«Θύμα Σεξουαλικής παρενόχλησης και ακραίου Σεξισμού»

1665
θεατρίνοι

Αν και οι επισκέψεις μου σε BAR έχουν μειωθεί τα τελευταία χρόνια δραστικά, αν όχι απελπιστικά, περνώντας έξω από ένα BAR που κάποτε το επισκεπτόμουν τακτικά, διέβην τον Ρουβίκωνα της αναγκαστικής ποτοαπαγόρευσης που μου έχει επιβληθεί και εγκαταστάθηκα στη μπάρα του.

Μάταια μέσα στο ημίφως αναζήτησα γνωστά πρόσωπα του παρελθόντος, συνπότες και συλειτουργούς σε ολονύχτιες Βακχείες και ατέρμονες συζητήσεις, επί παντός του επιστητού.

Ο πάγκος του Μπαρ προσκυνητάρι που στον απέναντι καθρέφτη, καθρεφτίζονται εξαϋλωμένα τα πρόσωπα των «Αγίων», από την επήρεια του αλκοόλ και το παιχνίδισμα των φωτοσκιάσεων.

Το πρόσωπο του Μπάρμαν μου είναι άγνωστο.

Αλλαγή φρουράς σκέφτηκα.

Ο Μπάρμαν ιερό πρόσωπο εξομολογητής, παρηγορητής, προθιερέας, οινοχόος και αρχιτρίκλινος.

Οι Θαμώνες των Μπαρ εναλλάσσονται, πραγματοποιούν Θητείες, αποχωρούν, αποστρατεύονται.

Εγώ ως απόστρατος μακράς Θητείας, παραγγέλνω ένα Haig με πάγο και βυθισμένος στις σκέψεις μου, ανακαλώ το παρελθόν, δυσανασχετώ με το παρόν, αποφεύγοντας επιμελώς έστω και να ψηλαφίσω το μέλλον.

Τις σκέψεις μου διακόπτει μια γυναικεία φωνή.

Μια κυρία έχει καθίσει στο ακριβώς διπλανό σκαμπώ, χωρίς να έχω αντιληφθεί την άφιξή της και την παρουσία της.

– Μπορώ να έχω τη φωτιά σας;

Γυρίζω προς το μέρος της κρατώντας τον αναπτήρα για να ανάψω το τσιγάρο της, που ήδη βρίσκονταν στα χείλη της.

Αυτή με μια απαλή κίνηση, πιάνει τον καρπό του χεριού μου και οδηγεί την φλόγα, στην άκρη του τσιγάρου της.

Η έκπληξη ζωγραφίζεται στο πρόσωπό μου, ενώ καταλαβαίνω από τα μάτια της και το αχνό χαμόγελό της, πως διασκεδάζει από την κατάσταση στην οποία έχω περιέλθει.

Το «εξασκημένο» μάτι μου στην «εξιχνίαση» του γυναικείου σώματος – ίσως αποτέλεσμα της «κοινωνικής κατασκευής» του αντρικού μου φύλου – πέφτει στο βαθύ ντεκολτέ ενός μπούστου, που με δυσκολία συγκρατούσε ένα πλούσιο στήθος.

Την κοιτάζω μέσα από τον καθρέφτη.

Γυναίκα «παλιάς κοπής». Την υπολογίζω γύρω στα πενήντα.

Η «πατίνα» του χρόνου της προσέθετε γοητεία, και της προσέδιδε αυτοπεποίθηση.

Γυρίζει προς το μέρος μου και με ρωτάει αν μπορεί να μου προσφέρει, ένα ποτό.

Δέχομαι, αλλά ταυτόχρονα νιώθω, ότι ίσως να υφίσταμαι «σεξουαλική» παρενόχληση.

Προσπαθώ να υποτάξω με κάθε τρόπο, τον φαλλοκράτη που κρύβω μέσα μου.

Έρχεται το ποτό, γίνεται η πρόποση, ενώ οι ματιές μας διασταυρώνονται.

Τρέμω στην ιδέα ότι μπορεί να πέσω θύμα «σεξιστικού» bullying.

Αντιλαμβάνεται την δεινή θέση μου και μου απευθύνει τον λόγο.

– Ελάτε, ας γνωριστούμε με λένε Μυρτώ, εσάς πώς σας λένε;

– Γιώργο απαντάω, σχεδόν τραυλίζοντας.

Τείνει το χέρι της και ‘γω δίνω το δικό μου, που ήδη είχε ιδρώσει.

Η χειραψία παρατεταμένη. Για μια στιγμή πίστευσα ότι θα διαρκέσει αιώνια.

Από τον φόβο της «αιωνιότητας», τραβάω απότομα το χέρι μου, ενώ αυτή μειδιά με την αδέξια κίνησή μου.

– Κατανοώ πως σας πανικόβαλα μου λέει συγκαταβατικά, αλλά ο αυθορμητισμός που με διακρίνει, είναι αποτέλεσμα της βιολογικής υπόστασης του φύλου μου.

Πίνω μια γερή γουλιά ουίσκι, με βιαστικές κινήσεις ανάβω ένα τσιγάρο, προσπαθώντας να αναπτύξω μία αξιοπρεπή απολογία.

Η απολογία μου; Αξιοθρήνητη.

Συντρίμμια, από τα αδηφάγα μάτια της και το λάγνο χαμόγελό της.

Η «κοινωνική κατασκευή» του φύλου μου όχι απλώς υπέστη ρωγμές, αλλά κατέρρευσε με πάταγο, απελευθερώνοντας τον «Νεάντερταλ» που ματαίως καταπίεζα.

Κάνοντας νεύμα προς τον Μπάρμαν, παράγγειλα άλλα δύο ποτά και απευθυνόμενος προς την Μυρτώ, της ανακοίνωσα γεμάτος έξαψη.

– Μυρτώ, απόψε διέπραξες μια απελευθερωτική «Ανδροκτονία».

Εκείνη χαμογέλασε, άπλωσε το χέρι της, έπιασε το δικό μου και μου εκμυστηρεύτηκε, πως είναι η ειδικότητά της.

-Ναι Μυρτώ και εγώ, προσφέρομαι ως σφάγιο.

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας