– Έλα εδώ Ιησού Χριστέ! Θα μπορούσες να είσαι ομοφυλόφιλος;
– Συ είπας!
– Τότε καλά σου κάνανε και σε σταυρώσανε οι Εβραίοι. Γέννημα της κόλασης, καταραμένη αδερφή.
– Δεν με σταύρωσαν οι Εβραίοι, με σταύρωσαν οι άνθρωποι. Κι εσύ Αμβρόσιε, αν είσαι Χριστιανός, γιατί δεν αγαπάς τους πλησίον σου;
– Ποιους; τις αδερφές, τους Εβραίους, τους κομμουνιστές; Αυτοί είναι αμαρτωλοί και πρέπει να τους κάψεις στην κόλαση.
– Δεν καίει ανθρώπους στην κόλαση η αγάπη, Αμβρόσιε! Η αγάπη συγχωρεί ακόμα και σένα.
– Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά! Ο Πονηρός σε έβαλε για να με βάλεις εις πειρασμόν. Αλλά όμως, άσε τις φιλοσοφίες. Είσαι της Εκκλησίας; τι είσαι; Δεσπότης; παπάς; διάκος; Ως τι μιλάς; Να ακούς τι λέει η Εκκλησία και να μη μιλάς!
– Λέει η Εκκλησία ότι είναι συμμορίτες μερικοί από τους γιους των ανθρώπων; Ευλογεί η Εκκλησία τα τέρατα που έκαψαν τους ανθρώπους στο Ολοκαύτωμα;
– Η Εκκλησία λέει ό,τι λέω εγώ! Στην επισκοπή μου κουμάντο κάνω εγώ! Άκου να σου πω, Χριστέ! Εγώ έχω το παγκάρι, εγώ έχω και το κουμάντο. Και τ’ άλλα για τους Οβριούς να πας να τα πεις στον Πάπα που τα ’κανε πλακάκια με τον Χίτλερ. Να πας να τα πεις στο Άγιον Όρος που έγραφε γράμματα στον Φύρερ καλώς να ’ρθει και καλώς να διαφεντέψει.
– Ξεχνάς Αμβρόσιε τους παπάδες που βγήκαν αντάρτες στην Κατοχή;
– Κι εσύ Χριστέ, ξεχνάς πόσους αντάρτες κρεμάσαμε με τις ευλογίες των παπάδων και των Δεσποτάδων; Αλλά πάντα τέτοιος ήσουνα! Ξυπόλητος και ζητιάνος, γούσταρες τις πόρνες και κυνήγαγες τους νοικοκυραίους. Τι χαμογελάς;
– Πού το βρήκες τόσο μίσος μέσα στη θρησκεία της αγάπης, Αμβρόσιε; Δύο χιλιάδες χρόνια σκέψεις, συζητήσεις, πράξεις, τίποτα δεν κατάλαβες; Τόσες χιλιάδες βιβλία, τίποτα δεν διάβασες; Σύνοδοι, αιρέσεις, Ιερά Εξέταση, τίποτα δεν έμαθες;
– Άκου να σου πω, Χριστέ! εγώ ένα ξέρω! Αυτά που λες δεν είναι πράγματα χριστιανικά. Έχεις έρθει για να με πειράξεις. Εγώ είμαι άνθρωπος θεοσεβούμενος. Ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο έτσι όπως είναι. Έτσι τα βρήκαμε, έτσι θα τα παραδώσουμε. Ο άντρας, άντρας και η γυναίκα, γυναίκα. Αρκεί να φοβάται τον άνδρα. Δικός σου δεν ήταν ο Απόστολος Παύλος που έλεγε ότι οι γυναίκες είναι δεν είναι άνθρωποι; Τι μου την πέφτεις εμένα, Χριστέ, και δεν την πέφτεις στον Πατέρα Σου; Για τους αρσενοκοίτες δεν άκουσες τίποτα; Για την τιμωρία του Θεού στα βδελύγματα δεν ξέρεις τίποτα; Για τους Οβριούς που σε σταυρώσανε κάνεις τον χαζό; Τράβα, φύγε, με σκοτίζεις.
– Αμβρόσιε, αχ Αμβρόσιε…
– Τι μου τσαμπουνάς; Ήρθες, λέει, βαλείν μάχαιραν, να αλλάξεις τον κόσμο. Τίποτα δεν άλλαξες. Αλλά κι εμένα, ό,τι και να κάνω, συγχωρεμένο με έχεις. Θα μισώ λοιπόν όσο γουστάρω, τα ράσα μου και η μπάκα μου, δεν θέλω συγχώρεση, υποκριτή, με αυτά που λέω θα έπρεπε να με έχεις κάψει. Τι δακρύζεις; σου μπήκε κανένα αγκάθι απ’ το στεφάνι σου στο μάτι;
– Υπάρχει χρόνος για μετάνοια, Αμβρόσιε.
– Για ποιο πράγμα να μετανιώσω; Νομίζεις δεν ξέρω τι είμαι; Νομίζεις ότι θα μου το μάθεις εσύ; Εσύ δεν λες και ξαναλές για την ελευθερία της βούλησης; Εγώ λοιπόν επέλεξα. Υπάρχουν άνθρωποι και ανθρωπάκια. Εσύ προσεύχεσαι για τα ανθρωπάκια κι εγώ αν ήμουν όπως με θέλεις, δεν θα είχα τώρα τι να σου πω. Αυτό θέλεις; Αυτό θέλεις να σου πω; ότι δεν έχω τι να σου πω;
– Αμβρόσιε, δεν έχεις πολύ καιρό μπροστά σου. Σύντομα θα έρθεις στην αγκαλιά μου και θα κριθείς.
– Και λοιπόν; με αγαπάς και θα με συγχωρήσεις.
– Τότε, γιατί δεν κάνεις κι εσύ το ίδιο, Αμβρόσιε;
– Τι; να συγχωρήσω τους ομοφυλόφιλους;
– Δεν είσαι καλύτερος από τους άλλους για να τους συγχωρείς τέκνο μου, απλώς να τους αγαπάς.
– Πάλι τα ίδια! Αγάπη, αγάπη, αγάπη.
– Μα αν δεν αγαπάς, γιατί έγινες Χριστιανός, Αμβρόσιε;
– Δεν έγινα, γεννήθηκα.
– Χμ, πρόβλημα! Ουκ έστιν βασιλεύς ή στρατιώτης, δεν γεννιέσαι Έλληνας ή Χριστιανός, Αμβρόσιε, γίνεσαι.
– Αίρεση, Αίρεση!
– Αμβρόσιε…;
– Αίρεση! Άθεοι! Κομμουνιστές! Εμένα το αίμα μου είναι ελληνικό!
– Ρέζους αρνητικό είναι,Αμβρόσιε!
– Μη μου κάνεις πλακίτσες εμένα. Στο τέλος θα με βγάλεις και ανώμαλο.
– Δεν υπάρχουν ανώμαλοι, Αμβρόσιε! Όμως σε ένα έχεις δίκιο, άχρονος Εγώ, χάνω τον χρόνο Μου μαζί σου, όσο δεν τα παρατάς όλα, προκειμένου να Με ακολουθήσεις. Σου προσφέρω τη θέση του μαθητή Μου.
– Φύγε! Φύγε όνειρο κακό, φύγε Πειρασμέ. Εγώ είμαι ο Αμβρόσιος, ο Δεσπότης, υμνολογώ τα έργα Σου και τα Πάθη Σου, ξέρω τους Πατέρες απ’ έξω κι ανακατωτά, είμαι ταπεινός, πλένω τα πόδια του ομοφυλόφιλου και δίνω καταφύγιο στον κομμουνιστή, τον μετανάστη και τον φυλακισμένο,
αρκεί να μην είναι αμαρτωλοί. Ακούς, Χριστέ! Αρκεί να μην είναι ομοφυλόφιλοι, πόρνες, μετανάστες και κομμουνιστές! Ακούς, Χριστέ;!
***
– Πολύ σκοτάδι, Αμβρόσιε, άναψε το φως.
– Αναμμένο είναι…
*Πηγή: topontiki.gr
Μ’ αυτά κ μ’ αυτά και μια που έρχεται Λαμπρή,ας θυμηθούμε,ποιοι είναι αυτοί που σταύρωσαν το Χριστό.Όχι οι Εβραίοι βέβαια.Κατά την εβραϊκή νομοθεσία η θανατική ποινή εκτελούνταν με λιθοβολισμό.Έτσι δεν υπήρχε δήμιος,αλλά συμμετείχε όλη η κοινότητα που είχε συλλογικά την ευθύνη και υπό προϋποθέσεις η ποινή μπορούσε να ακυρωθεί.Αυτό έγινε και με τη μοιχαλίδα,που έσωσε ο Χριστός.Η σταύρωση ήταν ρωμαϊκή ποινή,που επιβάλλονταν για την όποια αμφισβήτηση της εξουσίας.Οι Εβραίοι ήταν ένας καταχτημένος λαός.Η ληστεία,όπως και η ανταρσία τιμωρούνταν σαν απείθεια κατά της αρχής και μ’ αυτή την κατηγορία σταυρώθηκε και ο Χριστός και οι δυο ληστές δίπλα του.