Η επιλογή Τραμπ να ανοίξει με τον τρόπο που άνοιξε το κεφάλαιο «Ιερουσαλήμ», είναι μια στρατηγικού χαρακτήρα επιλογή, προϊόν σχεδιασμού του Αμερικανικού κατεστημένου, που στο «αιτιολογικό» της προφίλ, έχει την ανάγκη ενός «τρελού» τολμήματος που θα επιχειρούσε να την ξεδιπλώσει…
Στην ουσία της όμως αποτελεί ευρύτατης στρατηγικής σημασίας χειρισμό, και ως τέτοιος δεν μπορεί να διαβάζεται μόνο κατά την εμφαινόμενη πλευρά των γεγονότων.
Ωστόσο… Ένας εύκολος και αβασάνιστος συμψηφισμός απωλειών και ωφελημάτων επιχειρείται, μετά από την νέα τροπή που προσέδωσε στις εξελίξεις η απόφαση Τραμπ για το ζήτημα της Ιερουσαλήμ, και ειδικά μετά από τα διαδραματισθέντα κατά την πρόσφατη Γ.Σ του ΟΗΕ όπου ετέθη το συγκεκριμένο ζήτημα, με τα γνωστά αποτελέσματα.
Κοινός τόπος των επιπόλαιων αυτών προσεγγίσεων, είναι η υποτιθέμενη προχειρότητα με την οποία πιθανολογείται ότι διαχειρίστηκαν οι Αμερικανοί, μια κορυφαία στρατηγική κίνηση, στη διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα.
Είναι προφανές πως πρόκειται για βιαστική και άκρως επιφανειακή εκτίμηση, και είναι επίσης καταφανές πως όλα τα σχετιζόμενα με τη συγκεκριμένη στρατηγικού χαρακτήρα πρωτοβουλία, υποβαθμίζονται σε βαθμό ανεπίτρεπτο από στρατευμένους ή πλημμελώς σταθμίζοντες τα δεδομένα «αναλυτές».
Το πρώτο πράγμα που δεν σταθμίζεται με το πραγματικό ειδικό του βάρος, είναι πως η εμφανιζόμενη ως απόφαση Τραμπ, δεν αφορά αυτοτελώς στο ζήτημα της Ιερουσαλήμ, αλλά συνολικότερα στο Μεσανατολικό πρόβλημα, του οποίου η…
πρωτοφανής ρευστότητα, προσδιορίζεται στη συγκεκριμένη ιστορική εποχή, με εντελώς καινούριους όρους.
Το δεύτερο ζήτημα το οποίο δεν συνυπολογίζεται, είναι πως ο καινούριος κύκλος ευρύτατης γεωστρατηγικής παρέμβασης από τη μεριά των ΗΠΑ, ξεδιπλώνεται μετά από μια θεμελιώδη διπλή γεωστρατηγική ήττα. Πρόκειται για μια ήττα που συμπυκνώνεται στην ακύρωση ενός συνολικότερου σχεδιασμού μετά την κατάρρευση της «Αραβικής Άνοιξης», και οριστικοποιείται μετά από την καθολική ανατροπή ενός πακέτου επιδιώξεων που αφορούσε στους σχεδιασμούς στο μέτωπο της Συρίας.
Η τρίτη παράμετρος που αποσυνδέεται με τρόπο μεθοδολογικά προκλητικό, είναι η πολυπαραγοντική φυσιογνωμία στην ευρύτερη γεωπολιτική σκακιέρα. Κι αυτό δεν είναι κάτι που εξαντλείται στο επίπεδο της διαπίστωσης, αλλά το πρώτιστο καθήκον για τα επιτελεία, είναι αυτό της επιλογής αλλά και της ανάθεσης ρόλων για την επόμενη μέρα.
Μια τέταρτη πλευρά που δεν μπορεί να υποτιμηθεί, σχετίζεται με την αντιφατική υπόσταση της Τουρκίας, ως γεωπολιτικό μέγεθος στους σχεδιασμούς της επόμενης μέρας. Η οριστική της απώλεια από τη λίστα των δυναμικών γεωστρατηγικών παραμέτρων, μοιραία θα καταγραφεί όχι μονάχα ως θεμελιώδης στρατηγική ήττα για τον Αμερικανικό γεωστρατηγικό σχεδιασμό, αλλά ως ένα μέγεθος που αποκτά άλλου είδους υπόσταση ΚΑΙ στην αυτοτέλειά της ως ισχυρή ανταγωνιστική Ευρασιατική περιφερειακή δύναμη, αλλά ΚΑΙ στην αλληλοσύνδεσή της με τη Ρωσική στρατηγική ενδυνάμωση, στα τεκταινόμενα σε ολόκληρη την Ευρασία.
Βεβαίως, στο πλαίσιο αυτής της εξέλιξης, ένας πέμπτος επίσης ισχυρός και διόλου απρόβλεπτος παράγοντας, είναι η διαφαινόμενη πιθανότητα μιλιταριστικής γεωστρατηγικής αναβάθμισης, του ισλαμικού κόσμου στο σύνολό του, με έναν πολλαπλά αναβαθμισμένο ρόλο της Τουρκίας, στο περιβάλλον των συντελούμενων διεργασιών.
Στη βάση λοιπόν των παραπάνω διαπιστώσεων, είναι φανερό πως η επιλογή Τραμπ να ανοίξει με τον τρόπο που άνοιξε το κεφάλαιο «Ιερουσαλήμ», είναι μια στρατηγικού χαρακτήρα επιλογή, προϊόν σχεδιασμού του Αμερικανικού κατεστημένου, που στο «αιτιολογικό» της προφίλ, έχει την ανάγκη ενός «τρελού» τολμήματος που θα επιχειρούσε να την ξεδιπλώσει… Στην ουσία της όμως αποτελεί ευρύτατης στρατηγικής σημασίας χειρισμό, και ως τέτοιος δεν μπορεί να διαβάζεται μόνο κατά την εμφαινόμενη πλευρά των γεγονότων.
Πρόκειται επομένως για έναν χειρισμό μέσα από τον οποίο συνυπολογίζονται ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΝΤΕ παραπάνω παράμετροι που επισημάνθηκαν, μέσα από τον οποίο οι Αμερικανοί αποκαλύπτουν πως έχουν «κλειδώσει» συγκεκριμένο στρατηγικό σχέδιο, σε μια προσπάθεια ενεργητικότερης παρέμβασης με στόχο την ανάκτηση του ελέγχου στην ευρύτερη περιοχή.
Μια τέτοια ευρύτατη στρατηγική στόχευση, μοιραία προσλαμβάνει το χαρακτήρα επιθετικής διαχείρισης γεωπολιτικών αναλωσίμων, και αυτό πρακτικά σημαίνει τρία πράγματα:
- Πρώτον: Το κεφάλαιο Τουρκία θα πρέπει να κλείσει εδώ και τώρα ή ως οριστική απώλεια ή ως αμετάκλητη και μακροχρόνια ανάκτηση.
- Δεύτερον: Το κεφάλαιο αναφυόμενες περιφερειακές δυνάμεις, θα πρέπει να επιλέξει ανάμεσα σε εντελώς διακριτό ρόλο ή σε στρατηγική δύναμη στην οποία θα πρέπει να δορυφοριοποιηθεί.
- Τρίτον: Το διαρκές γεωστρατηγικό διακύβευμα που λέγεται δρόμοι της ενέργειας, στα πλαίσια ισχυρών γεωστρατηγικών και οικονομικών ανταγωνισμών, θα πρέπει να διευθετηθεί μακροχρόνια και με τον καλύτερο δυνατό για τους Αμερικανούς τρόπο.
Στο πλαίσιο λοιπόν της παραπάνω στρατηγικής επιδίωξης, η οποία προφανώς διαμορφώνεται ΚΑΙ εξ αιτίας της πιεστικής επίδρασης κορυφαίων ισχυρών γεωστρατηγικών ανταγωνιστών (Ρωσία, Κίνα), μορφοποιείται και μια αντίστοιχη τακτική διαχείριση, μέσα από την οποία εγκαινιάζεται με τρόπο δραματικό, μια νέα πολλαπλά επικίνδυνη εποχή στο χαρακτήρα των υπέρθερμων γεωπολιτικών αντιπαραθέσεων.
Όλα δείχνουν πως η Αμερικανική στρατηγική, έχει ως προς αυτό τουλάχιστον μια τριπλή στόχευση, και στα πλαίσια της υλοποίησής της έχει υιοθετήσει και μια καινοφανή αλλά διόλου ευτελή στρατηγικά μεθοδολογία.
- Το πρώτο που επιδιώκει, είναι να σύρει την αυτονομημένη Τουρκία σε ακραίους τυχοδιωκτισμούς, που ή θα οδηγήσουν στην αποκαθήλωση του πολιτικού της προσωπικού ή θα δημιουργήσουν προϋποθέσεις ικανές να δρομολογήσουν ακόμη και το διαμελισμό της. Θεωρητικά, η πολλά υποσχόμενη επιλογή, είναι ο συνδυασμός και των δύο επιδιώξεων, και αυτή δεν πρέπει να αποκλειστεί στο πλαίσιο μιας μακρόπνοης στόχευσης.
- Το δεύτερο που αποζητά, είναι τον γεωπολιτικό εκφυλισμό κάθε υπολογίσιμου γεωπολιτικού μεγέθους που εδράζεται στην ευρύτερη περιοχή, έτσι ώστε να καταστεί και προοπτικά απαγορευτική η πιθανότητα κάθε ανεξέλεγκτης γεωστρατηγικής διεργασίας στο μέλλον.
- Το τρίτο που αντικειμενικά σταθμίζει, είναι την πιθανότητα να συρθεί σε μια αναγκαία ανακατανομή των σφαιρών επιρροής με τους λοιπούς ισχυρούς στο περιβάλλον ενός πολυπολικού κόσμου, και μπρος σε αυτό το ενδεχόμενο, αυτό που επιδιώκει είναι, αν οδηγηθεί σε μια τέτοια εξέλιξη, αυτό να συμβεί με τους καλύτερους δυνατούς όρους για τις ίδιες τις ΗΠΑ.
Σε αυτό το περιβάλλον είναι φανερό πως η ευρύτερη περιοχή εγκλωβίζεται επικίνδυνα στις Συμπληγάδες της υψηλής στρατηγικής, και εξ αυτού του λόγου, κάθε πρόσκαιρος στρατηγικός προσεταιρισμός, ενδεχομένως καταδεικνύει το πιθανό αναλώσιμο – θύμα της επόμενης μέρας.
Επομένως, δίπλα από τον αποπροσανατολιστικό καιροσκοπισμό των επιφανειακών αναλύσεων, οφείλουμε ως κοινωνία να καταδεικνύουμε και τη σοβαρή ιστορική ευθύνη ενός πολιτικού προσωπικού που απογυμνώνει τη χώρα από τις αυτονόητες στρατηγικού χαρακτήρα άμυνες που οφείλει να διαθέτει, και την παραδίδει ως φτηνό γεωπολιτικό αναλώσιμο, βορά στους επικίνδυνους υπερεθνικούς σχεδιασμούς που κινούνται έξω και σε αντίθεση με το σκληρό πυρήνα των ίδιων των εθνικών μας συμφερόντων.
Η οργάνωση της πολιτικής πάλης, με στόχο την πολιτική ανατροπή και την ανάδειξη μιας ισχυρής Δημοκρατικής και Πατριωτικής Εξουσίας, που θα καταστήσει το λαό μας πρωταγωνιστή και θεματοφύλακα των εξελίξεων, είναι περισσότερο επείγουσα παρά ποτέ, μέσα σε αυτό το πυρακτωμένο και επικίνδυνα αντιφατικό περιβάλλον.