Εκ πρώτης όψεως, ο τούρκος πρόεδρος Recep Tayyip Erdogan φαίνεται απρόσβλητος: απέτρεψε την περυσινή απόπειρα πραξικοπήματος, φυλάκισε πάνω από 50.000 αντιπάλους του, απέλυσε πάνω από 100.000 δημόσιους υπαλλήλους, “αποκεφάλισε” τον κάποτε ισχυρό τουρκικό στρατό, εξουδετέρωσε μεγάλο μέρος της κοινοβουλευτικής του αντιπολίτευσης, απελευθερώθηκε σχεδόν από το μισό των εκλεγμένων αξιωματούχων της χώρας του, και πέρασε δυναμικά ένα δημοψήφισμα, το οποίο θα τον καταστήσει τον πιο ισχυρό στην εκτελεστική εξουσία μετά τις εκλογές του 2019. Εν τω μεταξύ, μια φαινομενικά ατελείωτη κατάσταση έκτακτης ανάγκης, του επιτρέπει να κυβερνά βάσει ενός διατάγματος.
Γιατί, λοιπόν, ο άνθρωπος αυτός τρέχει σαν φοβισμένος;Διότι, τα ίδια εργαλεία που ο Ερντογάν χρησιμοποίησε για να μετατραπεί ο ίδιος σε ένα σύγχρονο σουλτάνο, του “γυρνάνε μπούμερανγκ”. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης αποθαρρύνει τις ξένες επενδύσεις, οι οποίες αποτελούν το βασικό πυλώνα λειτουργίας της τουρκικής οικονομίας. Η απώλεια έμπειρων κυβερνητικών εργαζομένων έχει θέσει τεράστια πίεση στη λειτουργία της γραφειοκρατίας. Και οι υποσχέσεις που έδωσε στο εκλογικό σώμα για να περάσει το δημοψήφισμά του, φαίνεται πια να μην μπορούν να εκπληρωθούν.
Μέρος του προβλήματος είναι ο ίδιος ο Ερντογάν. Με αυτή την έννοια, είναι λίγο σαν τον αμερικανό πρόεδρο Donald Trump, ο οποίος έχει επίσης αποξενώσει τους συμμάχους του με ένα συνδυασμό εκρηκτικότητας και τυχοδιωκτισμού. Ο Τούρκος Πρόεδρος βρίσκεται σε διαμάχη με την Ουάσιγκτον εξαιτίας μιας δίκης διαφθοράς, ενώ σε αντίστοιχη κατάσταση βρίσκεται και με τη Γερμανία (και το μεγαλύτερο μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης) για τον αυξανόμενο αυταρχισμό του και, με εξαίρεση τη Ρωσία, την Κίνα, το Κατάρ και το Ιράν, φαίνεται να μην τα πηγαίνει καλά με κανέναν αυτές τις μέρες. Όλο αυτό απέχει πολύ από την κατάσταση που επικρατούσε πριν από μια δεκαετία, όταν κεντρική γραμμή της εξωτερικής πολιτικής της Άγκυρας ήταν “όχι προβλήματα με τους γείτονες”. Όπως έγραψε ένας Τούρκος σχολιαστής, τώρα ισχύει το “χωρίς γείτονες χωρίς προβλήματα”.
Ωστόσο, αυτό που έχει προκαλέσει τέτοιο φόβο στον Ερντογάν δεν είναι τόσο η αυξανόμενη διπλωματική απομόνωση της χώρας, αλλά η οικονομία και το πώς θα μπορούσε να επηρεάσει το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών το 2019.
Κατά τη διάρκεια του συνταγματικού δημοψηφίσματος πέρυσι, η κυβέρνηση έδωσε δάνεια και ανέσεις στο μέσο Τούρκο. Η ανάπτυξη επιταχύνθηκε, μειώθηκε η ανεργία και μειώθηκε το ποσοστό φτώχειας. Αλλά το κόστος της φαινομενικής αυτής εκτόξευσης αρχίζει να φαίνεται ακριβώς πάνω στην στιγμή που οι διεθνείς τιμές ενέργειας αυξάνονται. Η Τουρκία εισάγει σχεδόν όλη της την ενέργεια, ενώ αν η τιμή του πετρελαίου έπεφτε σε λίγο περισσότερο από 30 δολάρια το βαρέλι, ο προϋπολογισμός θα μπορούσε να το χειριστεί.
Η τιμή του πετρελαίου το Δεκέμβριο, ωστόσο, ήταν κοντά στα 60 δολάρια το βαρέλι και μια πρόσφατη συμφωνία μεταξύ των δύο μεγαλύτερων παραγωγών – Σαουδική Αραβία και Ρωσία – για τον περιορισμό της παραγωγής, θα οδηγήσει την τιμή αυτή σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα στο μέλλον. Οι τιμές για τη βενζίνη και τη θέρμανση θα αυξηθούν απότομα τους ερχόμενους μήνες.
Η τουρκική ανεργία είναι πάνω από 13%, ο πληθωρισμός είναι κοντά στο 12% και η τουρκική λίρα έχει πέσει στο 12% έναντι του δολαρίου. Με το ενεργειακό κόστος να αυξάνεται και τη τιμή του νομίσματος να μειώνεται, η Τουρκία αγωνίζεται μέσω μιας οικονομικής διπλής μίζας.
Ο οικονομολόγος Timur Kuran του πανεπιστημίου του Duke αναφέρει ότι η τουρκική οικονομία αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα. “Το AKP (κόμμα δικαιοσύνης και ανάπτυξης του Ερντογάν) κάνει μαζικές και μακροπρόθεσμες ζημίες στην τουρκική οικονομία. Η διαφθορά έχει αυξηθεί, η ποιότητα της εκπαίδευσης έχει μειωθεί, τα δικαστήρια είναι πολιτικοποιημένα και ο λαός φοβάται να μιλήσει με ειλικρίνεια”. Ο Κούραν υποστηρίζει ότι οποιαδήποτε ανάπτυξη βασίζεται σε βραχυπρόθεσμες επενδύσεις, το λεγόμενο “ζεστό χρήμα”, με υψηλά επιτόκια. “Αυτή δεν είναι μια βιώσιμη στρατηγική. Κάνει την Τουρκία ιδιαίτερα ευάλωτη σε ένα σοκ που ενδέχεται να προκαλέσει μεγάλη απώλεια πόρων. ”
Υπό τον Ερντογάν, οι δείκτες διαφθοράς πράγματι φαίνεται να αυξάνονται.Το 2013, ο οργανισμός για την καταπολέμηση της διαφθοράς, η Διεθνής Διαφάνεια (Transparency International) κατατάσσει την Τουρκία 53η από τις 175 χώρες στον Δείκτη Διαφθοράς.
Η οικονομία της Τουρκίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το ξένο χρήμα, αλλά η συνεχιζόμενη κατάσταση έκτακτης ανάγκης και η διακυβέρνηση βάσει διατάγματος αποθαρρύνει τους επενδυτές. Στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας δείχνουν ότι η Τουρκία χάνει 1 δις δολάρια την εβδομάδα από τις ξένες επενδύσεις. Η Βρετανία, σημαντικός επενδυτής στην Τουρκία, έχει μειώσει τις επενδύσεις της κατά 20% από την κήρυξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης.
Η αβεβαιότητα έχει εξαπλωθεί και στους Τούρκους πολίτες, οι οποίοι βάζουν τα χρήματά τους σε ξένες επενδύσεις για να διατηρήσουν τις αποταμιεύσεις τους. Από τα τέλη του 2016 μέχρι τον Νοέμβριο του 2017, οι Τούρκοι μετέφεραν 17,2 δισεκατομμύρια δολάρια σε ξένες επιχειρήσεις και τράπεζες.
Ο Ερντογάν κατηγορεί τις τουρκικές τράπεζες -ιδίως την Κεντρική Τράπεζα- για την αύξηση των επιτοκίων και την ύφεση στην οικονομία. Ωστόσο, ο Kemel Kilicdaroglu, ηγέτης του κεντρώου, κοσμικού και αντιπολιτευόμενου, Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), υποστηρίζει ότι “Ο πραγματικός λόγος, για τον οποίο οι ξένες επενδύσεις, πλην των αγορών ακινήτων, μειώνονται είναι ότι οι ξένοι επενδυτές αισθάνονται ανασφαλείς να επενδύσουν σε μια χώρα όπου ο νόμος, η δικαιοσύνη και η ελευθερία του τύπου είναι ανύπαρκτη. ”
Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης επιτρέπει στην κυβέρνηση να καταστείλει τις απεργίες των συνδικαλιστικών οργανώσεων, αλλά δεν είναι πλέον τόσο επιτυχής στο να καταστείλει τους αγρότες, κάτι που κάποτε αποτελούσε το δυνατό σημείο του AKP.
Μία από τις οικονομικές “μεταρρυθμίσεις” του Ερντογάν ήταν να ανοίξει τις τουρκικές αγορές στον ξένο ανταγωνισμό, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα απώλειες για το απόθεμα και τους αγρότες της χώρας. Οι παραγωγοί κρέατος ανησυχούν για τη συμφωνία με τη Σερβία και την εισαγωγή 5.000 τόνων κόκκινου κρέατος και οι παραγωγοί τσαγιού, σταφυλιού, καπνού και βερίκοκου έχουν πληγεί από την πτώση των τιμών και τον ανταγωνισμό από το εξωτερικό. Οι καλλιεργητές φουντουκιού ήταν τόσο συγκλονισμένοι με τη βασική τιμή της κυβέρνησης για τα προϊόντα τους, που διοργάνωσαν μια μεγάλη πορεία υπό το σύνθημα “Δικαιοσύνη στα φουντούκια”.
Μάλιστα, έρευνες διαπίστωσαν ότι οι ξένες εισαγωγές μείωσαν τον αριθμό των οικογενειών που ασχολούνται με την καλλιέργεια καπνού από 405.882 οικογένειες το 2002 σε 56.000 το 2015.
Δεν είναι τόσο οι πορείες που ανησυχούν τον Ερντογάν, αλλά το γεγονός ότι περίπου 20 εκατομμύρια αγρότες Τούρκοι τάασσονται ενάντια στην κυβέρνηση, θυμός που μπορεί να μεταφραστεί σε αρνητικές γι αυτόν ψήφους το 2019. Στο δημοψήφισμα του Απριλίου του 2017, οι αγροτικές περιοχές υποστήριξαν σταθερά το ΑΚΡ, ενώ τα αστικά κέντρα -ιδίως η νεολαία τους- ψήφισαν “όχι”. Η απώλεια αστικών κέντρων- όπως η Άγκυρα και η Κωνσταντινούπολη – η πόλη όπου ο Ερντογάν ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία – ήταν ένα σοκ για το ΑΚΡ, αλλά οι απώλειες στις αγροτικές περιοχές θα ήταν μοιραίες για το κόμμα του Ερντογάν.
Ενώ, όμως, ο Ερντογάν πιέζει να κρατήσει την πόρτα της οικονομίας ανοιχτή για μεγάλο ακόμα χρονικό διάστημα, έστω μέχρι να περάσει το 2019, υπάρχουν ρήξεις στο εσωτερικό του κόμματος. Μια πτέρυγα του AKP δεν είναι ευχαριστημένη με τις εξωτερικές πολιτικές διαμάχες που ανοίγει ο Ερντογάν, και τις επιπτώσεις που έχουν στην οικονομία.
Στα δεξιά του, ο πρώην υπουργός εσωτερικών Meral Aksener δημιούργησε το “Iyi Parti” ή αλλιώς το “Good Party” και ισχυρίζεται ότι σχεδιάζει να κοντράρει τον Ερντογάν στην κούρσα για την προεδρία. Ο Aksener απευθύνει έκκληση στα πιο εθνικιστικά ρεύματα εντός του AKP και ευελπιστεί να προσελκύσει την υποστήριξη του εθνικού ακροδεξιού κόμματος (MHP). Αυτή τη στιγμή, καταλαμβάνει περίπου το 16% των ψήφων.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το “IyiParti” διασπά το σώμα των υποστηρικτών του AKP, οι οποίοι έχουν μειωθεί στο 38%. Ο Ερντογάν χρειάζεται τουλάχιστον το 51 τοις εκατό, τον αριθμό που ισχυρίζεται ότι πήρε στο δημοψήφισμα (εξωτερικοί παρατηρητές όμως έθεταν μεγάλα ερωτηματικά για το έγκυρο των αποτελεσμάτων των εκλογών). Ο Aksener θα μπορούσε να διασπάσει τους υποστηρικτές του Ερντογάν εντός του AKP και του MHP, αρνούμενος να δώσει έτσι στον Ερντογάν την πολυπόθητη πλειοψηφία του.
Ούτε, όμως και το CHP παραιτήθηκε από την κούρσα των εκλογών. Εκτός από το να οργανώνει πορείες αγανακτισμένων αγροτών, ο αρχηγός του κόμματος, Kilicdaroglu κατάφερε το περασμένο καλοκαίρι να πραγματοποιήσει μια 25ήμερη “πορεία για τη Δικαιοσύνη”, συνολικής απόστασης περίπου 450 χλμ.
Το Δημοκρατικό Λαϊκό Κόμμα (HDP), το αριστερό κόμμα της Τουρκίας, που συνδέεται στενά με τον κουρδικό πληθυσμό, έχει αποδεκατιστεί με συλλήψεις και κατάσχεση των περιουσιακών του στοιχείων, αλλά εξακολουθεί να είναι το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα στο κοινοβούλιο. “Μπορεί να φαίνεται ότι η αδικία έχει επικρατήσει, αλλά αυτό δεν θα διαρκέσει για πολύ ακόμα”, δήλωσε στο Al-Monitor ο βουλευτής του HDP, Meral Danis Bestas. “Το μέλλον της Τουρκίας βρίσκεται στη δημοκρατία, τα δικαιώματα και την ελευθερία”.
Πράγματι, λοιπόν, ο Ερντογάν έχει τεράστια δύναμη και έχει εξουδετερώσει σχεδόν όλους του τους αντιπάλους τα τελευταία 20 χρόνια. Ο τουρκικός λαός, ωστόσο, έχει κουραστεί από τη διακυβέρνησή του και, αν τα οικονομικά του σχέδια αποτύχουν, το πλήγμα γι’αυτόν μπορεί να είναι μοιραίο.
Γι ‘αυτό, λοιπόν, τρέχει φοβισμένος.
Πηγή: antapocrisis.gr
Μετάφραση: Λαζαρίδου Έλενα
Μέρος του προβλήματος είναι ο ίδιος ο Ερντογάν. Με αυτή την έννοια, είναι λίγο σαν τον αμερικανό πρόεδρο Donald Trump, ο οποίος έχει επίσης αποξενώσει τους συμμάχους του με ένα συνδυασμό εκρηκτικότητας και τυχοδιωκτισμού. Ο Τούρκος Πρόεδρος βρίσκεται σε διαμάχη με την Ουάσιγκτον εξαιτίας μιας δίκης διαφθοράς, ενώ σε αντίστοιχη κατάσταση βρίσκεται και με τη Γερμανία (και το μεγαλύτερο μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης) για τον αυξανόμενο αυταρχισμό του και, με εξαίρεση τη Ρωσία, την Κίνα, το Κατάρ και το Ιράν, φαίνεται να μην τα πηγαίνει καλά με κανέναν αυτές τις μέρες. Όλο αυτό απέχει πολύ από την κατάσταση που επικρατούσε πριν από μια δεκαετία, όταν κεντρική γραμμή της εξωτερικής πολιτικής της Άγκυρας ήταν “όχι προβλήματα με τους γείτονες”. Όπως έγραψε ένας Τούρκος σχολιαστής, τώρα ισχύει το “χωρίς γείτονες χωρίς προβλήματα”.
Ωστόσο, αυτό που έχει προκαλέσει τέτοιο φόβο στον Ερντογάν δεν είναι τόσο η αυξανόμενη διπλωματική απομόνωση της χώρας, αλλά η οικονομία και το πώς θα μπορούσε να επηρεάσει το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών το 2019.
Κατά τη διάρκεια του συνταγματικού δημοψηφίσματος πέρυσι, η κυβέρνηση έδωσε δάνεια και ανέσεις στο μέσο Τούρκο. Η ανάπτυξη επιταχύνθηκε, μειώθηκε η ανεργία και μειώθηκε το ποσοστό φτώχειας. Αλλά το κόστος της φαινομενικής αυτής εκτόξευσης αρχίζει να φαίνεται ακριβώς πάνω στην στιγμή που οι διεθνείς τιμές ενέργειας αυξάνονται. Η Τουρκία εισάγει σχεδόν όλη της την ενέργεια, ενώ αν η τιμή του πετρελαίου έπεφτε σε λίγο περισσότερο από 30 δολάρια το βαρέλι, ο προϋπολογισμός θα μπορούσε να το χειριστεί.
Η τιμή του πετρελαίου το Δεκέμβριο, ωστόσο, ήταν κοντά στα 60 δολάρια το βαρέλι και μια πρόσφατη συμφωνία μεταξύ των δύο μεγαλύτερων παραγωγών – Σαουδική Αραβία και Ρωσία – για τον περιορισμό της παραγωγής, θα οδηγήσει την τιμή αυτή σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα στο μέλλον. Οι τιμές για τη βενζίνη και τη θέρμανση θα αυξηθούν απότομα τους ερχόμενους μήνες.
Η τουρκική ανεργία είναι πάνω από 13%, ο πληθωρισμός είναι κοντά στο 12% και η τουρκική λίρα έχει πέσει στο 12% έναντι του δολαρίου. Με το ενεργειακό κόστος να αυξάνεται και τη τιμή του νομίσματος να μειώνεται, η Τουρκία αγωνίζεται μέσω μιας οικονομικής διπλής μίζας.
Ο οικονομολόγος Timur Kuran του πανεπιστημίου του Duke αναφέρει ότι η τουρκική οικονομία αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα. “Το AKP (κόμμα δικαιοσύνης και ανάπτυξης του Ερντογάν) κάνει μαζικές και μακροπρόθεσμες ζημίες στην τουρκική οικονομία. Η διαφθορά έχει αυξηθεί, η ποιότητα της εκπαίδευσης έχει μειωθεί, τα δικαστήρια είναι πολιτικοποιημένα και ο λαός φοβάται να μιλήσει με ειλικρίνεια”. Ο Κούραν υποστηρίζει ότι οποιαδήποτε ανάπτυξη βασίζεται σε βραχυπρόθεσμες επενδύσεις, το λεγόμενο “ζεστό χρήμα”, με υψηλά επιτόκια. “Αυτή δεν είναι μια βιώσιμη στρατηγική. Κάνει την Τουρκία ιδιαίτερα ευάλωτη σε ένα σοκ που ενδέχεται να προκαλέσει μεγάλη απώλεια πόρων. ”
Υπό τον Ερντογάν, οι δείκτες διαφθοράς πράγματι φαίνεται να αυξάνονται.Το 2013, ο οργανισμός για την καταπολέμηση της διαφθοράς, η Διεθνής Διαφάνεια (Transparency International) κατατάσσει την Τουρκία 53η από τις 175 χώρες στον Δείκτη Διαφθοράς.
Η οικονομία της Τουρκίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το ξένο χρήμα, αλλά η συνεχιζόμενη κατάσταση έκτακτης ανάγκης και η διακυβέρνηση βάσει διατάγματος αποθαρρύνει τους επενδυτές. Στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας δείχνουν ότι η Τουρκία χάνει 1 δις δολάρια την εβδομάδα από τις ξένες επενδύσεις. Η Βρετανία, σημαντικός επενδυτής στην Τουρκία, έχει μειώσει τις επενδύσεις της κατά 20% από την κήρυξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης.
Η αβεβαιότητα έχει εξαπλωθεί και στους Τούρκους πολίτες, οι οποίοι βάζουν τα χρήματά τους σε ξένες επενδύσεις για να διατηρήσουν τις αποταμιεύσεις τους. Από τα τέλη του 2016 μέχρι τον Νοέμβριο του 2017, οι Τούρκοι μετέφεραν 17,2 δισεκατομμύρια δολάρια σε ξένες επιχειρήσεις και τράπεζες.
Ο Ερντογάν κατηγορεί τις τουρκικές τράπεζες -ιδίως την Κεντρική Τράπεζα- για την αύξηση των επιτοκίων και την ύφεση στην οικονομία. Ωστόσο, ο Kemel Kilicdaroglu, ηγέτης του κεντρώου, κοσμικού και αντιπολιτευόμενου, Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), υποστηρίζει ότι “Ο πραγματικός λόγος, για τον οποίο οι ξένες επενδύσεις, πλην των αγορών ακινήτων, μειώνονται είναι ότι οι ξένοι επενδυτές αισθάνονται ανασφαλείς να επενδύσουν σε μια χώρα όπου ο νόμος, η δικαιοσύνη και η ελευθερία του τύπου είναι ανύπαρκτη. ”
Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης επιτρέπει στην κυβέρνηση να καταστείλει τις απεργίες των συνδικαλιστικών οργανώσεων, αλλά δεν είναι πλέον τόσο επιτυχής στο να καταστείλει τους αγρότες, κάτι που κάποτε αποτελούσε το δυνατό σημείο του AKP.
Μία από τις οικονομικές “μεταρρυθμίσεις” του Ερντογάν ήταν να ανοίξει τις τουρκικές αγορές στον ξένο ανταγωνισμό, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα απώλειες για το απόθεμα και τους αγρότες της χώρας. Οι παραγωγοί κρέατος ανησυχούν για τη συμφωνία με τη Σερβία και την εισαγωγή 5.000 τόνων κόκκινου κρέατος και οι παραγωγοί τσαγιού, σταφυλιού, καπνού και βερίκοκου έχουν πληγεί από την πτώση των τιμών και τον ανταγωνισμό από το εξωτερικό. Οι καλλιεργητές φουντουκιού ήταν τόσο συγκλονισμένοι με τη βασική τιμή της κυβέρνησης για τα προϊόντα τους, που διοργάνωσαν μια μεγάλη πορεία υπό το σύνθημα “Δικαιοσύνη στα φουντούκια”.
Μάλιστα, έρευνες διαπίστωσαν ότι οι ξένες εισαγωγές μείωσαν τον αριθμό των οικογενειών που ασχολούνται με την καλλιέργεια καπνού από 405.882 οικογένειες το 2002 σε 56.000 το 2015.
Δεν είναι τόσο οι πορείες που ανησυχούν τον Ερντογάν, αλλά το γεγονός ότι περίπου 20 εκατομμύρια αγρότες Τούρκοι τάασσονται ενάντια στην κυβέρνηση, θυμός που μπορεί να μεταφραστεί σε αρνητικές γι αυτόν ψήφους το 2019. Στο δημοψήφισμα του Απριλίου του 2017, οι αγροτικές περιοχές υποστήριξαν σταθερά το ΑΚΡ, ενώ τα αστικά κέντρα -ιδίως η νεολαία τους- ψήφισαν “όχι”. Η απώλεια αστικών κέντρων- όπως η Άγκυρα και η Κωνσταντινούπολη – η πόλη όπου ο Ερντογάν ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία – ήταν ένα σοκ για το ΑΚΡ, αλλά οι απώλειες στις αγροτικές περιοχές θα ήταν μοιραίες για το κόμμα του Ερντογάν.
