Φαίνεται πλέον καθαρά ότι το Brexit του καλοκαιριού 2016 όχι μόνον δεν αποτέλεσε την επίλυση μιας βρετανικής «ιδιαιτερότητας», που πάντοτε ενυπήρχε στις δομές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά σηματοδότησε ένα ολόκληρο συνεχώς διευρυνόμενο κύμα τάσεων αποδόμησης της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Αυτό το ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα εξαπλώνεται σήμερα πλέον σε σημαντικά τμήματα των πολιτικών δυνάμεων στην Ιταλία, την ίδια τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ολλανδία, την Αυστρία κλπ., που και αν ακόμη δεν είναι πλειοψηφικό, εντούτοις επιδρά καθοριστικά στην πορεία των ευρωπαϊκών πραγμάτων. Το εξαιρετικά ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι ότι ηγεμονεύεται, υποκινείται και εκφράζεται από τις πλέον ακραία συντηρητικές ευρωπαϊκές δυνάμεις, στον ίδιο βαθμό που άλλα τμήματα του ευρωπαϊκού πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου, υποστηρίζουν με νύχια και με δόντια την συνέχιση της λειτουργίας της ευρωζώνης και της ευρωπαϊκής ένωσης. Άλλωστε η εκλογή Ν. Τράμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, σε αντίθεση με την προηγούμενη αμερικανική πολιτική που επεδίωκε τη λειτουργία μιας ενιαίας και σταθερής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, σηματοδοτεί την ενίσχυση της τάσης διάσπασης και αποχωρήσεων από αυτήν.
Αντιπαράθεση των δύο αστικών ευρωπαϊκών πολιτικών
Βεβαίως στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα, και παρά την παρατεταμένη κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και την άσκηση δρακόντειων δημοσιονομικών πολιτικών και της επιβολής των αλλεπάλληλων μνημονίων, μπορεί να διογκώνεται ένα, εκλογικού και όχι κινηματικού χαρακτήρα, ρεύμα αντίθεσης προς το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, που δεν ταυτίζεται με την συνολική απόρριψη της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής διεθνοποίησης, ωστόσο αυτό δεν αντανακλάται εντός του κοινοβουλευτικού πολιτικού συστήματος. Η μεγάλη πλειονότητα των αστικών μνημονιακών πολιτικών δυνάμεων, προερχόμενες από τη συντηρητική παράταξη, την μεταλλαγμένη σοσιαλδημοκρατία και τον μετασχηματισμένο ΣΥΡΙΖΑ, υποστηρίζει τη συνέχιση της λειτουργίας των ευρωπαϊκών θεσμών, με ευλαβική μάλιστα προσήλωση σ’ αυτούς. Πολιτικοί σχηματισμοί που προέταξαν ως προοιμιακή αφετηρία και προϋπόθεση την αποχώρηση από την ευρωζώνη (και ενδεχομένως από την Ευρωπαϊκή Ένωση), στις εκλογικές αναμετρήσεις που έχουν προηγηθεί, δεν κατόρθωσαν καν να εξασφαλίσουν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση (Σχέδιο Β, Λαϊκή Ενότητα, Ανταρσύα, ΕΠΑΜ).
Προκύπτει ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση που ξεκίνησε μια δεκαετία μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και που προβλήθηκε ως το κατάλληλο πλαίσιο για την αποφυγή της επανάληψης πολεμικών συρράξεων στο ευρωπαϊκό έδαφος, ήταν βέβαια μια ηπειρωτική μορφή της διεθνοποίησης του κεφαλαίου, που είναι αντικειμενική τάση στην ανάπτυξη των εθνικών καπιταλισμών. Προφανώς στην πορεία ανάπτυξής της η Ευρωπαϊκή Ένωση ξεπέρασε κατά πολύ τον αρχικό της χαρακτήρα ως ενιαίου πεδίου «ελεύθερης» κυκλοφορίας εμπορευμάτων, κεφαλαίων, υπηρεσιών και εργατικού δυναμικού. Εξοπλίστηκε με σημαντικές πανευρωπαϊκής ισχύος Συνθήκες (λ.χ. Μάαστριχτ, Λισαβόνας, Σύμφωνο Σταθερότητας), οργανώθηκε οικονομικά με κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα και αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες, φτάνοντας μέχρι του σημείου να σχεδιάζεται η ομοσπονδοποίηση των κρατών μελών της κοινότητας.
