Οι αποκαλύψεις του Τζον Μπόλτον για τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις αλλά και η επίσημη έρευνα του ΝΑΤΟ ύστερα από τις γαλλικές κατηγορίες κατά τα Τουρκίας, επαναφέρουν στο προσκήνιο την άνιση και αντιφατική σχέση της Τουρκίας με τη Δύση.
Οι αποκαλύψεις του Τζον Μπόλτον ήρθαν να επιβεβαιώσουν μια εικόνα για τον πρόεδρο Τραμπ, την οποία μπορούσε κανείς να συνάγει και από τη δημόσια παρουσία του. Ένας πρόεδρος χωρίς την πιο βαθιά γνώση της διεθνούς πολιτικής (συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων… κενών στη γεωγραφία), η πολιτική του οποίου δεν έχει κάποιο άλλο συνεκτικό στοιχείο, πέραν της διακαούς επιθυμίας να εξασφαλίσει την επανεκλογή του και ο οποίος διαρκώς κινείται με όρους που υπερβαίνουν τις τυπικές αρμοδιότητές του, διατυπώνοντας αιτήματα που φέρνουν σε δύσκολη θέση τους συνεργάτες του.
Την ίδια ώρα επιβεβαιώνεται η ικανότητα που έχει ο Τραμπ να επικοινωνεί καλά με πολιτικούς ηγέτες που χαρακτηρίζονται από ένα αυταρχικό και αρκετά προσωποκεντρικό ύφος στην άσκηση της εξουσίας. Ένας από αυτούς και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Τα στοιχεία που αναφέρει ο Μπόλτον δεν αποτελούν ακριβώς «αποκαλύψεις». Και αυτό γιατί είναι γνωστό ότι σε κρίσιμες στιγμές ήταν ο Τραμπ αυτός που έριξε το βάρος του για να αποτραπεί μια συνολικότερη ρήξη με την Τουρκία, αλλά και για να ικανοποιηθούν συγκεκριμένα αιτήματα της Τουρκίας, ιδίως σε σχέση με τη Συρία και ιδίως το αίτημα για μια ζώνη ασφαλείας που να εξασφαλίζει την Τουρκία έναντι του «υπαρξιακού» φόβου για μια οιονεί κουρδική κρατική οντότητα στη Συρία.
Ωστόσο, αν κάτι εντυπωσιάζει από την αφήγηση του Μπόλτον είναι η φόρτιση ως προς το αντιμετώπιζε αυτές τις επιλογές του Τραμπ ένα μέρος του αμερικανικού πολιτικού, στρατιωτικού και διπλωματικού κατεστημένου, αν και πρέπει να σημειώσουμε ότι η αφήγηση του Μπόλτον, ενός από τα πιο επιθετικά «γεράκια» της Ουάσιγκτον, αντανακλά και τη δική του εμμονή για μια πολύ πιο επιθετική και παρεμβατική Αμερική που θα κλιμάκωνε την αντιπαράθεση και με τη Ρωσία και με την Κίνα αλλά και με τοπικές ισχυρές δυνάμεις όπως το Ιράν.
Οι δυο σχολές σκέψης στις ΗΠΑ για την εξωτερική πολιτική
Ειδικά σε σχέση με τη Συρία αποτυπωνόταν η διαφορά ανάμεσα σε δύο σχολές σκέψεις: αυτή που θεωρούσε ότι οι ΗΠΑ έπρεπε να περιορίσουν την έκθεσή τους σε συγκρούσεις τις οποίες δεν μπορούν να φέρουν σε πέρας ή να διαχειριστούν, σχολή στην οποία έστω και με το δικό του ιδιοσυγκρασιακό τρόπο ανήκει ο Τραμπ, και αυτή που επιμένει ότι πρέπει με κάθε τρόπο οι ΗΠΑ να συντηρούν ανοιχτές εστίες που να δημιουργούν προβλήματα και φθορά στις κινήσεις των αντιπάλων τους.
Αυτό φαινόταν πολύ χαρακτηριστικά στην περίπτωση της Συρίας όπου όλη η συζήτηση δεν ήταν για το εάν θα μπορούσαν οι ΗΠΑ να εγγυηθούν την προοπτική της ειρήνευσης, καθήκον που εκ των πραγμάτων περισσότερο μεταφέρθηκε στην αρμοδιότητα της Ρωσίας, όσο το εάν οι ΗΠΑ θα διατηρούσαν μια παρουσία, εν προκειμένω μέσω της στήριξης των Κούρδων, που θα τους επέτρεπε να έχουν λόγο στη μεταπολεμική Συρία και παράλληλα θα συντηρούσε μια επιπλέον εστία αποσταθεροποίησης στο σύνθετο πεδίο αντιθέσεων της περιοχής.
Κομμάτι της ίδια ταλάντευσης και η αντιπαράθεση στο εσωτερικό του διπλωματικού και στρατιωτικού κατεστημένου των ΗΠΑ ως προς τη σχέση με την Τουρκία. Από τη μια, υπάρχει η άποψη, που λέει ότι παρ’ όλες τις εντάσεις και τις αντιπαραθέσεις, η Τουρκία παραμένει μια εξαιρετικά σημαντική σύμμαχος με την οποία θα πρέπει να βρεθεί ένα επίπεδο συνεννόησης ώστε να μη διαρραγεί η συμμαχία. Από την άλλη, υπάρχει η άποψη που λέει ότι η Τουρκία έχει πάρει μια σαφή επιλογή να βλέπει τη θέση της περισσότερο εντός μιας «ευρασιατικής» στρατηγικής και σε ρήξη ουσιαστικά με τη Δύση. Η άποψη αυτή θεωρεί ότι αυτό καταδεικνύουν και οι αναβαθμισμένες ρωσοτουρκικές σχέσεις και η όλη ρητορική της Τουρκίας.
Η Τουρκία γνωρίζει αυτή την ταλάντευση και γι’ αυτό προσπαθεί να εκμεταλλευτεί όσο μπορεί την περίοδο στην οποία το πάνω χέρι φαίνεται να το έχουν οι οπαδοί μιας «ρεαλιστικής» προσέγγισης, που δεν επιθυμούν την ολοκληρωτική ρήξη ανάμεσα σε ΗΠΑ και Τουρκία. Είναι δε πιθανό να επιμείνει σε αυτή την κατεύθυνση και εν μέσω της προεκλογικής περιόδου που είναι σε εξέλιξη στις ΗΠΑ. Ούτε είναι τυχαίο, ότι η Τουρκία το τελευταίο διάστημα έχει ρίξει όσο μπορεί τους τόνους ως προς την κριτική στις ΗΠΑ ή ότι έχει κάνει διάφορους τακτικούς χειρισμούς σε σχέση με το ζήτημα των ρωσικών συστοιχιών S-400, ώστε να μη φανεί ότι προκαλεί τις ΗΠΑ.
Η σύγκρουση στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ
Όμως, αντιφατική δεν είναι μόνο η σχέση της Τουρκίας με τις ΗΠΑ. Και εντός του ΝΑΤΟ η Τουρκία ολοένα και περισσότερο βρίσκεται σε αντιπαράθεση με άλλες χώρες. Βέβαια, σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως είναι οι εξελίξεις στη Λιβύη, μια σύγκρουση στην οποία η Τουρκία επέλεξε να πάρει ενεργά θέση υπέρ της μίας πλευράς αυτό έχει να κάνει και με το πώς ούτε οι ίδιες οι χώρες της Δύσης δεν είχαν ενιαία στάση.
Για παράδειγμα διαφορετική η στάση της Γαλλίας που έχει βγει ανοιχτά υπέρ της πλευράς που αντιπολιτεύεται τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Τρίπολης (την οποία υποστηρίζει ανοιχτά η Τουρκία), διαφορετική η στάση της Γερμανίας που θα ήθελε να εγγυηθεί την ειρηνευτική διαδικασία, ή της Ιταλίας που διατηρεί σχέσεις με την κυβέρνηση της Τρίπολης.
Όμως και εδώ οι προστριβές είναι έντονες, όπως φάνηκε από τις καταγγελίες της Γαλλίας προς το ΝΑΤΟ ότι η φρεγάτα του γαλλικού πολεμικού ναυτικού, από αυτές που περιπολούν στην ανατολική Μεσόγειο για την επιτήρηση της εφαρμογής του διεθνούς εμπάργκο όπλων προς τη Λιβύη, βρέθηκε αντιμέτωπη με επιθετικό ελιγμό πλοίων του τουρκικού στόλου, καταγγελίες που θα αποτελέσουν αντικείμενο εσωτερικής έρευνας της Συμμαχίας σύμφωνα με τον γενικό γραμματέα της Γενς Στόλτενμπεργκ.
Παρότι αυτό έχει να κάνει και με τον ιδιαίτερο τρόπο που η Γαλλία βλέπει ιδιαίτερα αρνητικά την προσπάθεια της Τουρκίας να αναβαθμίσει τη θέση της και να διεκδικήσει να έχει έναν ευρύτερο «μεσογειακό ρόλο», εντούτοις και αυτό αποτυπώνει την αντιφατική σχέση της Τουρκίας με τη Δύση.
Προστριβές και με άλλες χώρες
Σε όλες αυτές τις αντιθέσεις ας προσθέσουμε ότι γύρω από τη κρίση στη Λιβύη αποτυπώνονται και οι αντιπαραθέσεις που έχει η Τουρκία σε σχέση με άλλες χώρες που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχουν μια καλή σχέση με τη Δύση. Γιατί μπορεί το Κατάρ, που διατηρεί καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ, να στηρίζει μαζί με την Τουρκία την κυβέρνηση της Τρίπολης, όμως απέναντί τους έχουν την Αίγυπτο και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και επί της ουσίας της Σαουδική Αραβία, χώρες που αποτελούν στρατηγικούς συμμάχους των ΗΠΑ.
Άλλες χώρες, σύμμαχοι των ΗΠΑ, όπως το Ισραήλ προσπαθούν να συνδυάσουν διαφορετικές προτεραιότητες, με την ισραηλινή κυβέρνηση να κάνει προτάσεις αναθέρμανσης των διμερών σχέσεων, την ώρα που γνωρίζει ότι η Τουρκία διαμαρτύρεται έντονα για το ενδεχόμενο προσάρτησης μέρους της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης, ενώ είναι η ίδια η ισραηλινή κυβέρνηση που προσπαθεί να ανακόψει την προσπάθεια τουρκικών ισλαμιστικών οργανώσεων να αναβαθμίσουν τη δράση τους στην Παλαιστίνη, σε συνεννόηση με την Ιορδανία και την Σαουδική Αραβία.