Ενώ, όμως, ο Ερντογάν πιέζει να κρατήσει την πόρτα της οικονομίας ανοιχτή για μεγάλο ακόμα χρονικό διάστημα, έστω μέχρι να περάσει το 2019, υπάρχουν ρήξεις στο εσωτερικό του κόμματος. Μια πτέρυγα του AKP δεν είναι ευχαριστημένη με τις εξωτερικές πολιτικές διαμάχες που ανοίγει ο Ερντογάν, και τις επιπτώσεις που έχουν στην οικονομία.
Στα δεξιά του, ο πρώην υπουργός εσωτερικών Meral Aksener δημιούργησε το “Iyi Parti” ή αλλιώς το “Good Party” και ισχυρίζεται ότι σχεδιάζει να κοντράρει τον Ερντογάν στην κούρσα για την προεδρία. Ο Aksener απευθύνει έκκληση στα πιο εθνικιστικά ρεύματα εντός του AKP και ευελπιστεί να προσελκύσει την υποστήριξη του εθνικού ακροδεξιού κόμματος (MHP). Αυτή τη στιγμή, καταλαμβάνει περίπου το 16% των ψήφων.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το “IyiParti” διασπά το σώμα των υποστηρικτών του AKP, οι οποίοι έχουν μειωθεί στο 38%. Ο Ερντογάν χρειάζεται τουλάχιστον το 51 τοις εκατό, τον αριθμό που ισχυρίζεται ότι πήρε στο δημοψήφισμα (εξωτερικοί παρατηρητές όμως έθεταν μεγάλα ερωτηματικά για το έγκυρο των αποτελεσμάτων των εκλογών). Ο Aksener θα μπορούσε να διασπάσει τους υποστηρικτές του Ερντογάν εντός του AKP και του MHP, αρνούμενος να δώσει έτσι στον Ερντογάν την πολυπόθητη πλειοψηφία του.
Ούτε, όμως και το CHP παραιτήθηκε από την κούρσα των εκλογών. Εκτός από το να οργανώνει πορείες αγανακτισμένων αγροτών, ο αρχηγός του κόμματος, Kilicdaroglu κατάφερε το περασμένο καλοκαίρι να πραγματοποιήσει μια 25ήμερη “πορεία για τη Δικαιοσύνη”, συνολικής απόστασης περίπου 450 χλμ.
Το Δημοκρατικό Λαϊκό Κόμμα (HDP), το αριστερό κόμμα της Τουρκίας, που συνδέεται στενά με τον κουρδικό πληθυσμό, έχει αποδεκατιστεί με συλλήψεις και κατάσχεση των περιουσιακών του στοιχείων, αλλά εξακολουθεί να είναι το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα στο κοινοβούλιο. “Μπορεί να φαίνεται ότι η αδικία έχει επικρατήσει, αλλά αυτό δεν θα διαρκέσει για πολύ ακόμα”, δήλωσε στο Al-Monitor ο βουλευτής του HDP, Meral Danis Bestas. “Το μέλλον της Τουρκίας βρίσκεται στη δημοκρατία, τα δικαιώματα και την ελευθερία”.
Πράγματι, λοιπόν, ο Ερντογάν έχει τεράστια δύναμη και έχει εξουδετερώσει σχεδόν όλους του τους αντιπάλους τα τελευταία 20 χρόνια. Ο τουρκικός λαός, ωστόσο, έχει κουραστεί από τη διακυβέρνησή του και, αν τα οικονομικά του σχέδια αποτύχουν, το πλήγμα γι’αυτόν μπορεί να είναι μοιραίο.
Γι ‘αυτό, λοιπόν, τρέχει φοβισμένος.
Πηγή: antapocrisis.gr
Μετάφραση: Λαζαρίδου Έλενα