Η «μεγάλη δημοκρατική παράταξη»: Από τον βενιζελισμό στη σύγχρονη Κεντροαριστερά

1167
1975

«Από τα χρόνια του Βενιζέλου, του συντοπίτη σας, μην το ξεχνάμε, υπήρχαν δύο παρατάξεις. Σήμερα από τη μία είναι η συντηρητική παράταξη που εκπροσωπεί το παλιό σύστημα και από την άλλη η ελπίδα της δημοκρατικής παράταξης».

Αυτή η σχετικά πρόσφατη δήλωση του Αλέξη Τσίπρα στα Σφακιά, στις 21 Οκτωβρίου, που ακολούθησε άλλη ανάλογη, λίγο παλιότερη, κατά την προεκλογική ομιλία του στο Ηράκλειο, εντάσσεται, βέβαια, στην τυπική και χαρακτηριστική πολιτικάντικη προσπάθεια προσέγγισης ψηφοφόρων μέσω του εκθειασμού του τοπικισμού τους. Μόνο που δεν περιορίζεται σ’ αυτήν, καθώς αποσκοπεί στην ιδεολογική νομιμοποίηση της απόπειρας του ΣΥΡΙΖΑ να αναγνωριστεί ως ο κληρονόμος και εκφραστής της «μεγάλης δημοκρατικής παράταξης», όπως αυτή καταγράφηκε ιστορικά κατά τον 20ό αιώνα, από τις πολιτικές εκφράσεις του βενιζελισμού, του μεταπολεμικού Κέντρου και του μεταδικτατορικού ΠΑΣΟΚ.

Η απόπειρα αυτή, που συνοδεύεται από τη δρομολόγηση της ανασυγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ, με την ευρύτατη ένταξη πολιτικών παραγόντων προερχόμενων από το ΠΑΣΟΚ και κυρίως από την εκσυγχρονιστική πτέρυγα που κυριάρχησε σ’ αυτό στα μετά τον Ανδρέα Παπανδρέου χρόνια των Κώστα Σημίτη, Γιώργου Παπανδρέου και Ευάγγελου Βενιζέλου, συνιστά την οριστική ρήξη με την Αριστερά. Με το «αριστεροχώρι», όπως χαρακτηρίστηκε υποτιμητικά από τον ίδιο τον Τσίπρα, ήδη από τότε που το παραδοσιακό 3-5% του Συνασπισμού έτεινε να υπερκαλυφθεί από το 35% που ανέδειξε τον ΣΥΡΙΖΑ σε κυβερνητικό κόμμα εξουσίας.

Έχοντας πλήρη επίγνωση ότι η ραγδαία διεύρυνση της εκλογικής επιρροής του από το 2012 και μετά, συντελέστηκε με τη μετατόπιση της μεγάλης πλειονότητας των παραδοσιακών ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επικυρώνει την εδώ και χρόνια σταθερή δική της μετατόπιση στον ευρύτερο χώρο της Κεντροαριστεράς, έτσι όπως αυτός διαμορφώθηκε στις ιδιαίτερες ελληνικές ιστορικές συνθήκες, ως μετεξέλιξη του χώρου του Κέντρου, με αφετηρία τον βενιζελισμό.

Η αναφορά στη «μεγάλη δημοκρατική παράταξη», που εμφανίζεται να αντιπαρατίθεται διαχρονικά στον συντηρητισμό, συνιστά, πρώτα απ’ όλα, παραγνώριση της ελληνικής πραγματικότητας του 20ού αιώνα, που διαπερνάται, κυρίως, τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1920 και εντεύθεν, από την έκφραση σε κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, της αντιπαράθεσης ταξικών συμφερόντων, με τη διαμόρφωση δύο αντιμαχόμενων πόλων: του αστικού και του εργατικού-λαϊκού. Και συγκεκριμένα ιδεολογικοπολιτικά, των αστικών δυνάμεων και της Αριστεράς.

Αν ο βενιζελισμός εξέφρασε κατά τη δεκαετία του 1910 και τον Μεσοπόλεμο τα δυναμικά τμήματα της αστικής τάξης, που ενδιαφέρονταν για τον αστικό εκσυγχρονισμό και (μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή) την εδαφική επέκταση του ελληνικού κράτους, ώστε να καταστεί το ελληνικό κεφάλαιο κυρίαρχη δύναμη στον ευρύτερο χώρο της ανατολικής Μεσογείου, η αντιπαράθεσή του με τον αντιβενιζελισμό συνιστά αντίθεση στο εσωτερικό του αστισμού, ανάμεσα σε διαφορετικές στρατηγικές και τακτικές πολιτικές επιλογές.

Εντούτοις, η αντίθεση αυτή διεξάγεται στο φόντο της ταξικής αντιπαράθεσης, καθώς έχει εμφανιστεί, πλέον, και στην Ελλάδα ένα δυναμικό εργατικό κίνημα, που τείνει να ηγεμονεύσει σ’ ένα ευρύτερο κίνημα των κυριαρχούμενων λαϊκών τάξεων. Πολιτική έκφραση αυτής της διαδικασίας αναδείχθηκε η Αριστερά, με κορμό –για μια σειρά λόγους, που δεν υπάρχει δυνατότητα να εκτεθούν στο πλαίσιο αυτού του κειμένου- το ΚΚΕ.

Η σχέση του νεαρού σοσιαλιστικού κινήματος της χώρας μας με τη δυναμική πτέρυγα του αστισμού, τον βενιζελισμό, είχε εκφραστεί ήδη από τα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε που παλαιότεροι εκφραστές του, όπως ο Σκληρός, ο Δρακούλης, ο Γιαννιός, οι «κοινωνιολόγοι» κ.ά., τάχθηκαν υπέρ της πολεμικής εμπλοκής της Ελλάδας. Προσηλωμένοι σε μια οικονομίστικη και γραμμική-εξελικτική αντίληψη της ιστορικής διαδικασίας (χαρακτηριστική και του μαρξισμού της Β΄ Διεθνούς), θεωρούσαν ότι την εδαφική επέκταση θα την ακολουθούσε η ραγδαία καπιταλιστική ανάπτυξη, άρα και η δημιουργία όρων για ένα ισχυρό σοσιαλιστικό κίνημα, καθώς και των υλικών προϋποθέσεων για τον σοσιαλιστικό κοινωνικό μετασχηματισμό.

Η τοποθέτηση αυτή τους έφερε σε αντιπαράθεση με τις νέες δυνάμεις του κινήματος που αντιτάχθηκαν στους βενιζελικούς πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς. Ήταν αυτές οι νέες δυνάμεις που συγκρότησαν στη συνέχεια, το 1918, το ΣΕΚΕ, το μετέπειτα ΚΚΕ, ενώ οι παλαιότεροι σοσιαλιστές είτε αφομοιώθηκαν από τον βενιζελισμό είτε περιθωριοποιήθηκαν.

Ο ανταγωνισμός μεταξύ των δυναμικών τμημάτων του αστισμού, που συνέχισε να εκφράζει ο βενιζελισμός, και των πιο συντηρητικών τμημάτων του, που εξέφραζε η αντιβενιζελική παράταξη, διεξάγεται στα χρόνια του Μεσοπολέμου στο φόντο της κύριας αντίθεσης μεταξύ της αστικής τάξης και των κυριαρχούμενων λαϊκών τάξεων, με την εργατική να διεκδικεί και να κατακτά, τουλάχιστον στα 1932-36, την ηγεμονία στον άτυπο λαϊκό κοινωνικό συνασπισμό. Από την άποψη αυτή, η αντίθεση στους κόλπους του αστισμού ήταν αντίθεση δευτερεύουσα.

Αποφεύγοντας μια εκτενή αναφορά στα χαρακτηριστικά της «μεγάλης δημοκρατικής παράταξης» εκείνων των χρόνων, νομίζω πως αρκεί να αναφέρουμε τα καθεστώτα έκτακτης ανάγκης των Πλαστήρα-Γονατά στα 1922-23 και του Πάγκαλου στα 1925-26, το ασφυκτικό αντιδημοκρατικό-αντικομμουνιστικό θεσμικό πλαίσιο που επέβαλε η κυβέρνηση Βενιζέλου με το Ιδιώνυμο και την ίδρυση της Ειδικής Ασφάλειας το 1929, τις δολοφονίες δεκάδων εργαζομένων σε κινητοποιήσεις στα 1923-33, τη θεσμοθέτηση των εξοριών, τις απόπειρες επιβολής νέων στρατιωτικών καθεστώτων έκτακτης ανάγκης στα 1933 και ’35, τη στήριξη από κοινού με τους αντιβενιζελικούς της κυβέρνησης Μεταξά τον Απρίλιο 1936 κ.ά.

Η Μεγάλη Δεκαετία του 1940, κατά την οποία η κοινωνική-ταξική αντιπαράθεση –ανεξαρτήτως προθέσεων πολιτικών φορέων- προσέλαβε χαρακτηριστικά αντιπαράθεσης για την εξουσία, είναι η περίοδος κατά την οποία οι όποιες αντιθέσεις ανάμεσα στις δύο αστικές πολιτικές παρατάξεις (αντιβενιζελική, που διαμορφώνεται ως Δεξιά, και βενιζελική, που μορφοποιείται στο Κέντρο) υποχωρούν μπροστά στην ανάγκη της από κοινού αντιμετώπισης της αμφισβήτησης της αστικής ταξικής πολιτικής κυριαρχίας.

Είναι γνωστή τόσο η απροθυμία των αστικών πολιτικών δυνάμεων να συμμετάσχουν στην Εθνική Αντίσταση όσο και η συνεργασία πολιτικών παραγόντων και των δύο αστικών παρατάξεων με τους κατακτητές. Μπορεί, π.χ., ο κατοχικός πρωθυπουργός Ιωάννης Ράλλης που ίδρυσε τα Τάγματα Ασφαλείας να ήταν αντιβενιζελικός, αλλά οι εμπνευστές τους, Πάγκαλος και Γονατάς, ήταν βενιζελικοί. Όπως και οι προερχόμενοι από τον ΕΔΕΣ πρώτοι αξιωματικοί που βρέθηκαν επικεφαλής τους. Άλλωστε, βενιζελικής προέλευσης ήταν και οι οπλαρχηγοί της διαβόητης ΠΑΟ που έδρασε στη Μακεδονία.

Κι αν αυτοί έμειναν στην ιστορία με το στίγμα του δωσιλογισμού, ήταν πολλοί εκείνοι που ξεπλύθηκαν στη συνέχεια και ανάμεσά τους ο ίδιος ο ηγέτης, τότε, του Κόμματος των Φιλελευθέρων Θεμιστοκλής Σοφούλης, ο οποίος, με το πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του που δημοσίευσαν οι ελεγχόμενες από τους κατακτητές εφημερίδες στις 2 Ιανουαρίου 1944 κατακεραύνωνε την ένοπλη Εθνική Αντίσταση. Ο ίδιος διατηρούσε στενές σχέσεις με τον Πλυτζανόπουλο, τον επικεφαλής των ταγματασφαλιτών στο Μπλόκο της Κοκκινιάς, ενώ αργότερα υπερασπίστηκε την αναγκαιότητα των Ταγμάτων Ασφαλείας για την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου και ως μάρτυρας «κατηγορίας» στη δίκη του Ράλλη.

Ο Σοφούλης θα είναι ο πρωθυπουργός των κυβερνήσεων συνεργασίας Κέντρου και Δεξιάς κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο, ενώ στην αντιπαράθεση με τον ΕΛΑΣ και τον αθηναϊκό λαό τον Δεκέμβρη του ’44 επικεφαλής του αστισμού ήταν ο επίσης βενιζελικής προέλευσης και αρχηγός του… Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, Γεώργιος Παπανδρέου, που τον διαδέχθηκε ο στρατηγός Πλαστήρας.

Είναι γνωστό ότι με τις κυβερνήσεις του Κέντρου στα 1950-52 εντάχθηκε η Ελλάδα στο ΝΑΤΟ, ψηφίστηκε το Σύνταγμα που επικύρωνε το καθεστώς που επιβλήθηκε με τη νίκη του αστισμού στον Εμφύλιο, εκτελέστηκαν δεκάδες αγωνιστές της Αριστεράς (από τον Νικηφορίδη μέχρι τον Μπελογιάννη και τους συντρόφους του), στάλθηκε εκστρατευτικό σώμα στην Κορέα, αποδοκιμάστηκε ο αγώνας του κυπριακού λαού κατά της βρετανικής αποικιοκρατίας κ.λπ.

Όπως είναι γνωστός και ο εκλογικός εκβιασμός της Αριστεράς από τον Πλαστήρα το 1952, όταν μετά απ’ όλα αυτά και έχοντας δρομολογήσει εκλογές με πλειοψηφικό σύστημα, απαίτησε να μη συμμετάσχει η ίδια και να καλέσει σε υπερψήφιση του Κέντρου για… να μη βγει η Δεξιά του Παπάγου!

Έκτοτε, ο εκβιασμός αυτός προς την Αριστερά θα είναι σταθερός, όποια μορφή κι αν έχει πάρει η «μεγάλη δημοκρατική παράταξη». Είτε ως Ένωση Κέντρου προδικτατορικά είτε ως ΠΑΣΟΚ μεταδικτατορικά είτε ως ΣΥΡΙΖΑ σήμερα. Με τη σταθερή αξίωση να πάψει η Αριστερά να υπάρχει ως αυτοτελής και διακριτή πολιτική δύναμη και να μετατραπεί σε στήριγμα της «προοδευτικής» και «δημοκρατικής» πτέρυγας του αστικού πολιτικού κόσμου.

Πρόκειται για διαχρονική αξίωση της «μεγάλης δημοκρατικής παράταξης» που οραματίζεται ένα πολιτικό τοπίο ανάλογο μ’ αυτό χωρών όπως οι ΗΠΑ ή η Βρετανία, στο οποίο δεν έχει θέσει η Αριστερά ως αυθύπαρκτη πολιτική δύναμη με ιδιαίτερη κοινοβουλευτική-πολιτική εκπροσώπηση.

Κάτι που σχεδόν επί έναν αιώνα δεν πέρασε στην Ελλάδα. Και που η Αριστερά, παρά την πολυδιάσπαση και την κρίση της, δεν θα μπορούσε να επιτρέψει να συμβεί ούτε και τώρα. Ακριβώς γιατί όποιες κι αν είναι οι επιμέρους υπαρκτές και σε κάποιες ιστορικές συγκυρίες ακόμη και σημαντικές, διαφορές ανάμεσα στις αντιμαχόμενες δυνάμεις του αστικού πολιτικού κόσμου, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι αυτές κινούνται στο ίδιο πλαίσιο της εξυπηρέτησης των στρατηγικών συμφερόντων της αστικής ταξικής κυριαρχίας. Σε αντιδιαστολή και αντιπαράθεση με τα συμφέροντα των εργαζόμενων λαϊκών τάξεων, τα οποία καλείται να εκπροσωπήσει η Αριστερά.

πηγή: kommon.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας