Μακάρι να ήταν το ΔΝΤ το πρόβλημα

1860

Δεν μπορώ να ξέρω πόσο μακριά θα πάει η άρνηση της πραγματικότητας που δείχνει να ενυπάρχει σε μεγάλη μερίδα των κυβερνητικών στελεχών, αλλά έχω την αίσθηση πως η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας μάλλον δεν περίμενε τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για να διαπιστώσει τη βαθιά οικονομική ύφεση.
Με αυτά τα δεδομένα, νομίζω ότι οι χθεσινές δεσμεύσεις του Αλέξη Τσίπρα περί δίκαιης ανάπτυξης, καθώς κι οι επικλήσεις στην υπέρβαση των στόχων του μνημονιακού προγράμματος έχουν αρχίσει επικίνδυνα πλέον να θυμίζουν το success story του Αντώνη Σαμαρά.
Γιατί ακόμη κι αν πιστέψει κανείς τις εκτιμήσεις των κυβερνώντων πως η δεύτερη αξιολόγηση θα περάσει χωρίς σοβαρά επιπλέον μέτρα (κάτι που μοιάζει απίθανο), η χώρα θα εξακολουθήσει να βρίσκεται δέσμια ενός οικονομικού προγράμματος, το οποίο μόνο «δίκαιη ανάπτυξη» δεν είναι σχεδιασμένο να φέρει. Κι αυτό είναι κάτι που αποδεδειγμένα ισχύει ανεξαρτήτως της πολιτικής απόχρωσης ή των προθέσεων των εγχώριων διαχειριστών του.
Σε αυτό το πλάνο παραμένει απολύτως πιστός κι ο βασικός εμπνευστής του, το ΔΝΤ. Μας το κατέστησε εξαρχής σαφές ο Πωλ Τόμσεν, ενώ ο σχεδιασμός δεν αναθεωρήθηκε ούτε από την αποκάλυψη του (γνωστού πια σε όλους) λανθασμένου πολλαπλασιαστή, ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω στοίχισε περίπου 300 χιλιάδες θέσεις εργασίας. Κι αν τότε δεν ίδρωσε κανενός το αυτί στο Ταμείο, τι μας κάνει να πιστεύουμε πως θα γινόταν κάποιο «θαύμα» τώρα;
Επειδή όμως είναι δεδομένο πως στο σύγχρονο οικονομικό περιβάλλον, ιδιαίτερα απέναντι σε αυτούς τους οργανισμούς, θαύματα δε γίνονται, μοιάζει δύσκολο να πάρει κανείς σοβαρά την οργή του Μεγάρου Μαξίμου αλλά και του οικονομικού επιτελείου για τις «παράλογες απαιτήσεις» της Ντέλιας Βελκουλέσκου στις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις. Άλλωστε, η θέση του ΔΝΤ υπέρ της απελευθέρωσης των ομαδικών απολύσεων και κατά των συλλογικών συμβάσεων είχε καταστεί κάτι παραπάνω από σαφής από την εποχή του πρώτου Μνημονίου.
Κάτι ανάλογο προφανώς ισχύει και σε ό,τι αφορά την κυβερνητική απογοήτευση για την «αφωνία» της Κομισιόν απέναντι στις εν λόγω απαιτήσεις. Κι αυτό το γεγονός βέβαια έρχεται ως μια ακόμη απόδειξη πως η βαθιά νεοφιλελεύθερη στρατηγική του Ταμείου όχι μόνο παραφωνία δεν αποτελεί στους κόλπους των δανειστών, αλλά αντιθέτως σε αρκετές περιπτώσεις οι υπόλοιπες πλευρές κρύβονται πίσω της, προκειμένου να επιβάλλουν τις πλέον επαχθείς επιλογές τους.
Μακάρι να ήταν λοιπόν το πρόβλημα το ο Τόμσεν, η Λαγκάρντ κι η Βελκουλέσκου ή ο Σόιμπλε, η Μέρκελ κι ο Ντάισελμπλουμ. Όλοι αυτοί έχουν εδώ και πολύ καιρό επιλέξει στρατόπεδο κι επιχειρούν βάσει συγκεκριμένου στρατηγικού σχεδίου (ο καθένας από τη σκοπιά του και με τις δεσμεύσεις του) τη διεύρυνση του πεδίου επιρροής των οικονομικών συμφερόντων, που οι ίδιοι υπηρετούν.
Η άλλη πλευρά του τραπεζιού, είτε λέγεται Τσακαλώτος, είτε Χουλιαράκης, είτε όπως αλλιώς, άραγε για ποιον διαπραγματεύεται; Ποιον θεωρεί πως θα προστατέψει θεσμοθετώντας ενδεχομένως νέα σκληρά μέτρα, και μάλιστα για περίοδο (μετά το 2019) για την οποία η σημερινή κυβέρνηση δεν έχει δημοκρατική νομιμοποίηση, κι από τι ακριβώς; Τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα από τον Κυριάκο Μητσοτάκη ή από το «λόμπι της δραχμής»; Κι αν οι ίδιοι είναι ακόμη διατεθειμένοι να παραμυθιαστούν με κάτι τέτοια, θεωρούν πως υπάρχουν πολλοί που μετά από επτά χρόνια θα δείξουν ανάλογη διάθεση;

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας