Η μεγάλη διπλή πρόκληση στη γεωπολιτική περιδίνηση της Βαλκανικής

παρασκήνιο

Υπάρχει μια επικίνδυνη κλιμάκωση στη Βαλκανική, και το πραγματικό της εύρος είναι προφανές ότι δεν μπορεί να αποτυπωθεί στο επίπεδο της απλής καταγραφής των ειδήσεων…

Πριν απ όλα γιατί η σκαλέτα που τις απαριθμεί, είναι ένα παζλ διαρκώς μεταβαλλόμενο. Επικαιροποιείται και αναπροσαρμόζεται ΚΑΙ εξ αιτίας της μεταβλητότητας ευαίσθητων στρατηγικών ισορροπιών, αλλά ΚΑΙ ως συνάρτηση της αυξομείωσης του ειδικού βάρους των πολλών και διαφορετικών αστάθμητων παραγόντων.

Ο δεύτερος λόγος, είναι η απόλυτη συνάφειά τους, με την κλιμακούμενη σύγκρουση στρατηγικών που βρίσκεται σε εξέλιξη, και η Βαλκανική έχει «κατωχυρωθεί» ιστορικά, ως ο κατ εξοχήν χώρος μείζονος έκφρασης αυτής της συγκρουσιακής δυναμικής.

Μια τρίτη αιτία που δεν μπορεί να παραγνωρίζεται, είναι η δυναμική επανεμφάνιση του εκτεταμένου αναθεωρητισμού, μέσω του οποίου επιχειρείται ΚΑΙ ανατροπή των προβλεπομένων από το μεταπολεμικό status, αλλά ΚΑΙ η επιθετική υπερενίσχυση  αλυτρωτισμών, με την κατατεμαχισμένη πρώην Γιουγκοσλαβία να αποτελεί διαφιλονικούμενο επίδικο αλλά και μήτρα εκδήλωσης του φαινομένου.

Στη Βαλκανική επομένως, αυτό που πρωτίστως καταγράφεται…

δεν είναι ειδήσεις, αλλά μια δυναμική συνύπαρξη παραγόντων ικανών να παράξουν ειδήσεις, και αυτό αποτελεί την καταλυτική παράμετρο, που καμία σοβαρή Εθνική Εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να παραβλέψει.

Και αυτή η καταλυτική παράμετρος, είναι το έδαφος πάνω στο οποίο κατ εξοχήν ναυάγησε η Ελληνική Εξωτερική πολιτική, και μέσα σε αυτό ακριβώς το γήπεδο, ουσιαστικά κατέρρευσε, η καρδιά της Ελληνικής διπλωματίας.

Το πρώτο ολέθριο σφάλμα στο επίπεδο της τακτικής διαχείρισης, υπήρξε η ανεπίτρεπτη διολίσθηση στις ατραπούς της μυστικής διπλωματίας, χωρίς να είναι αποσαφηνισμένες και αδιαπραγμάτευτες οι «κόκκινες γραμμές», μιας Εξωτερικής πολιτικής με αδιαφιλονίκητο εθνικό πρόσημο ως προς την ταυτότητά της.

Αυτός είναι και ο λόγος, που αντί η μυστική διπλωματία να «κλειδώνει» αθόρυβα και με καθαρό τρόπο διαδικασίες επίλυσης διαφορών, εξελίχθηκε σε πρώτης τάξεως ευκαιρία για το σύνολο των γειτόνων, να διεμβολίσουν τη διακρατική ατζέντα με καινούρια κατασκευασμένα προβλήματα και με ανεπίτρεπτες ιστορικές αναψηλαφίσεις.

Το δεύτερο σφάλμα στο επίπεδο επίσης της τακτικής διαχείρισης, υπήρξε η έκρηξη ενός αντιφατικού μαξιμαλισμού στη ρητορική, ο οποίος όχι μονάχα δεν πλαισιώθηκε από αντίστοιχες πρακτικές τεχνικής διαχείρισης προκειμένου να επιβάλει στην ατζέντα της Διεθνούς κοινότητας, αντιλήψεις σεβασμού των Εθνικών Δικαίων μας με όρους Διεθνούς Δικαίου, αλλά συνοδεύτηκε από τρία επίσης ανεπίτρεπτα ολισθήματα, τα οποία ήταν μοιραίο να φέρουν τη χώρα αντιμέτωπη με μια σειρά καινούρια επικίνδυνα τετελεσμένα.

Το πρώτο ολίσθημα, ήταν η επιλογή να εμπλακεί η χώρα σε ένα γεωστρατηγικό μπρα ντε φερ με τους γείτονες, έχοντας αποδεχτεί τη μοίρα της ως Κατεχόμενη χώρα. Πρόκειται για εγκληματική επιλογή ενός πολιτικού προσωπικού, που προθυμοποιείται να λειτουργήσει ως γιουσουφάκι  στο πολυσύνθετο παζλ της γεωπολιτικής, ζητιανεύοντας κάποια κατοχικά αντισταθμίσματα στη διαχείριση του χρέους, για να «πουλήσει» στο πόπολο το δικό του ψευδεπίγραφο επικοινωνιακό success.

Το δεύτερο ολίσθημα, ήταν η αποδοχή σειράς επιλογών στη διαχείριση αυτής της ατζέντας, με τρόπο που διεμήνυε στους πάντες, την κλονισμένη της αυτοπεποίθηση. Οι όποιες μεγαλοστομίες επιστρατεύτηκαν περιστασιακά για εσωτερική κατανάλωση, επειδή ακριβώς υπήρξαν κενές περιεχομένου, είχαν ως αποτέλεσμα, όχι την ενδυνάμωση της διαπραγματευτικής θέσης της χώρας, αλλά την υπερενίσχυση της μαξιμαλιστικής ατζέντας (και όχι απλά ρητορικής) των γειτόνων.

Το τρίτο ολίσθημα, είναι η αποδοχή της Αμερικανονατοϊκής κηδεμονίας ως αυτονόητο περιβάλλον εγγυήσεων για τη διευθέτηση διμερών διαφορών. Πρόκειται για μια επιλογή η οποία, όχι μονάχα επισημοποιεί τον απαράδεκτο συμβιβασμό του πολιτικού προσωπικού, πως επιχειρεί να διαχειριστεί διμερή ζητήματα με όρους εκπροσώπου βαθιά εξαρτημένης χώρας, αλλά – και αυτό είναι το χειρότερο – μετατρέπει αυτό το πολιτικό προσωπικό στο πλαίσιο αυτής της διαχείρισης, σε ατζέντη των στρατηγικών επιδιώξεων των Αμερικανονατοϊκών,απόλυτα υποτελή… προκλητικά δουλοπρεπή… πλήρως χειραγωγήσιμο… και ως εκ τούτου, παντελώς ανίκανο να διαχειριστεί εθνικές υποθέσεις, σε μια κρίσιμη ιστορική εποχή.

Οι συνέπειες όλων των παραπάνω, υπήρξαν τραγικές και πολυδιάστατες…

Η Τουρκική προκλητικότητα, δεν κλιμακώνεται μονάχα στο αιματοβαμμένο Αιγαίο, αλλά «εισβάλλει» ως κρίσιμη παράμετρος ενίσχυσης ΚΑΙ του Αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού αλλά ΚΑΙτου Σκοπιανού αλυτρωτισμού, με ότι μπορεί αυτό να σημαίνει για την τροπή των εξελίξεων.

Η ίδια η Αλβανική Εξωτερική πολιτική, κλιμακώνει τον μαξιμαλισμό των αιτημάτων της, αφήνοντας ουσιαστικά έκθετο τον κ. Κοτζιά, αναφορικά με το πραγματικό περιεχόμενο των διαβουλεύσεών του με τον κ. Μπουσάτι, που πραγματοποιήθηκε «κεκλεισμένων των θυρών», αλλά με καινούρια ανοικτά θέματα να προστίθενται στη διμερή ατζέντα.

Ο Σκοπιανός μικρομεγαλισμός, δεν τιθασεύεται. Επενδύεται ωστόσο τεχνηέντως με επικοινωνιακά πυροτεχνήματα, που τείνουν να ακυρώσουν το σύνολό της την Ελληνική επιχειρηματολογία, στα μάτια της «πρόθυμης» Διεθνούς κοινότητας.

Και το χειρότερο όλων, είναι ότι στην κλιμακούμενη σύγκρουση  ανάμεσα στον Αλβανικό μεγαλοϊδεατισμό και το Σλαβόφωνο αλυτρωτισμό, η Ελληνική κυβέρνηση κλείνει προκλητικά τα μάτια. Υποκρίνεται πως δεν αντιλαμβάνεται αυτό που έρχεται, και το οποίο αργά ή γρήγορα θα σηματοδοτήσει καινούρια εθνική τραγωδία.

Η Ελληνική κυβέρνηση (και δυστυχώς δεν είναι η μόνη) στο όνομα ενός ψευδεπίγραφου δήθεν «αντιεθνικισμού», στηρίζει απροκάλυπτα το σλαβόφωνο αλυτρωτικό υπερεθνικισμό,που επί δεκαετίες δομείται στη λογική του «Μακεδονισμού».

Αυτό συνιστά μια επικίνδυνη πρακτική, που όχι μόνο δεν συμβάλει στην αποκλιμάκωση των εντάσεων, αλλά αντιθέτως  πυροδοτεί ανεξέλεγκτες εξελίξεις σε ολόκληρη τη Βαλκανική και καθιστά τη χώρα πολλαπλά ευάλωτη και σε τελευταία ανάλυση τη μετατρέπει σε στόχο ΚΑΙ του Αλβανικού αλλά ΚΑΙ του Σλαβόφωνου αλυτρωτισμού, σε μια πρωτοφανή γεωπολιτική ομηρεία.

Την ίδια στιγμή, το καινούριο πακέτο εξαρτησιακών υπαναχωρήσεων στο οποίο προβαίνει η χώρα, υλοποιούν ήδη το στρατηγικό σχεδιασμό των Αμερικανονατοϊκών στη Βόρεια Ελλάδα και όχι μόνο. Έτσι, ακόμη και στο πλαίσιο της υπάρχουσας αντίληψης για τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, η θέση της αποδυναμώνεται ακόμη περισσότερο, αφού δεν αποτολμά να κρατήσει ούτε καν τα αυτονόητα διαπραγματευτικά προσχήματα έναντι των «συμμάχων».

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, το σχέδιο για τη δημιουργία Αμερικανονατοϊκής βάσης ελικοπτέρων στην Αλεξανδρούπολη προχωρά ακάθεκτο. Όπως επίσης και ο συνολικότερος Αμερικανικός σχεδιασμός για την εμπορική αξιοποίηση του λιμανιού της πόλης.

Είναι τέλος προφανές, πως μέσα σε αυτό το περιβάλλον διαχείρισης κορυφαίων εθνικών θεμάτων, και πριν ακόμη η κοινωνία συνειδητοποιήσει στην πράξη πως η περαιτέρω συρρίκνωση του δικαιώματος άσκησης Εθνικής κυριαρχίας έχει ήδη δρομολογηθεί, ενώ οι κίνδυνοι ακόμη και εδαφικού διαμελισμού, είναι πιο κοντά απ ότι οποιαδήποτε άλλη φορά στο παρελθόν, το πρώτο πράγμα το οποίο θα θυσιαστεί στο βωμό της προώθησης αυτών των επιλογών, θα είναι η ίδια η Δημοκρατία.

Με αφορμή τη διαχείριση του Σκοπιανού, περίεργοι όσο και επικίνδυνοι δήθεν «αντιεθνικιστικοί» νεολογισμοί έχουν ήδη αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους, και αυτό σε συνδυασμό με πρακτικές συλλήβδην αφοριστικές για την Ελληνική κοινωνία, συνιστά μια άκρως επικίνδυνη και ανησυχητική εξέλιξη.

Η χώρα οδηγείται σε έναν επικίνδυνο εκφασισμό στην αντίληψη, και ταυτόχρονα το σύνολο του πολιτικού συστήματος σύρεται σε έναν πρωτοφανή εκφυλισμό, ο οποίος βραχυπρόθεσμα μέσω της διασφαλισμένης και κατευθυνόμενα «ενοχικής» ανοχής, διευκολύνει την υλοποίηση του Αμερικανονατοϊκού σχεδιασμού για ολόκληρη τη Βαλκανική.

Ενώ μακρορόθεσμα, εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πολιτικό σχεδιασμό των Ευρωπαϊκής ελίτ, που επιδιώκει την ολική αντικατάσταση του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος με ένα «υπερκομματικό τέρας» που θα εξασφαλίσει πολιτικές υπογραφές σε κορυφαίες γεωπολιτικές υπαναχωρήσεις, για να παραδώσει στη συνέχεια τη σκυτάλη της διοίκησης, σε τεχνοκρατικά πολιτικά υβρίδια που θα αναλάβουν να διαχειριστούν μια πλήρως αποδυναμωμένη και καθολικά ελεγχόμενη χώρα.

  • Σε αυτήν ακριβώς την εξέλιξη οφείλουμε να αντισταθούμε…
  • Η αποτροπή αυτής ακριβώς της εξέλιξης, είναι το κορυφαίο πατριωτικό και ταυτόχρονα το ύψιστο διεθνιστικό καθήκον μας έναντι όλων των λαών της Βαλκανικής και όχι μόνο…

Σε αυτήν ακριβώς την πρόκληση αν δεν ανταποκριθούμε σήμερα, αύριο δεν θα υπάρχει πατρίδα, και φυσικά δεν θα υπάρχουν και όροι μαχητικής διεκδίκησης δικαιωμάτων για την καθημαγμένη Ελληνική κοινωνία.

Η μεγάλη – διπλή πρόκληση στη γεωπολιτική περιδίνηση της Βαλκανικής, είναι η καθολική πολιτική αφύπνιση προκειμένου να υπερασπιστούμε τη Δημοκρατία και την πατρίδα μας.

Αν χθες ήταν νωρίς… Αύριο θα είναι σίγουρα πάρα πολύ αργά… Τώρα είναι η ώρα για την καθολική πολιτική ανατροπή και την ανάδειξη της Δημοκρατικής Πατριωτικής Εξουσίας.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας