Τον Νοέμβριο του 2020 μία ομάδα Ευρωπαίων και Ρώσων αναλυτών εκπόνησε τέσσερα σενάρια για την εξέλιξη των σχέσεων ΕΕ-Ρωσίας με ορίζοντα την επόμενη δεκαετία, όπως μας πληροφορεί ο αναλυτής Ivan Timofeev (29/10/21). Τα σενάρια αυτά εναλλακτικά ήταν:
Ψυχρή Συνεργασία, σε ένα πολυπολικό κόσμο όπου Ρωσία και ΕΕ θα μπορούσαν να συνεργαστούν για την κλιματική αλλαγή, την ψηφιοποίηση και την κατάργηση της βίζας, ενώ θα παρέμεναν μείζονες διαφωνίες για την Ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Καθεστώς Αναρχίας, όπου προηγούμενοι Ευρωπαίοι σύμμαχοι θα στρέφονταν ο ένας κατά του άλλου, υποστηριζόμενοι από μεταξύ τους αντίπαλες, Ρωσία, ΗΠΑ, Κίνα.
Στα Πρόθυρα του Πολέμου, όπου μία αναγεννημένη ενωμένη Δύση πλησιάζει το ενδεχόμενο πολεμικής σύγκρουσης με το “Φρούριο Ρωσία”
Κοινότητα Αξιών, όπου ΕΕ και Ρωσία συμπορεύονται με κοινές αξίες, μέσα σ΄ένα περιβάλλον καλής γειτονίας και επίλυσης των διαφορών.
Από τα παραπάνω σενάρια εκείνο το οποίο θεωρήθηκε από τους αναλυτές το πλέον πιθανοφανές ήταν το πρώτο. Όμως και αυτό για να συμβεί προϋποθέτει μια αλλαγή στη σημερινή αρνητική δυναμική των σχέσεων ΕΕ-Ρωσίας. Κάτι τέτοιο όμως δεν έχει συμβεί.
Η επίσκεψη Μπορρέλλ στην Μόσχα ήταν μάλλον μια αποτυχία, όπως ο ίδιος ενημέρωσε τους επικεφαλής των χωρών της ΕΕ τον Ιούνιο. Τον Μάϊο του 2021 η Ρωσία συμπεριέλαβε σε λίστα μη-φιλικών χωρών την Τσεχία και τις ΗΠΑ. Είχε προηγηθεί η έντονη διαφωνία ΕΕ-Ρωσίας για τις εκλογές στην Λευκορωσία, το περιστατικό της Ryanair, και μεταξύ άλλων τριβές για την Κριμαία. Επί πλέον η απέλευση Μέρκελ αφήνει ένα μεγάλο κενό όχι μόνο στις σχέσεις της Γερμανίας με την Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη, ενώ παραμένει προς διαπίστωση ο βαθμός κάλυψης αυτών των κενών από την νέα Γερμανική κυβέρνηση.
Τελικά οι ρωσικοί χειρισμοί για τον Nord Stream 2 και την τροφοδοσία της Ευρώπης με αέριο, που συνέβαλαν στην αύξηση των τιμών, έχουν δημιουργήσει αρνητική εικόνα για την Αγία Πετρούπολη, η οποία εμφανίζεται να δρα καιροσκοπικά, αδιάφορη για τα ευρωπαϊκά προβλήματα. Αυτή η κατάσταση όμως δεν είναι δυνατόν να ικανοποιεί ένα διεθνή παίκτη της ολκής της Ρωσίας.
Εδώ αναδύονται οι δυνατότητες της Ελλάδας, να λειτουργήσει σαν σημείο προσέγγισης και βελτίωσης της επικοινωνίας μεταξύ ΕΕ και Ρωσίας, δεδομένης της μακράς ιστορικής σχέσης της με την Ρωσία. Είναι όμως σημαντικό και το ότι η Ελλάδα θα αποκόμιζε ίδια οφέλη από μια τέτοια ενέργεια. Μία αναθέρμανση των Ελληνο-Ρωσικών σχέσεων θα πρόσφερε στην Ρωσία ενδεικτικά: Μία σημαντική πλατφόρμα επαφής της με τα μετριοπαθή Αραβικά κράτη όπως πχ τα ΗΑΕ με τα οποία η Ελλάδα έχει συνάψει συμφωνία αμοιβαίας υποστήριξης. Ένα αντίβαρο στις Τουρκικές πιέσεις στην περιοχή της Α. Μεσογείου, πέρα από τις “ελεγχόμενες” Ρωσο-Τουρκικές τριβές, καθόσον η Ελλάδα ακολουθεί και ένα σημαντικό πρόγραμμα επανεξοπλισμού της.
Τα ελληνικά οφέλη θα ήταν εξίσου σημαντικά καθώς η Ρωσία σέβεται το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της θαλάσσης, το οποίο είναι η κύρια γραμμή άμυνας της χώρας μας απέναντι στις τουρκικές αιτιάσεις, ενώ υποστηρίζει σταθερά στο Κυπριακό την Διζωνική Ομοσπονδιακή λύση και από την θέση της ως διαρκούς μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Η Ρωσία υποστηρίζει την λύση του ενιαίου ανεξάρτητου Κυπριακού κράτους και για τον επι πλέον γεωστρατηγικό λόγο, ότι αν τελικά η Κύπρος κατέληγε Τουρκικό προτεκτοράτο, οι ρωσικές θέσεις στην απέναντι Συρία θα ήταν σε σοβαρό κίνδυνο. Ακόμη, μία προσέγγιση μεταξύ Ελλάδας- Ρωσίας θα μπορούσε να έχει και πολλά θετικά, οικονομικής φύσης αποτελέσματα, όπως ενίσχυση του τουρισμού, του εμπορίου, κ.α.
Η Ελλάδα είναι αξιόπιστος εταίρος του ΝΑΤΟ και μέλος της Ευρωζώνης, του σκληρού ευρωπαϊκού πυρήνα, δηλ. σημείο του status quo της περιοχής της, ώστε να είναι ένας αξιόπιστος συνομιλητής για κάθε τρίτο. Πιστεύουμε ότι η Ελληνική διπλωματία έχει μπροστά της μία πολύ καλή ευκαιρία αναθερμαίνοντας τις σχέσεις της χώρας μας με τη μεγάλη δύναμη του Βορρά.
* Ο κ. Νικήτας Σίμος είναι οικονομολόγος, γεωπολιτικός αναλυτής