Στις προηγούμενες δεκαετίες αυτό το θεσμικό πλαίσιο με τους αντίστοιχους μηχανισμούς, που έκφραζε μια ορισμένη συμμαχία των αστικών τάξεων των επιμέρους κρατών, είχε μια ορισμένη λειτουργικότητα, τόσο από την άποψη ότι οι εθνικές επιχειρήσεις έβρισκαν τη δυνατότητα απεύθυνσης σε μια κατά πολύ μεγαλύτερη της εθνικής αγορά, όσο και από την άποψη της σταδιακής επιβολής μέτρων περιορισμού και απορρύθμισης των εργατικών δικαιωμάτων, ιδιαίτερα με την επικράτηση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών από την δεκαετία του 1990. Εντούτοις το συνολικό αυτό πλαίσιο άρχισε να εισέρχεται σε μια κρίση που τα αποτελέσματά της είναι σήμερα περισσότερο από εμφανή, και της οποίας οι αιτίες ανάγονται σε πολλαπλούς παράγοντες :
Η έκρηξη της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου από τα τέλη της δεκαετίας του 2000, φαινόμενο διεθνούς και όχι ειδικά ευρωπαϊκού χαρακτήρα, επέφερε δυσμενέστατες κοινωνικές επιπτώσεις (λ.χ. διεύρυνση της ανεργίας, επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης κ.ά.) και επέβαλαν την εφαρμογή μνημονιακών πολιτικών, κι’ αυτό όχι μόνον στην ελληνική περίπτωση (Ισπανία, Γαλλία, Πορτογαλία).
Η αντιμετώπιση αυτής της κρίσης και η ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας έγινε με στρατηγικό επίκεντρο ακριβώς τους μηχανισμούς και θεσμούς της ευρωπαϊκής Ιερής Συμμαχίας, όπου πλέον επιστρατεύτηκε η επιβολή εξαγωγής μορφών απόλυτης υπεραξίας, εντός ενός οικονομικού πλαισίου που βασίζονταν κυρίαρχα στην εξαγωγή μορφών σχετικής υπεραξίας.
Η διαφοροποιημένη ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών κεφαλαίων και εθνικών οικονομιών, πράγμα που με τη λειτουργία του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος δημιουργούσε συστηματικά εμπορικά πλεονάσματα στις βόρειο – ευρωπαϊκές χώρες, με αντίστοιχα ελλείμματα στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες γιγαντώθηκε η κρίση χρέους, που έγινε ένας επιπλέον μηχανισμός για την απομύζηση λαϊκών εισοδημάτων των επιμέρους ευρωπαϊκών χωρών από το τοκογλυφικό τραπεζικό κεφάλαιο, χρέος που δεν περιορίστηκε μόνον στην ελληνικό οικονομία, αλλά περιλαμβάνει και βασικές χώρες του ευρωπαϊκού πυρήνα (Γαλλία, Ιταλία).
Όλοι αυτοί οι παράγοντες, μεταξύ άλλων (δημοσιονομική πειθαρχία, άτεγκτη λιτότητα) είχαν ως αποτέλεσμα την ανάδειξη διαδικασιών αποψίλωσης των εισοδημάτων, της απασχόλησης και των δικαιωμάτων, σημαντικών μερίδων των ευρωπαϊκών λαϊκών τάξεων. Αυτό ήταν που επέφερε πλέον ανοιχτά φαινόμενα κρίσης νομιμοποίησης των ασκούμενων πολιτικών του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Πρόκειται για έναν συνδυασμό επιπτώσεων της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και των όρων και μορφών της διεθνοποίησης του κεφαλαίου σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Γι’ αυτό και κανείς δεν μπορεί να αντιμετωπίζει την σημερινή κατάσταση μονοδιάστατα ως προϊόν της λειτουργίας των ευρωπαϊκών μηχανισμών, χωρίς τον συνδυασμό των μνημονιακών πολιτικών ανάκαμψης της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Πρόκειται για δύο διαδικασίες που βρίσκονται σε οργανική αλληλοδιαπλοκή μεταξύ τους.
Το κύριο ζήτημα που τίθεται είναι ότι αυτή η απονομιμοποίηση εκλαμβάνεται ως αποτέλεσμα της αποτυχίας της λειτουργίας των ευρωπαϊκών θεσμών, σε πλήρη αποσύνδεση από την καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης, και μάλιστα από θέσεις υπεράσπισης των εθνικών καπιταλισμών. Και το ακόμη σημαντικότερο είναι ότι τα πολιτικά ρεύματα που επιδιώκουν την αποχώρηση και την εθνική περιχαράκωση, αξιοποιούν την κρίση νομιμοποίησης της αστικής πολιτικής (των συντηρητικών παρατάξεων και των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων) και γίνονται φορείς έκφρασης μιας δυσαρέσκειας και αποδοκιμασίας και εργατικών λαϊκών στρωμάτων. Το επίτευγμα του γαλλικού Εθνικού Μετώπου, του βρετανικού Κόμματος της Ελευθερίας, του ιταλικού Κινήματος των Πέντε Αστέρων, της Εναλλακτικής για την Γερμανία είναι ότι κατορθώνουν και συσπειρώνουν σε μια εθνικιστική, ρατσιστική, ξενοφοβική, αντί-ευρωπαϊκή πολιτική δυνάμεις των λαϊκών στρωμάτων, φέροντας στο επίκεντρο την αντίθεση στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και θέτοντας στο απυρόβλητο (και τελικά στρατηγικά υπηρετώντας) την καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης που μαστίζει τις ευρωπαϊκές οικονομίες.
Η ειδοποιός αντικαπιταλιστική διαφορά της Αριστεράς
Διαμορφώνεται έτσι ένα πλαίσιο αντιπαλότητας δύο μορφών της αστικής πολιτικής, με τον ένα πόλο να απαρτίζεται από τα δεξιά και σοσιαλιστικά κόμματα που τοποθετούνται υπέρ της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, και τον άλλο πόλο να συγκροτείται από σχηματισμούς της άκρας δεξιάς με σοβαρή εκλογική εμβέλεια, και κύριο επίδικο την εναντίωση ή την στήριξη της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Αυτού του τύπου η αντιπαράθεση ουδόλως έχει στο επίκεντρό της τις καταστρεπτικές συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης, και άρα τη ριζοσπαστική αμφισβήτηση των κεφαλαιοκρατικών οικονομικών δομών, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Και δυστυχώς αυτό το ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα αντιπροσωπεύει κατ’ εξοχήν πεδίο των ακραία συντηρητικών παρατάξεων, και σε καμία υπαρκτή περίπτωση δεν ηγεμονεύεται από αριστερές δυνάμεις των ευρωπαϊκών χωρών. Οι αριστεροί σχηματισμοί μιας ορισμένης επιρροής (ισπανικό Podemos, Μπλόκο + ΚΚ Πορτογαλίας, βρετανικό Εργατικό Κόμμα), δεν ηγούνται τέτοιων ευρωσκεπτικιστικών ρευμάτων, ενώ στην ελληνική περίπτωση η εμβέλεια των αντί-ευρωπαϊκών αριστερών κομμάτων ήταν 0,2% του Σχεδίου Β, 0.8% του ΕΠΑΜ, 0,8% της Ανταρσύα και 2,8% της Λαϊκής Ενότητας.
Συνεπώς οι βαθύτατες αντιφάσεις της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής διεθνοποίησης είναι αυτές που βρίσκονται στην αφετηρία των ευρωσκεπτικιστικών ακροδεξιών ρευμάτων, και όχι οποιαδήποτε συνειδητή λαϊκή παρέμβαση δυνάμεων της ευρωπαϊκής Αριστεράς που θα αναδείκνυαν μια ταυτόχρονη αντιπαλότητα στη λειτουργία της ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και στις ολέθριες συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης υπερσυσσώρευσης. Μάλιστα το γεγονός της θέσης του ζητήματος μιας πιθανής στάσης αποχώρησης από την ίδια την ελληνική αστική τάξη και τα ιδεολογικά της κέντρα (ΣΕΒ, Καθημερινή κ.ά.), αφήνει έκθετη όλη την αριστερή αντίληψη που βασίζονταν πρωταρχικά και προοιμιακά στην αποχώρηση από την ζώνη του ευρώ : Πώς μια τέτοια μονοδιάστατη επιδίωξη μπορεί να θεωρηθεί από μόνη της έκφραση της επαναστατικής πολιτικής, τη στιγμή που υιοθετείται από πλατειά νεοσυντηρητικά ευρωπαϊκά ρεύματα, και ενδεχομένως από την ίδια την θεωρούμενη ως «εθελόδουλη», και «υποτακτική» ελληνική αστική τάξη ;
Όπως δείχνει με τον πλέον περίτρανο τρόπο η αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, που πραγματοποιήθηκε υπό μια ακροδεξιά, εθνικιστική και ξενοφοβική ηγεμονία, καμιά αλλαγή ή διαφοροποίηση προς όφελος των λαϊκών τάξεων δεν επήλθε, ούτε πρόκειται να επέλθει, παρόλο που το Brexit ψηφίστηκε και από λαϊκά εργατικά στρώματα. Και όχι μόνον αυτό, αλλά η συντηρητική κυβέρνηση, που συνενώνει όλα τα τμήματα της βρετανικής αστικής τάξης, είτε τάσσονταν με το Remain είτε με το Brexit, ακολουθεί μια ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική, με δυσμενείς συνέπειες, που με τόσο ρεαλιστικό και γλαφυρό τρόπο ανέδειξε ο Κεν Λόουτς στον πρόσφατο «Ντάνιελ Μπλέηκ». Η μονοδιάστατη έτσι αποχώρηση από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, από μόνη της, και εφόσον δεν συνοδεύεται από βαθιές αντικαπιταλιστικές ανατροπές, όταν μάλιστα πραγματοποιείται υπό την υπαρκτή ακροδεξιά ηγεμονία, μόνον δεινά μπορεί να επισωρεύσει στον εργαζόμενο κόσμο, στον ίδιο τίτλο με τον νεοφιλελεύθερο ευρωπαϊσμό.
Προκύπτει έτσι αβίαστα ότι η αριστερή πολιτική στις επιμέρους ευρωπαϊκές χώρες, στο μέτρο που μένει στο επίπεδο της αποχώρησης από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και σε μονοδιάστατα μέτρα νομισματικών και δημοσιονομικών ρυθμίσεων, είναι αναποτελεσματική, και εκ των πραγμάτων απολήγει σε λογικές εθνικής καπιταλιστικής ανάπτυξης και ως εκ τούτου αδυναμίας ανταπόκρισης στην κάλυψη των ζωτικών λαϊκών αναγκών που έχουν δημιουργήσει οι μνημονιακές πολιτικές. Με τα υπάρχοντα δεδομένα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι δυνάμεις της Αριστεράς δεν μπορούν να τοποθετούνται στην ίδια τροχιά του νεοφιλελεύθερου ευρωπαϊσμού (συντηρητικοί +σοσιαλδημοκράτες) με όλα τα ολέθρια αποτελέσματα που έχει προκαλέσει, αλλά δεν μπορούν εξίσου να βρίσκονται στο ίδιο όχημα με τα νεοσυντηρητικά ευρωσπεπτικιστικά ρεύματα, που αντιπροσωπεύουν ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο για τα εργατικά δικαιώματα και τα κοινωνικά συμφέροντα των λαϊκών τάξεων. Ο ολοκληρωτικός διαχωρισμός της Αριστεράς από αυτές τις δύο αστικές πολιτικές είναι όρος εκ των ων ουκ άνευ για την ίδια την υπόσταση του ευρωπαϊκού αριστερού κινήματος.
Το πολιτικό δίλημμα που αναδεικνύουν οι νεοφιλελεύθεροι ευρωπαϊστές και οι ακροδεξιοί ευρωσκεπτικιστές φαλκιδεύει την προοπτική της Αριστεράς σε εθνικό και ηπειρωτικό επίπεδο. Αντί της ένταξης με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σε μία από τις δύο αστικές στρατηγικές (αλλαγές εκδημοκρατισμού στις ευρωπαϊκές δομές – διάλυση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης), οι αριστερές δυνάμεις χρειάζεται να ξεφύγουν από αυτό τον εγκλωβισμό, και να φέρουν στο επίκεντρό τους την καπιταλιστική κρίση, τα μέτρα αντικαπιταλιστικών τομών (ριζική αναδιανομή εισοδήματος, γενικευμένος εργατικός έλεγχος στην οικονομία, δραστηριοποίηση των παραγωγικών μονάδων που η κρίση οδηγεί στην εκκαθάριση, πρόταξη των εκρηκτικών λαϊκών αναγκών έναντι οποιασδήποτε αποπληρωμής του δημόσιου χρέους κλπ.), πράγμα που δημιουργεί την ειδοποιό διαφορά με τις δύο αστικές πολιτικές στην Ευρώπη.
Μόνον η πρωταρχική προώθηση ενός τέτοιου κινήματος μπορεί να θεμελιώσει μια τρίτη εναλλακτική λύση ικανής να οδηγήσει στο περιθώριο το αστικό πολιτικό δίλλημα (ακραίος νεοφιλελευθερισμός με προώθηση της Ευρώπης ή ακραίος νεοσυντηρητισμός με διάλυση της Ευρώπης ;). Στο βαθμό που ένα τέτοιο κίνημα αναπτύσσεται, με βαθειά κοινωνικά χαρακτηριστικά, μπορεί να αντιμετωπιστεί η στάση έναντι των ευρωπαϊκών θεσμών από θέσεις ισχύος και χειραφέτησης, αντιπαλότητας και αποδόμησης σε μια κατεύθυνση όπου η εθνική καπιταλιστική ανάπτυξη αντικαθίσταται από την σοσιαλιστική οικονομική αναδιοργάνωση. Μια τέτοια διαδικασία επιφέρει την σύγκρουση με την ευρωζώνη και το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, ως αποτέλεσμα όμως μιας βαθειάς σοσιαλιστικής κοινωνικής αλλαγής, ενώ το αντίστροφο δεν ισχύει : Η προοιμιακή αποχώρηση από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, με την έντονη μάλιστα παρουσία των ακροδεξιών σχηματισμών, όχι μόνον δεν οδηγεί στη χειραφέτηση των λαϊκών τάξεων, αλλά σε δρόμους εθνικής καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Το κακό με την αριστερά είναι ότι δεν αρθρώνει πατριωτικό λόγο. Τι σημαίνει ξενοφοβία? Κάθε κοινωνία, κάθε κράτος έχει μία κοινωνική δομή με τάξεις.. Το κάθε κράτος έχει όρια στο πόσους ξένους μπορεί ν’ αφομοιώσει ώστε να μην διαρραγεί ο κοινωνικός ιστός του. Είναι κακό αυτό? Αυτό είναι καλό και γιά τους ντόπιους και γιά τους ξένους. Στην Ελλάδα η φιλοξενεία των ξένων θυμίζει στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το να είσαι ξενοφοβικός κατά μία έννοια δείχνει ότι αντιλαμβάνεσαι και το πρόβλημα εφόσον δεν επικρατεί σοσιαλισμός στην γή που θα συνεπαγόταν ελεύθερη εργασία γιά όλους σ’ όλη την γή χωρίς ιδιοκτησία. Αρα η Αριστερά του αύριο καλείται να βάλει νέους στόχους και νέες προτάσεις συμφωνα με τα δεδομένα της μεταβιομηχανικής εποχής. Προς το παρόν αριστερά με τεκμηριωμένους στόχους και βλέψεις δεν υπάρχει