ΛΑΕ και δημοσκοπήσεις: Μια άλλη ανάγνωση

6725
κάλπες

Σε όλη την περίοδο που ακολούθησε τις εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015 η Λαϊκή Ενότητα εμφανίζεται πολύ χαμηλά στις δημοσκοπήσεις και μάλιστα ακόμη πιο κάτω και από το εκλογικό της ποσοστό (2.86%). Ας θεωρήσουμε ότι οι δημοσκοπήσεις αυτές είναι 100% έγκυρες και καθόλου «πειραγμένες» και ότι η σημερινή εκλογική της επιρροή κινείται μεταξύ 1% και 2.5%. Τι σημαίνει άραγε αυτό; Είναι η κατάσταση τόσο τραγική για την κοινωνική απήχηση του κόμματος; Χρειάζεται τα μέλη να απογοητευτούν; Η απάντηση είναι «Ασφαλώς όχι». Και εξηγούμαι.

Το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα το 2008 ήρθε να διαρρήξει την παραδοσιακή, από το 1974, εναλλαγή στην εξουσία μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας ενώ παράλληλα ρευστοποίησε το κομματικό σύστημα και συνέβαλε στην ανάδειξη ενός μικρού κόμματος, του ΣΥΡΙΖΑ, στην κυβέρνηση το 2015. Όμως, η χαλάρωση των στενών κομματικών δεσμών και της ιδεολογικής ταύτισης των ψηφοφόρων των παλαιών κομμάτων είχε ήδη ξεκινήσει από τη δεκαετία του ‘90. Οι πολίτες ψήφιζαν τα δύο κόμματα χωρίς να αισθάνονται κάποιο ιδιαίτερο δέσιμο. Ακόμη και στις εκλογές του 2009, πριν το 1ο μνημόνιο, όπου οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ συσπειρώθηκαν γύρω από την υποψηφιότητα του Γιώργου Παπανδρέου. Η υπογραφή του μνημονίου ωστόσο διέλυσε το ΠΑΣΟΚ και η πλειοψηφία των ψηφοφόρων του μετακινήθηκαν χωρίς μεγάλη δυσκολία στην Αριστερά. Οι αδύναμες κομματικές ταυτίσεις συνεχίζονται και σήμερα που ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί ακριβώς την ίδια πολιτική. Αυτό καταδεικνύεται και από τα πολύ υψηλά νούμερα που εμφανίζει η αδιευκρίνιστη ψήφος στις δημοσκοπήσεις. Με την έννοια αυτή το εκλογικό και δημοσκοπικό τοπίο μοιάζει περισσότερο με κινούμενη άμμο παρά με παγιωμένη κατάσταση.

Έτσι λοιπόν όλα είναι ανοιχτά και όλα δυνατά να συμβούν μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Θυμίζω μόνο την εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ μεταξύ των δύο εκλογών του Μαΐου – Ιουνίου 2012 από το 16,78% στο 26,89% μέσα σε ένα μόλις μήνα. Σε μια προεκλογική περίοδο. Ο νέος διπολισμός μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Νέας Δημοκρατίας δεν έχει τα χαρακτηριστικά εκείνου μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ της δεκαετίας του ‘80. Η συνέχιση των μνημονιακών πολιτικών από το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την εκλογική του αποτυχία όχι όμως και για την ανάκαμψη των ποσοστών του υπό το συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο.

Είναι, επομένως, μεθοδολογικό λάθος να παίρνουμε μια ή πολλές δημοσκοπήσεις, που απλώς αποτυπώνουν την εικόνα μιας, μη προεκλογικής, περιόδου και να την μετατρέπουμε σε μελλοντικό εκλογικό αποτέλεσμα. Μιας περιόδου όπου η απογοήτευση του κόσμου, η ύφεση των κοινωνικών αγώνων και η πολυδιάσπαση της Αριστεράς ασφαλώς δυσχεραίνουν την αύξηση της επιρροής της. Ακόμη περισσότερο καθότι οι πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ διαλύουν τα φτωχά και μεσαία στρώματα στο όνομά της. Όμως, οι κοινωνικές αιτίες που προκαλούν πολιτικές ανατροπές και εκλογικές ανακατατάξεις είναι υπαρκτές και κλιμακούμενες και επομένως το πεδίο πάντα ανοιχτό.

Αυτό σημαίνει ότι τα μέλη της ΛΑ.Ε χρειάζεται να εφησυχάζουν; Η απάντηση είναι και πάλι «ασφαλώς και όχι». Η ρευστότητα του κομματικού συστήματος αποτελεί την «αναγκαία» αλλά όχι απαραίτητα και «ικανή» συνθήκη για την άνοδο της Αριστεράς. Ο κατακερματισμός και το σύνδρομο της ήττας είναι ακόμη ορατά και επηρεάζουν τον τρόπο παρέμβασης της. Ο ευρύτερος χώρος ψάχνει να βρει ακόμη τα κομμάτια του και οι προσπάθειες κοινής δράσης είναι εμβρυακές. Την ίδια στιγμή έχουμε να αναμετρηθούμε και με την απογοήτευση των υποτελών τάξεων προς όλο το πολιτικό σύστημα ανεξάρτητα με τη στάση του κάθε κόμματος.

Παρ’ όλα αυτά η σημερινή περίοδος δεν κυοφορεί μόνο δυσκολίες αλλά και προοπτικές. Υπ΄αυτό το πρίσμα η ΛΑ.Ε χρειάζεται να αναγνώσει σωστά την πολιτική συγκυρία, να επεξεργαστεί βαθύτερα και με μεγαλύτερη πειστικότητα το εναλλακτικό της σχέδιο, να εκσυγχρονίσει το δημόσιο της λόγο, να πιστέψει πραγματικά στα νέα της στελέχη και τη νέα γενιά, να βρει καινούριους πιο αποτελεσματικούς τρόπους πολιτικής παρέμβασης, να διευρύνει τη δράση της στο κοινωνικό πεδίο, να αναλάβει ενωτικές αντιμνημονιακές πρωτοβουλίες στο χώρο της Αριστεράς και να μην έχει το «μυαλό» της στις δημοσκοπήσεις.

Η συγκυρία στην Ελλάδα και διεθνώς γίνεται εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Οι πολιτικές ανακατατάξεις είναι συνεχείς και πραγματικά ο ιστορικός χρόνος συμπυκνώνεται. Σ αυτές τις περιστάσεις δεν χρειάζεται ούτε πανικός, ούτε απογοήτευση. Ο χρόνος είναι μπροστά και οι δημοσκοπήσεις στο παρόν στάδιο δε λένε και πολλά πράγματα, ούτε μπορούν να επικαθορίζουν την πολιτική μας. Όπως άλλωστε έλεγε πρόσφατα μια Βελγίδα εκλογική αναλύτρια «Για να ανέβει δημοσκοπικά ένα πολιτικό κόμμα το πρώτο πράγμα που έχει να κάνει είναι ακριβώς να μην πολιτεύεται στοχεύοντας τις δημοσκοπήσεις».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας