Η μεγαλύτερη κρίση Δύσης-Ρωσίας μετά τον ψυχρό πόλεμο

849
Η Πολωνία ανησυχεί τον Μακρόν

Και τώρα τι; Μόνο ο Πούτιν το ξέρει. Ο Αμερικανός πρεσβευτής στη Μόσχα Τζέικ Σάλιβαν επέδωσε την Τετάρτη στον Ρώσο υφυπουργό Εξωτερικών Αλεξάντρ Γκρουτσκό τη γραπτή απάντηση που ανέμενε η ρωσική πλευρά στο λεγόμενο “τελεσίγραφο” της 15ης Δεκεμβρίου, ήτοι τα δύο σχέδια διεθνών συνθηκών με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ στα οποία αποτυπώνονται οι “κόκκινες γραμμές” για τις οποίες έχει κάνει λόγο ο ένοικος του Κρεμλίνου.

Έπειτα από ενάμιση μήνα διαβουλεύσεων, που περιέλαβαν μία βιντεοδιάσκεψη του Τζο Μπάιντεν με τον Βλαντίμιρ Πούτιν στα τέλη Δεκεμβρίου, τρεις συναντήσεις στο επίπεδο του στρατηγικού διαλόγου ΗΠΑ-Ρωσίας στη Γενεύη, στο Μικτό Συμβούλιο ΝΑΤΟ-Ρωσίας στις Βρυξέλλες και στο πλαίσιο του ΟΑΣΕ στη Βιέννη, καθώς και σε διά ζώσης συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν και Σεργκέι Λαβρόφ, η Μόσχα, η οποία ανησυχούσε ότι σύρεται σε ατέρμονες συζητήσεις δίχως περιεχόμενο, έλαβε επιτέλους τις γραπτές απαντήσεις που διεκδικούσε. Και δεν είναι καθόλου ικανοποιημένη.

Σε δηλώσεις του τόσο την Πέμπτη όσο και την Παρασκευή ο Λαβρόφ κατέστησε σαφές ότι στο κεντρικό ζήτημα που έθετε η ρωσική πλευρά, ήτοι την παροχή εγγυήσεων, σε νομικά δεσμευτική γλώσσα, ότι δεν θα υπάρξει περαιτέρω διεύρυνση του ΝΑΤΟ (βασικά στην Ουκρανία και τη Γεωργία), δεν υπήρξε θετική ανταπόκριση. Όμως αναγνώρισε ότι σε περισσότερο “περιφερειακά” ζητήματα δημιουργείται πεδίο διαλόγου. Και πάντως θέλησε να περάσει το μήνυμα ότι δεν υπάρχει βιασύνη. Οι υπηρεσίες του θα μελετήσουν την απάντηση και θα προωθήσουν την ανάλυσή τους στον Ρώσο πρόεδρο, ο οποίος και είναι ο μόνος αρμόδιος να αποφασίσει για τα περαιτέρω.

“Δεν βιαζόμαστε”

Το ίδιο πνεύμα έλλειψης βιασύνης διέκρινε και τις δηλώσεις του εκπροσώπου του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ. “Δεν θα έλεγα”, τόνισε, “ότι οι ανησυχίες μας ελήφθησαν υπόψη. Αλλά δεν θα σπεύσουμε να προβούμε σε εκτιμήσεις”.

Υποθέτει κανείς ότι η Ρωσία ζυγίζει τις περαιτέρω επιλογές της – που όμως θα πρέπει λογικά να έχει ήδη προσχεδιάσει, υπό μορφήν εναλλακτικών σεναρίων, εφόσον ήταν αυτή που είχε την πρωτοβουλία της επίδοσης των κειμένων της 15ης Δεκεμβρίου. Είναι επίσης πιθανό να προχωρά πλέον στο δικό της παιχνίδι εξαγοράς χρόνου, προκειμένου να φθαρούν οι αντίπαλοί της από την κατάσταση παρατεταμένου συναγερμού στην οποία τους θέτει εδώ και δύο μήνες η φιλολογία περί ανά πάσα στιγμή επικείμενης ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Ίσως όμως και να αναζητά η Μόσχα έναν εύσχημο τρόπο οπισθοχώρησης από μίαν ένταση την οποία δεν αποδεικνύεται ικανή να ακολουθήσει μέχρι τέλους.

Μυστική η απάντηση

Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο παράδοξο της ριψοκίνδυνης χορογραφίας που εκτυλίσσεται το τελευταίο διάστημα μεταξύ των δύο πυρηνικών δυνάμεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αμερικανική πλευρά ζήτησε η απάντησή της να μη δημοσιοποιηθεί. Αναρωτιέται κανείς ποια στοιχεία αδιαλλαξίας ή, αντιθέτως, υποχωρητικότητας επιθυμεί η Ουάσινγκτον να περιβάλει με εμπιστευτικότητα, ώστε να διαφυλάξει τη διεθνή εικόνα της.

Όπως και να έχει, ο Λαβρόφ εκτίμησε ότι οι συναποδέκτες του αμερικανικού κειμένου, δηλ. τα μέλη του ΝΑΤΟ, είναι τόσοι πολλοί, ώστε αναπόφευκτα τα κείμενα θα διαρρεύσουν. Πρόσθεσε, δε, την ενδιαφέρουσα παρατήρηση ότι οι απαντήσεις των ΗΠΑ είναι θετικότερες από αυτές του ΝΑΤΟ.

Πράγματι, σε δικές του δηλώσεις, ο Γ.Γ. του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, όχι μόνο έθεσε εκτός συζήτησης το δικαίωμα της Συμμαχίας σε μελλοντικέ διευρύνσεις, αλλά έθεσε και ζήτημα αποχώρησης των ρωσικών δυνάμεων από χώρους “παγωμένων συγκρούσεων” του μετασοβιετικού χώρου, όπως η Αμπχαζία, η Νότια Οσετία και η Υπερδνειστερία. Ως θετική ατζέντα περιέγραψε την επανέναρξη της λειτουργίας γραφείων αντιπροσώπευσης των δύο πλευρών και τον διάλογο για τα θέματα των εξοπλισμών – σαν να μην υπήρξε ποτέ η αμερικανική μονομερής αποχώρηση από τις συνθήκες ABM, INT αλλά και Open Skies.

Οι διακηρύξεις του ΟΑΣΕ

Σε κάθε περίπτωση, η ρωσική διπλωματία δεν μένει ανενενεργή. Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών όχι μόνο επικαλέστηκε στοιχεία που δείχνουν ότι οι δεσμεύσεις της Δύσης προς τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και κατόπιν τον Μπορίς Γέλτσιν για μη επέκταση του ΝΑΤΟ δεν ήταν απλώς προφορικές, αλλά και ανακάλεσε τις Διακηρύξεις της Κωνσταντινούπολης του 1999 και της Αστάνα του 2010, στο πλαίσιο του ΟΑΣΕ, οι οποίες από τη μία βεβαιώνουν το δικαίωμα των κρατών της Γηραιάς Ηπείρου να προχωρούν στις στρατιωτικές συμφωνίες που επιθυμούν, από την άλλη όμως θέτουν τον περιορισμό ότι κάτι τέτοιο δεν θα πρέπει να γίνεται κατά τρόπο που βλάπτει την ασφάλεια των άλλων συνυπογραφόντων.

Ο Λαβρόφ ανέφερε, μάλιστα, ότι έθεσε το ζήτημα στον Άντονι Μπλίνκεν κατά τη συνάντησή τους, χωρίς να λάβει απάντηση και ότι η Ρωσία απευθύνεται πλέον γραπτά σε καθένα κράτος-μέλος του ΟΑΣΕ προκειμένου να πληροφορηθεί την άποψή τους για αυτή την επιλεκτική επίκληση των κανόνων.

Αλλά το θέμα βρίσκεται ακριβώς στην καρδιά της αντιπαράθεσης, διότι άπτεται της μεταψυχροπολεμικής μονοπολικής κυριαρχίας, την οποία η Ρωσία επιδιώκει να ανατρέψει, προτείνοντας μια νέα διεθνή αρχιτεκτονική που θα ξαναπιάνει το νήμα της “αδιαίρετης συλλογικής ασφάλειας”, όπως, λ.χ., αυτή αποτυπώθηκε στην Τελική Πράξη του Ελσίνκι του 1975, που έθεσε τα θεμέλια για τη μετέπειτα ίδρυση του ΟΑΣΕ. Η Πολιτική Ανοικτών Θυρών του ΝΑΤΟ στηρίζεται στο ένα από τα δύο σκέλη των Διακηρύξεων της Κωνσταντινoύπολης και της Αστάνα, παραβλέποντας το δεύτερο. Διότι το δεύτερο παραπέμπει σε μια αντίληψη ισοτιμίας μεταξύ των κρατών, η οποία δεν συμβαδίζει με την “αμερικανική εξαίρεση” περί του ποιος υπαγορεύει τους κανόνες και πότε τους εφαρμόζει.

