- ταξικό-διεθνιστικό, εμφανίζεται με νέους όρους. Η νεοφιλελεύθερη αφήγηση με σημαία την ελευθερία των αγορών, επιχει­ρεί να ταυτίσει την παγκοσμιοποίηση με τη συναδέλφωση τάχα των λαών. Ωστόσο η «παγκοσμιοποίηση» επιχειρεί να υπερβεί τα «εθνικά κράτη» με στόχο την εξασφάλι­ση ελευθερίας δράσης στο μονοπωλιακό κεφάλαιο. Ειδικότερα οι άρχουσες τάξεις της ΕΕ και κυρίως της ευρωζώνης, προ­κειμένου να διασφαλίσουν ευνοϊκότερες συνθήκες εκμετάλλευσης λαών και εργα­ζόμενων και την ισχυροποίηση της κυρι­αρχίας τους, είναι διατεθειμένες να αρνη­θούν ως ένα βαθμό τις «μικρές πατρίδες» στο όνομα της «μεγάλης πατρίδας». Στην πράξη ωστόσο οι «εθνικές πατρίδες» των ισχυρών χωρών, είναι αυτές που επιβά­λουν τη θέληση τους στις «μικρές εθνικές πατρίδες» και αντίστοιχα στους λαούς και εργαζόμενους.
Με άλλα λόγια η οικοδόμηση της «ευρω­παϊκής ενοποίησης» δεν γίνεται με θεμέλιο την ισότιμη συνεργασία, αλλά στη βάση της «ισχύος και του ανταγωνισμού». Μέσα από τους υπερεθνικούς πυλώνες της ΟΝΕ (ΕΚΤ, ΣΣΑ, Δημοσιονομικό Σύμφωνο, ΕΜΣ, κ.ά.) και την χωρίς δημοκρατική νομιμο­ποίηση λήψη αποφάσεων, επιβάλλονται σε χώρες και λαούς πολιτικές που ακυρώ­νουν θεμελιώδη εργατικά, δημοκρατικά δικαιώματα και συρρικνώνουν την εθνική και λαϊκή κυριαρχία. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις χώρες που εφαρμόζουν Μνημόνια και βρίσκονται σε μόνιμη υπερεθνική επι­τήρηση, όπως η Ελλάδα.
Ο Χ.Κ. δίνει στο άρθρο έναν απολογισμό της εξέλιξης της μαρξιστικής θεωρίας για το έθνος, σημειώνοντας τη συνεισφορά των Μαρξ και Ένγκελς στη διατύπωση της ιστορικο-υλιστικής αντίληψης του ζητή­ματος, και σε συνέχεια των Κάουτσκι και Μπάουερ στην παραπέρα επεξεργασία της. Καθοριστικός όμως, εκτιμά, ήταν ο ρόλος του Λένιν στην αναπροσαρμογή και την ανάπτυξη της μαρξιστικής αντίληψης στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού, που χα­ρακτηρίζεται από τον περιορισμό όλων των μορφών της δημοκρατίας και επομέ­νως και της αυτοδιάθεσης των εθνών, με τη μετατροπή τους είτε σε αποικίες, είτε σε εξαρτημένες και εκμεταλλευόμενες χώρες. Τις συνθήκες αυτές απέτυχαν να εκτιμή­σουν ικανοποιητικά σημαντικοί μαρξιστές όπως η Λούξεμπουργκ, που δεν αντιλή­φθηκε την επαναστατική σημασία των εθνικο-απελευθερωτικών κινημάτων των λαών. Μια σειρά πιο πρόσφατες μαρξιστι­κές εργασίες, βασισμένες στις έννοιες της άνισης ανάπτυξης, της εσωτερικής αποι­κιοκρατίας, κ.λπ., δείχνουν την ικανότητα των μαρξιστών να αναλύσουν την περι­πλοκή του εθνικού ζητήματος στην εποχή της «παγκοσμιοποίησης».
Τονίζοντας ιδιαίτερα τη σημασία των ανα­λύσεων του Λένιν, για το εθνικό ζήτημα στην ιμπεριαλιστική εποχή και το δικαίω­μα της «αυτοδιάθεσης των εθνών» (μέχρι το δικαίωμα αποχωρισμού), ο συγγραφέας φέρνει αναπόφευκτα στο προσκήνιο με σύγχρονους όρους, το ζήτημα της αποχώ­ρησης χωρών από ολοκληρώσεις τύπου ΕΕ και ΟΝΕ, ως αναγκαία συνθήκη προο­δευτικής κίνησης της κοινωνίας. Με άλλα λόγια η ανάκτηση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας αποκτά για τις αδύνατες χώ­ρες ξεχωριστή σημασία, προκειμένου να απαλλαγούν από το «αγκάθινο στεφάνι» συμμετοχής στις διαδικασίες της ευρωζω­νικής ολοκλήρωσης και για την ανάπτυξη ισότιμων σχέσεων με όλες τις χώρες, πα­ράλληλα με την εφαρμογή μεταβατικού προγράμματος φιλολαϊκής εξόδου από την κρίση με ορίζοντα τη σοσιαλιστική προοπτική.
ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΙΝΑ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ  
Στο κείμενο «Η Κίνα στον 21ο αιώνα: πα­ρελθόν, παρόν και μέλλον μιας κοινωνίας γεμάτης αντιφάσεις», ο Χ.Κ. επιχειρεί μια αποτίμηση του σοσιαλιστικού εγχειρήμα­τος στην Κίνα στο φόντο των εξελίξεων της τελευταίας εικοσαετίας. Στην Κίνα, εκτιμά, ο Μάο στην περίοδο 1927-49 επεξεργάστηκε σωστή γραμμή για τη δι­εξαγωγή της αγροτικής επανάστασης με κέντρο βάρους την ύπαιθρο που οδήγησε στη νίκη την επανάσταση (σελ. 153-156). Τα στενά στοιχεία της θεώρησής του φά­νηκαν αργότερα με τις υποκειμενιστικές επιλογές του «Μεγάλου άλματος προ τα εμπρός» (1958-1961) και της «Πολιτιστικής επανάστασης» (1966-1976), ουσιαστικά το αντίστοιχο της σταλινικής βίαιης κολε­κτιβοποίησης και των εκκαθαρίσεων του 1935-38. Το αποτέλεσμα ήταν η αποδιορ­γάνωση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, μεγάλες απώλειες σε ανθρώπους και υλικά μέσα, κ.ά., γεγονός που έκανε αναπόφευ­κτη τη στροφή στις μεταρρυθμίσεις της αγοράς στη δεκαετία του 1980 (σελ. 156- 159). Σε αυτές τις επιλογές φάνηκε η θεω­ρητική στενότητα του Μάο, που σε αντίθε­ση με τον Λένιν, δεν αντιλαμβανόταν τον πλούτο της διαλεκτικής (σελ. 160).
Οι εισαγωγή των μεταρρυθμίσεων στη δεκαετία του 1980 ήταν αναγκαία και θα μπορούσε να αποτελέσει μια διαδικασία τύπου ΝΕΠ. Όμως σε αντίθεση με τον Λέ­νιν που είχε μιλήσει ανοικτά για τον καπι­ταλιστικό χαρακτήρα τους και την ανάγκη να κρατηθούν σε κάποια όρια, η ηγεσία του ΚΚ της Κίνας, όπως και η ηγεσία Γκορ­μπατσόφ στην ΕΣΣΔ, έκρυψε αυτήν την πλευρά και τους κινδύνους, παρουσιάζο­ντάς την σαν «περισσότερο σοσιαλισμό», «σοσιαλισμό με κινεζικά χαρακτηριστικά», κοκ. Το αποτέλεσμα ήταν να ξεφύγουν από τον έλεγχο και να μετατραπούν σε κα­πιταλιστική παλινόρθωση (σελ. 162-166). Σήμερα, παρά την ύπαρξη κάποιων «κατα­λοίπων» της επανάστασης (ίση κατανομή της γης, πιο εκτεταμένος κρατικός τομέας), η Κίνα είναι πλέον καπιταλιστική χώρα. Η αλματώδης ανάπτυξή της δημιούργησε όμως ένα περιφερόμενο προλεταριάτο (μετανάστες εργάτες) περίπου 250 εκατ., που είναι εξαιρετικά μαχητικό (σελ. 167- 171) και αποτελεί την ελπίδα μιας ριζο­σπαστικής αλλαγής με επίκεντρο τα ζωτι­κά συμφέροντα των εργαζόμενων και των λαϊκών στρωμάτων.
Όσο για τα υπόλοιπα κείμενα, ενδιαφέρον παρουσιάζει το κείμενο: «Ένα σχόλιο για τις θεωρίες σχετικά με τη φύση της ΕΣΣΔ» που επιχειρεί να ερμηνεύσει τις εξελίξεις με βάση τις αναλύσεις των Τρότσκι και Λούκατς για το χαρακτήρα της ΕΣΣΔ ως ένα «παραμορφωμένο εργατικό κράτος», ασκώντας παράλληλα κριτική στη θεωρία ότι η ΕΣΣΔ ήταν ένας νέος τύπος εκμεταλ­λευτικής κοινωνίας, μια μορφή «κρατικού καπιταλισμού». Επίσης το κείμενο «Από την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατο­ρίας στην πτώση των Αραβικών δικτατο­ριών: η κληρονομιά του μαρξισμού και το σήμερα», στο οποίο αναλύονται οι πρό­σφατες εξεγέρσεις στις αραβικές χώρες (η «αραβική άνοιξη»). Επίσης μεγάλο ενδια­φέρον έχουν δύο κείμενα που καταπιάνο­νται με το επίκαιρο ζήτημα του φασισμού, «Η μαρξιστική θεωρία του φασισμού στο Μεσοπόλεμο» και «Ο ιρασιοναλισμός, ιδεολογική πρωτοπορία της αντίδρασης και του φασισμού: από τον Σοπενχάουερ και τον Νίτσε ως τις μέρες μας». Τέλος τα δυο τελευταία κείμενα, αφορούν θέματα τέχνης. «Το “Κεφάλαιο” του Κώστα Γαβρά, ένα αντικαπιταλιστικό αριστούργημα» και «Μια μαρξιστική ματιά στον Καβάφη». Η ταινία του Γαβρά δίνει μια έξοχη απεικό­νιση της κίνησης των αντιθέσεων του κα­πιταλισμού στην παρούσα ιστορική στιγ­μή, ενώ στον Καβάφη υπογραμμίζεται το βαθύ ιστορικό πνεύμα του, ο ρεαλισμός και η αντίθεσή του στις σχέσεις υποταγής και καταπίεσης, ενάντια στις οποίες στρέ­φεται με δεικτική ειρωνεία.
Παρά το «μωσαϊκό» των κειμένων, το βι­βλίο του Χρίστου Κεφαλή, αγγίζει επίκαιρα ζητήματα, διακρίνεται για τον ιστορισμό του και τεκμηριωμένη ανάλυση, ενώ η ποι­κιλία των θεμάτων τονώνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
* Ο Γιάννης Τόλιος είναι διδάκτωρ οικονομι­κών, συντονιστής του ΜΑΧΩΜΕ.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας