Γκέοργκ Λούκατς, «Αισθητική της μουσικής» – Εκδόσεις «Τόπος», Αθήνα 2018. Επίμετρο, μετάφραση, γλωσσάρι όρων: Πάνος Ντούβος.
Ήταν πέρσι, τέτοιον καιρό, που το όνομα του μεγάλου Ουγγροεβραίου μαρξιστή φιλόσοφου Γκέοργκ Λούκατς ερχόταν στην επικαιρότητα, με την απόφαση του ακροδεξιού πρωθυπουργού της Ουγγαρίας, Βίκτορ Όρμπαν, να βάλει λουκέτο στο ίδρυμα που είναι αφιερωμένο στο έργο του. Επρόκειτο, βεβαίως, για ρεβανσισμό των ηττημένων του 1945, με μια όλο και πιο συχνά εμφανιζόμενη μορφή διεξαγωγής της ιδεολογικής αντιπαράθεσης έναντι των ηττημένων του 1989-91.
Από πολλούς, ο Λούκατς έχει χαρακτηριστεί «πατέρας του δυτικού μαρξισμού», σε διαφοροποίηση από τον κυρίαρχο στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα «σοβιετικό μαρξισμό». Και ο κύριος λόγος είναι ότι το έργο του συνιστά μια πρόταση επιστροφής στη σκέψη του Χέγκελ, έτσι όπως είχε γίνει κατανοητή από τον Μαρξ και όπως είχε αναπτυχθεί στο πλαίσιο της κοσμοθεωρίας του διαλεκτικού και του ιστορικού υλισμού. Έτσι ώστε, καμιά συζήτηση για τον μαρξισμό του 20ού αιώνα να μη μπορεί να διεξαχθεί χωρίς να αναμετρηθεί με τη σκέψη του Ουγγροεβραίου μαρξιστή φιλόσοφου. Ακόμη και στις περιπτώσεις που η συζήτηση έχει ως σημείο εκκίνησης την απόρριψη του χεγκελιανισμού του και των δογματικών σχημάτων του διαλεκτικού υλισμού.
Κατά συνέπεια, η όποια αναφορά στο έργο του δεν μπορεί παρά να παίρνει υπόψη αυτή τη σχέση με τον χεγκελιανισμό, τόσο διακριτά αποτυπωμένη στο κύριο και πιο σημαντικό του βιβλίο, το «Ιστορία και ταξική συνείδηση». Σε σημείο ώστε να μπορεί να επικριθεί για καθήλωση σε ένα είδος μαρξισμού που δεν ανταποκρίνεται στο έργο του Μαρξ, αφότου αυτός πραγματοποίησε την υπέρβαση των νεανικών του χεγκελιανών επιρροών.
Συνάμα, ο Λούκατς υπήρξε ένας από τους σημαντικούς μαρξιστές θεωρητικούς που επικέντρωσαν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα ζητήματα της Τέχνης και της αισθητικής, και στην κατεύθυνση αυτή εντάσσεται και το έργο που εξέδωσαν οι εκδόσεις «Τόπος».
Ήδη από το 1914-16, όταν έγραφε τη «Θεωρία του μυθιστορήματος», κατέθετε μια άποψη που, όπως ανέφερε ο ίδιος, δεκαετίες μετά, στον Πρόλογο της γαλλικής μετάφρασης, το 1962, «μου φαίνεται πως είναι το πρώτο βιβλίο όπου μια αριστερή ηθική, με προσανατολισμό προς μια ριζοσπαστική επανάσταση, συνδυάζεται με μια παραδοσιακή και συμβατική ερμηνεία της πραγματικότητας».
Έχοντας στο κέντρο της σκέψης του το ζήτημα της ταξικής συνείδησης, ως όρου για τον επαναστατικό κοινωνικό μετασχηματισμό, δεν θα διστάσει, εμμένοντας στη χεγκελιανή αντίληψη της σχέσης πραγματικού και λογικού, να υπερασπιστεί την κλασική αστική πολιτιστική παραγωγή, έναντι των ακραίων εικονοκλαστικών τάσεων του μοντερνισμού, ερχόμενος και σε δημόσια αντιπαράθεση με τον Τέοντορ Αντόρνο.
Οι απόψεις του αυτές εκτίθενται και στην «Αισθητική της μουσικής», όπου το ζητούμενο είναι η σχέση της μουσικής, ως ιδιαίτερου είδους Τέχνης, με την κοινωνική ολότητα.
Αν για τον Λουί Αλτουσέρ κάθε έργο Τέχνης συνιστά ταυτόχρονα ένα εγχείρημα αισθητικό και ιδεολογικό (με την έννοια ότι η ιδεολογία ενυπάρχει σ’ αυτό και δεν το ιππεύει ενσυνείδητα), για τον Λούκατς αποτελεί μια διαδικασία κατεξοχήν ανθρώπινη, όπως ακριβώς είναι η ίδια η εργασία. Με την ιδιαίτερη παρέμβαση του συναισθήματος που καταλήγει στην καλλιτεχνική παραγωγή, μέσω της απεικόνισης της συναισθηματικά αντιληπτής πραγματικότητας.
Η μουσική έχει τη δική της ιδιαιτερότητα, σε σχέση με όλα τα άλλα είδη Τέχνης, καθώς πρόκειται για κατεξοχήν συναισθηματική διαδικασία, συνιστώντας απεικόνιση απεικονίσεων. Ή αλλιώς, με τη χρήση αντίστοιχων αρχαιοελληνικών όρων, πρόκειται για μίμηση μιμήσεων.
Το βιβλίο στο οποίο χρησιμοποιούνται τυπικά χεγκελιανής προέλευσης όροι τους οποίους εύστοχα επεξηγεί ο Πάνος Ντούβος, μετά από το εξαιρετικά διαφωτιστικό του Επίμετρο, μπορεί, εκτός από βάση προβληματισμού σχετικά με τον μαρξισμό και την Τέχνη, να αποτελέσει και τη βάση μιας συζήτησης για την ίδια την ανανέωση της μαρξιστικής θεωρίας για την αισθητική.
Ούτως ή άλλως, πρόκειται για ένα βιβλίο πολύτιμο για όποιον αναφέρεται στον μαρξισμό, για καθέναν που ενδιαφέρεται για θεωρητικά ζητήματα σχετικά με τη μουσική και γενικότερα για την Τέχνη και την αισθητική, για οποιονδήποτε αναζητά ερεθίσματα σκέψης, τόσο ισχυρά όσο αυτά που προσφέρει ο λόγος του Γκέοργκ Λούκατς.