Οι άμεσα ενδιαφερόμενοι εμφανίζονται ψύχραιμοι – όμως στην Ουάσινγκτον σημαίνουν τον συναγερμό

Αλλά οι διπλωματικοί πόλεμοι ερμηνειών δεν είναι αυτό που κατεξοχήν απασχολεί στην παρούσα φάση το διεθνές ακροατήριο, όταν επί δύο μήνες ηχούν “τύμπανα πολέμου” στη ρωσο-ουκρανική μεθόριο και όταν η Μόσχα έχει προαναγγείλει ότι, σε περίπτωση απόρριψης των εγγυήσεων ασφαλείας που διεκδικεί από τη Δύση, θα προβεί στα κατάλληλα “τεχνικά-στρατιωτικά μέτρα”.

Το ποια μπορεί να είναι αυτά αποτελεί το μέγα αναπάντητο ερώτημα των ημερών μας. Πάντως, η επικέντρωση στενά σε ενδεχόμενη ρωσική στρατιωτική ενέργεια εναντίον της Ουκρανίας είναι εντέλει παραπλανητική, όταν αυτό που ζητά η Μόσχα από την Ουάσινγκτον, ως μόνη αρμόδια να το απαντήσει, είναι κατά πολύ ευρύτερο. Αρκεί και μόνο να παρατηρήσει κανείς το είδος των στρατιωτικών ασκήσεων που πραγματοποιεί η Ρωσία από τώρα και περιλαμβάνουν την έξοδο όλων των πολεμικών σκαφών του Στόλου της Βαλτικής, της Αρκτικής, του Ευξείνου και του Ειρηνικού, με ανάπτυξη στον Ατλαντικό και τη Θάλασσα του Οχότσκ και εντέλει τη συγκέντρωση στη Μεσόγειο περισσότερων πλοίων από όσα είχε γνωρίσει η περιοχή από τα σοβιετικά χρόνια.

Με το βλέμμα στην οικονομία

Την ίδια στιγμή, ο εκπρόσωπος του Λαβρόφ, Αλεξέι Ζάιτσεφ, δήλωσε την Πέμπτη ότι η χώρα του δεν προτίθεται να επιτεθεί σε καμία άλλη και ότι ένας πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας θα ήταν απαράδεκτος. Το αποτέλεσμα ήταν να γνωρίσει άμεση ενίσχυση κατά 1,1% η ισοτιμία του ρουβλίου στις διεθνείς αγορές.

Αλλά και το Κίεβο εκπέμπει αντίστοιχα μηνύματα. Μιλώντας στο Ρόιτερς, ο Όλεγκ Ουστένκο, συνεργάτης του Ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι, δήλωσε ότι “οι συζητήσεις για θέματα σχετικά με την ασφάλεια της Ουκρανίας ώρες-ώρες αγγίζουν τα όρια της υστερίας και περιορίζουν τις ικανότητες της χώρας να βρει πρόσβαση στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου”. Είχαν προηγηθεί δηλώσεις του ίδιου του Ζελένσκι, καθώς και του Ουκρανού υπουργού Άμυνας, με τις οποίες υποβαθμιζόταν η αίσθηση κινδύνου και τονιζόταν ότι δεν υπάρχει λόγος πανικού.

Με άλλα λόγια, την ώρα που οι άμεσα ενδιαφερόμενοι εμφανίζονται ψύχραιμοι, αυτοί που κυρίως σημαίνουν τον συναγερμό για την “ανά πάσα στιγμή επικείμενη ρωσική εισβολή” στην Ουκρανία είναι οι Αμερικανοί ιθύνοντες – για την ακρίβεια, οι πολιτικοί, οι μυστικές υπηρεσίες και τα μέσα ενημέρωσης, διότι το ίδιο το Πεντάγωνο εκτιμά και αυτό τα πράγματα διαφορετικά, αν κρίνουμε από δηλώσεις του εκπροσώπου του, Τζέιμς Κίρμπι, την Πέμπτη ότι “δεν βρισκόμαστε στην 11η ώρα”.

Ο Κίρμπι, βεβαίως ήταν υποχρεωμένος να ρίξει τους τόνους, διότι απαντούσε σε ερώτηση σχετικά με την αργοπορία της μεταβίβασης στην Ουκρανία του απαραίτητου για την ενίσχυση της άμυνάς της στρατιωτικού υλικού. Αλλά οποιαδήποτε προσεκτική εξέταση των κινήσεων που έχουν ανακοινωθεί από αμερικανο-νατοϊκής πλευράς (λ.χ. η άμεση προώθηση 8.500 Αμερικανών στρατιωτών στην Ανατολική Ευρώπη) δείχνει πόσο αναντίστοιχες είναι αυτές προς την προβαλλόμενη απειλή.

Πρώτα η επικοινωνία

Εν ολίγοις, ο αγγλοσαξονικός παράγοντας (διότι και η Βρετανία πλειοδοτεί στη δημιουργία αυτού του κλίματος) δίνει μια “μάχη” πρωτίστως πολιτική και επικοινωνιακή, απέναντι σε ένα σενάριο “εισβολής” το οποίο έχει καταλλήλως διογκώσει επικοινωνιακά από τον Νοέμβριο.

Κάτι τέτοιο βοηθά, βεβαίως, το να μην αναμετριέται ευθέως με το πραγματικό ερώτημα που θέτει η Μόσχα ως προς την αρχιτεκτονική ασφαλείας της Ευρώπης, αλλά αποκαλύπτει και τη βαθύτερη στόχευση των ΗΠΑ, που είναι πολιτική και όχι στρατιωτική. Οποιαδήποτε ανάφλεξη στα ρωσο-ουκρανικά σύνορα, με πρωτοβουλία οποιασδήποτε πλευράς, θα ήταν το “θείο δώρο” που θα επέτρεπε την ενεργοποίηση των “κυρώσεων από την κόλαση” που δηλώνεται ότι προετοιμάζονται κατά της Ρωσίας και συμβολικά θα στρέφονται εναντίον και του Βλαντίμιρ Πούτιν προσωπικά. (Η Μόσχα προειδοποιεί ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα υπάρξει πλήρης διακοπή των σχέσεων με τις ΗΠΑ.)

Το κεντρικό μοτίβο

Ήτοι, απέναντι στο κεντρικό μοτίβο της διεθνούς σκηνής τα τελευταία χρόνια, που είναι η ανάδυση και συσπείρωση των ευρασιατικών δυνάμεων (Κίνα, Ρωσία, Ιράν) και η χαλάρωση της εσωτερικής συνοχής του ατλαντικού άξονα, η αποκοπή της Ε.Ε. από τους γείτονές της στα ανατολικά και η εμβάθυνση της εξάρτησής της, ακόμα και ενεργειακής, από τις ΗΠΑ αποτελεί για κάποιους την κατάλληλη διέξοδο.

Μόνο που κάτι τέτοιο θα είχε βαρύτατο κόστος για τις μεγαλύτερες δυνάμεις της Ενωμένης Ευρώπης. Και αυτό εξηγεί την αμήχανη στάση της Γερμανίας και της Γαλλίας – με την πρώτη, ιδίως, να έχει δεχτεί πρωτοφανή στοχοποίηση από τα αγγλοσαξονικά μέσα ενημέρωσης.

Είναι σαφές ότι η ακύρωση της λειτουργίας του υποθαλάσσιου αγωγού ρωσικού φυσικού αερίου NordStream2 (ο οποίος ολοκληρώθηκε εντός του 2021, παρά την προηγούμενη προσπάθεια της Ουάσινγκτον να τον παρεμποδίσει ακόμα και με την απειλή κυρώσεων) αποτελεί κεντρικό διακύβευμα, βραχυπρόθεσμα για να μην απαξιωθεί πλήρως η Ουκρανία ως οδός διαμετακόμισης ενέργειας προς την Ευρώπη, αφετέρου για να μην αποκτήσει η Γερμανία το μη αντιστρέψιμο πλεονέκτημα μιας “ειδικής σχέσης” με την ευρασιατική ολοκλήρωση. Πόσω μάλλον που η δρομολογημένη αποπυρηνικοποίησή της, σε συνδυασμό με την πορεία προς την απεξάρτηση από τον άνθρακα, δημιουργεί πιεστικές άμεσες ανάγκες για μια ενεργειακή “γέφυρα” μέχρι την πλήρη αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Γερμανικές αντιστάσεις

Η Γερμανία έχει ήδη καταστήσει σαφές (και δεν είναι σε αυτό μόνη στην Ευρώπη) ότι το σενάριο της αποβολής της Ρωσίας από το διεθνές σύστημα πληρωμών SWIFT, όπως έχει συμβεί με το Ιράν, τίθεται εκτός συζήτησης, αν μη τι άλλο διότι πρόκειται να θέσει εν αμφιβόλω συνολικά την ενεργειακή τροφοδοσία της ηπείρου, μπλοκάροντας τις απαραίτητες συναλλαγές. Ομοίως το Βερολίνο προσπαθεί με ελιγμούς να εξαιρέσει τον NordStream2 από κάθε πιθανή δέσμη κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Όμως, την ώρα που οι Σοσιαλδημοκράτες του καγκελαρίου Όλαφ Σολτς διαμηνύουν ότι “όλες οι επιλογές είναι πάνω στο τραπέζι” (αποσιωπώντας εντέχνως το ποιες είναι αυτές), οι Πράσινοι της υπουργού Εξωτερικών, Αναλένα Μπέρμποκ, που υπήρξαν εξαρχής αντίθετοι στον NordStream2, μαζί με τους συγκυβερνώντες Φιλελευθέρους εμφανίζονται πολύ περισσότερο ατλαντιστές.

Προς το παρόν, η “παλαιά Ευρώπη” κινητοποιείται διπλωματικά, με την τηλεφωνική επικοινωνία που είχε χθες ο Εμανουέλ Μακρόν με τον Πούτιν, την επανανεργοποίηση των συνομιλιών “τύπου Νορμανδίας” για το ουκρανικό ζήτημα και την επικείμενη επίσκεψη Σολτς στη Ουάσινγκτον στις 7 Φεβρουαρίου.

Ο ρόλος του Πεκίνου

Στην άλλη άκρη της Ευρασίας, οι ηγέτες της Κίνας παρακολουθούν διακριτικά – και μάλλον επιχαίρουν. Άλλωστε, έχουν κάθε λόγο να κρατούν χαμηλό προφίλ, διότι αντιμετωπίζουν δύο σημαντικά ορόσημα. Βραχυπρόθεσμα, την τέλεση των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου τον επόμενο μήνα και μεσοπρόθεσμα τη σύγκληση του ανά πενταετία συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος το φθινόπωρο, οπότε και θα εγκριθεί η δίχως προηγούμενο τρίτη ηγετική θητεία του Σι Τζινπίνγκ.

Όμως δεν θα πρέπει να αμφιβάλλει κανείς για το πού βρίσκεται η καρδιά των Κινέζων ιθυνόντων. Το υποδηλώνουν αυτό με κινήσεις περισσότερο ή λιγότερο συμβολικές, από τη διενέργεια κοινών ναυτικών ασκήσεων με το Ρωσία και το Ιράν στον Ινδικό Ωκεανό, μέχρι την πρόσκληση του Βλαντίμιρ Πούτιν ως τιμώμενου προσκεκλημένου στην έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων.

Μάλιστα, ορισμένοι αναλυτές των δυτικών μέσων ενημέρωσης υποστηρίζουν ότι η επιθυμία μιας διατάραξης της σημαντικής αυτής τελετής είναι και ο λόγος που δεν έχει εκδηλωθεί μέχρι τώρα η περιβόητη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. (Ωστόσο για τον πόλεμο της Οσετίας το 2008, στη σκιά της έναρξης των Θερινών Ολυμπιακών Αγώνων, επίσης στο Πεκίνο, ίσχυσε το ακριβώς αντίθετο.)

Η παρουσία του Πούτιν στην κινεζική πρωτεύουσα θα σημαδευτεί, όπως προαναγγέλλεται, από τη συνυπογραφή ενός σημαντικού “πολιτικού ντοκουμέντου”, ενώ εικάζεται ότι οι δύο πλευρές θα προχωρήσουν αποφασιστικά στο ζήτημα του αγωγού Power of Siberia, που θα τροφοδοτεί την Κίνα με αέριο από κοιτάσματα που μέχρι τώρα κατέληγαν στην ευρωπαϊκή αγορά…

Η συμπληρωματικότητα των οικονομιών Ρωσίας και Κίνας, αλλά κυρίως η επίγνωση ότι καμία από τις δύο πλευρές δεν μπορεί να μείνει μόνη απέναντι στην Αμερική, δημιουργεί μια νέα διεθνή γεωμετρία. Και την ώρα που τα βλέμματα στρέφονται στην Ουκρανία, οι κλιμακούμενες εντάσεις περί την Ταϊβάν δείχνουν ότι τα μέτωπα μιας πιθανής ανάφλεξης πρώτου μεγέθους είναι περισσότερα του ενός.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας