Πώς θα αντιδρούσε οποιοσδήποτε ηγέτης χώρας μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, εάν κάποιος άλλος πολιτικός τον αποκαλούσε δημοσίως «δολοφόνο»;
Τι θα έπρεπε να κάνει εάν μια ημέρα νωρίτερα γινόταν γνωστό ότι οι μυστικές υπηρεσίες της ίδιας χώρας προετοιμάζουν κυβερνοεπιθέσεις εναντίον του, με τη συνεργασία κολοσσών του ιδιωτικού τομέα; Πολύ περισσότερο εάν ο ίδιος ηγέτης βλέπει για χρόνια τους αντιπάλους του να συγκεντρώνουν στρατιωτικές δυνάμεις σε απόσταση αναπνοής από τα σύνορά του.
Αυτή την εβδομάδα, το θύμα μιας τέτοιας λεκτικής επίθεσης από τις ΗΠΑ ήταν ο πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν. Τις επόμενες εβδομάδες ή μήνες μπορούμε να υποθέσουμε με βεβαιότητα ότι θα είναι ο ηγέτης της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ – ειδικά ύστερα από τις πρόσφατες προσπάθειες της Ουάσιγκτον να συγκροτήσει μια διπλωματική «συμμαχία των προθύμων» εναντίον του Πεκίνου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει τόσο σημασία ποια είναι τα θύματα των επιθέσεων (και οποιοσδήποτε έχει εκατοντάδες σοβαρές κατηγορίες να επισυνάψει στους προέδρους της Ρωσίας και της Κίνας), αλλά το αν είμαστε μάρτυρες μιας νέας φάσης της αμερικανικής επιθετικότητας, που απειλεί να τινάξει στο αέρα τη γεωπολιτική αρχιτεκτονική των τελευταίων δεκαετιών.
Πρώτα όμως θα πρέπει να διαπιστώσουμε ένα οι ΗΠΑ έχουν το ηθικό δικαίωμα να κατηγορούν τους ηγέτες άλλων χωρών σαν «δολοφόνους».
Ένας αιώνας αιματοχυσίας
Πριν από αρκετά χρόνια, ο Αμερικανός καθηγητής πολιτικών επιστημών, Ρούντολφ Ράμελ, συνέταξε έναν εξαντλητικό κατάλογο των «δολοφονιών» αμάχων που έχουν πραγματοποιήσει οι ισχυρότερες υπερδυνάμεις από τις αρχές του 20ου αιώνα. Ο ίδιος μάλιστα εισήγαγε και τον όρο «δημοκτονία» για να περιγράψει τις δολοφονίες πολιτών από την ίδια την κυβέρνησή τους (σε αντίθεση με τη γενοκτονία, που αφορά τον αφανισμό ολόκληρων λαών). Σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ, ο Ράμελ ξεκινά την έρευνά του από την εισβολή στις Φιλιππίνες το 1899 και περιγράφει τις μαζικές δολοφονίες και τα βασανιστήρια εκατοντάδων χιλιάδων Φιλιππινέζων. Ο ίδιος ανεβάζει τον αριθμό των θυμάτων στις 487.000, ενώ άλλοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι μαζί με τον λιμό και την επιδημία χολέρας που ακολούθησε, ως αποτέλεσμα των αμερικανικών ενεργειών, οι νεκροί άμαχοι αγγίζουν το ένα εκατομμύριο.
Συνεχίζοντας με το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και εστιάζοντας μόνο στους βομβαρδισμούς αμάχων σε πόλεις όπως η Δρέσδη, η Χιροσίμα και το Τόκιο, ο Αμερικανός επιστήμονας καταγράφει τον θάνατο περίπου 400.000 πολιτών (άλλοι ανεβάζουν τον αριθμό στους 900.000) μόνο από Αμερικανικούς βομβαρδισμούς. Αντίστοιχα τα θύματα από τις επιθέσεις των ΗΠΑ στο Βιετνάμ υπολογίζονται από 660.000 έως 950.000.
Δεν επιλέγουμε φυσικά τυχαία τον Ρούντολφ Ράμελ για να παρουσιάσουμε τα στοιχεία. Ακραίος αντικομμουνιστής και νεοφιλελεύθερος (libertarian), ο συγκεκριμένος επιστήμονας στήριξε πολλές φορές τους μαζικούς βομβαρδισμούς αμάχων από τις ΗΠΑ, ιδιαίτερα μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι ο τελευταίος που θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι μεροληπτεί υπέρ των Ηνωμένων Πολιτειών.
Σε αυτούς τους αριθμούς δεν συμπεριλαμβάνουμε μαζικές σφαγές που πραγματοποιούνταν με συνυπευθυνότητα και άλλων κρατών, όπως οι σφαγές στον εμφύλιο της Συρίας ή η εισβολή στη Λιβύη. Δεν προσθέτουμε επίσης τους δεκάδες χιλιάδες πολίτες που πέθαναν σε πραξικοπήματα, τα οποία ενορχηστρώθηκαν από αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Πρέπει όμως νομίζουμε να προσθέσουμε το σχεδόν ένα εκατομμύριο Ιρακινών, που σκοτώθηκαν μετά το 2013, ως άμεση ή έμμεση συνέπεια της αμερικανικής εισβολής και τους 300.000 ανθρώπους που πέθαναν στο Ανατολικό Τιμόρ με την υπό αμερικανική καθοδήγηση εισβολή της Ινδονησίας.
Με αυτά τα στοιχεία οδηγούμαστε αναπόδραστα σε ένα απλό συμπέρασμα: Οι ΗΠΑ συγκαταλέγονται ανάμεσα στους μεγαλύτερους σφαγείς που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα από τότε που δημιουργήθηκαν οι συνθήκες για την ανάπτυξη ζωής στον πλανήτη. Τα εγκλήματά τους μπορούν να συγκριθούν με τις γενοκτονίες που οργάνωσαν κράτη όπως η ναζιστική Γερμανία και το αποικιοκρατικό Βέλγιο, με τη μόνη διαφορά ότι οι αμερικανικές δολοφονίες κατανέμονται σε πολύ μεγαλύτερο βάθος χρόνου.
Ο Λευκός Οίκος με στολή παραλλαγής
Οι δηλώσεις του Μπάιντεν εναντίον ηγετών άλλων χωρών, στέλνουν ένα σαφές μήνυμα κλιμάκωσης της αμερικανικής επιθετικότητας.
Ακόμη και οι πρόεδροι της οικογένειας Μπους που κοσμούσαν τους ανίσχυρους αντιπάλους τους, όπως ο Μοαμάρ Καντάφι και ο Σαντάμ Χουσεΐν, με κάθε είδους κοσμητικά επίθετα, δεν τόλμησαν ποτέ να στραφούν τόσο προκλητικά εναντίον ηγετών χωρών που -είτε μας αρέσει είτε όχι- παίζουν κομβικό ρόλο στις διεθνείς ισορροπίες ισχύος.Ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ, στην πρώτη εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη που έδωσε μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, αποφάσισε να πραγματοποιήσει ένα ποιοτικό άλμα στην αντιπαράθεση με τη Μόσχα και το Πεκίνο. Επικαλούμενος για άλλη μια φορά ανυπόστατες κατηγορίες περί παρεμβάσεων ξένων δυνάμεων στις αμερικανικές εκλογές (κατηγορίες τις οποίες οι Δημοκρατικοί χρησιμοποιούν πλέον είτε κερδίζουν είτε χάνουν τις εκλογές), ο Μπάιντεν ανοίγει τον ασκό του Αιόλου για έναν νέο κύκλο διεθνούς αστάθειας. Είναι μάλιστα θέμα χρόνου να χτυπήσει την πόρτα της Ευρώπης και της Ελλάδας σε αναζήτηση συμμάχων, που θα επωμιστούν το πραγματικό κόστος αυτή της αντιπαράθεσης. Ας ελπίσουμε να βρει αυτές τις πόρτες κλειστές.