Η κυβέρνηση Τσίπρα στο ναρκοπέδιο των εργασιακών

2506

Το Σαββατοκύριακο που πέρασε φαίνεται να προσγείωσε για τα καλά το κυβερνητικό επιτελείο στην πολύ σκληρή πραγματικότητα. Δεν ήταν άλλωστε κάτι που δεν περίμεναν, καθώς ήταν γνωστό εξ αρχής ότι, όταν θα έσβηναν τα φώτα από την επίσκεψη του Μπάρακ Ομπάμα στη χώρα μας, τα απόνερα των διαπραγματεύσεων για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης θα έρχονταν στην επιφάνεια.
Από την άλλη, το όλο αφήγημα περί «διευθέτησης του ελληνικού χρέους» και μάλιστα με χρονικό ορίζοντα το Eurogroup της 5ης Δεκέμβρη δείχνει να στρώνει το χαλί για νέες επώδυνες υποχωρήσεις. Πως είναι δυνατό να τίθεται ως κύριος στόχος το γρήγορο κλείσιμο της εν λόγω διαπραγμάτευσης, όταν είναι εκ προτέρων γνωστό ότι η απέναντι πλευρά θα προσέλθει με τις πλέον σκληρές θέσεις επί ζητημάτων τόσο κρίσιμων, όπως τα εργασιακά;
Βέβαια, οι όποιες αναμενόμενες εξελίξεις στο εν λόγω ζήτημα έχουν τη δική τους πολιτική σημασία. Γιατί, ακόμη κι αν τα κυβερνητικά στελέχη μπορούσαν μέχρι στιγμής έστω να ισχυρίζονται πως οι πολιτικές τους επιλογές, αν και αντιδημοφιλείς, είχαν ως στόχο, εν μέρει, την όσο το δυνατό μικρότερη επιβάρυνση των χαμηλότερων στρωμάτων, είναι δεδομένο πως ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν ισχύει πια επ’ ουδενί.
Όπως κι αν το δει κανείς, οι νέες απαιτήσεις των δανειστών επί των εργασιακών (κι όχι μόνο) άπτονται «μεταρρυθμίσεων», οι οποίες είναι εγγεγραμμένες στο DNA του νεοφιλελεύθερου μοντέλου. Θα είναι ομολογουμένως εξαιρετικά δύσκολο να πειστούν ακόμη κι οι πιο καλόπιστοι όσον αφορά στις κυβερνητικές προθέσεις πως η όποια συζήτηση για την απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, την αλλαγή στο συνδικαλιστικό νόμο ή την περαιτέρω μείωση του κατώτατου μισθού μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά μέσα στο ήδη αποδιαρθρωμένο εργασιακό πεδίο.
Με άλλα λόγια, έχω την αίσθηση πως για τα μεγάλα τμήματα της κοινωνίας (για εκείνους δηλαδή που πλήττονται άμεσα από τις ακραίες πολιτικές λιτότητας των τελευταίων χρόνων) μικρή σημασία έχει η τελική μορφή της συμφωνίας. Αυτή ενδεχομένως να απασχολήσει επί μακρόν τα τηλεοπτικά πάνελ και τις κοινοβουλευτικές αίθουσες. Η ουσία όμως παραμένει ότι η συζήτηση που έχει ανοίξει διεξάγεται με τους όρους κι επ’ ωφελεία αποκλειστικά και μόνο των εργοδοτών. Κι αυτή είναι μια διαδικασία που η παρούσα κυβέρνηση, παρά τις περί του αντιθέτου μεγαλόστομες διακηρύξεις της, δεν έχει κάνει καμιά σοβαρή προσπάθεια για να αντιστρέψει. Εκτός κι αν στο υπουργείο Εργασίας πιστεύουν σοβαρά ότι οι προτάσεις για εφαρμογή πιο ευέλικτων μορφών εργασίας είναι προς το συμφέρον της πλατιάς μάζας των εργαζομένων που τα τελευταία χρόνια αποτελούν όλο και περισσότερο αντικείμενο εκμετάλλευσης.
Κάπως έτσι, λοιπόν, πολύ φοβάμαι πως και σε αυτή τη συγκυρία αναμένεται να κινηθούμε στη γνωστή πεπατημένη των μνημονιακών χρόνων. Με σκληρές διαπραγματεύσεις που θα καταλήγουν σε άτακτες υποχωρήσεις, με «αρραγείς» κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες να δίνουν ψήφο σε ακόμη πιο παράλογα μέτρα, με νέα success story. Οι δανειστές ίσως να θεωρήσουν πως η χώρα «ανακτά την ανταγωνιστικότητά της», οι διεθνείς οίκοι πιθανότατα να εκτιμήσουν πως η Ελλάδα είναι πλέον «ελκυστική για επενδύσεις». Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα τρίβει τα χέρια του αναλογιζόμενος πόσο «στρωμένα» θα τα βρει, όταν έρθει η στιγμή να ανέβει στην εξουσία. Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση Τσίπρα πιθανότατα θα έχει χάσει οριστικά και τις τελευταίες της κοινωνικές συμμαχίες, κινούμενη όλο και πιο βαθιά στο ναρκοπέδιο, στο οποίο επέλεξε να βάλει τον εαυτό της τον τελευταίο ενάμιση περίπου χρόνο.
*Πηγή: tvxs.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας