Μέρες που είναι, ας αφήσουμε στην άκρη τη θλιβερή πραγματικότητα και να πούμε την ιστορία μιας πανέμορφης γαλοπούλας με πλουμιστά φτερά και γκριζογάλανα μάτια. Ζούσε στη Νότια Προβηγκία, στο φέουδο ενός πλούσιου άρχοντα που ήταν βαθύς γνώστης του Ρουσό και φανατικός οπαδός του Διαφωτισμού.
Είχε πάνω από πενήντα άτομα υπηρετικό προσωπικό, ο πύργος είχε εκατό δωμάτια και καμιά διακοσαριά κολίγους. Βαθιά ανθρωπιστής, ήθελε να διδάξει τις φιλελεύθερες ιδέες στους εργαζόμενους της επικράτειάς του και προσέλαβε πέντε σοφούς δασκάλους για να αφυπνίσει το προσωπικό του. Το σχέδιό του, βέβαια, απέτυχε οικτρά.
Οι εξ αναγκασμού διαφωτιζόμενοι το εξέλαβαν σαν απλήρωτες υπερωρίες-τιμωρίες από τα ακαταλαβίστικα κηρύγματα των διαφωτιστών. Ο δυστυχής άρχοντας δεν είχε καταλάβει τίποτα από τη δυσαρέσκεια του προσωπικού γιατί οι δάσκαλοι του έδιναν ψεύτικες αναφορές λέγοντας πως τα πάντα βαίνουν καλώς, αλλά χρειάζονται παραπάνω ώρες διδασκαλίας.
Οι διαφωτιστές μας ήταν φτωχοί και χρειάζονταν παραπάνω μεροκάματα, αν και γόνοι Βυζαντινών αρχόντων. Εντούτοις υπήρξε μια αναπάντεχη επιτυχία. Η γαλοπούλα που είπαμε στην αρχή, παρακολουθούσε με βουλιμία όλα τα μαθήματα και άρχισε να φιλοσοφεί για το νόημα της ζωής. Και κατέληξε στο συμπέρασμα πως αυτό ήταν η μάσα. Παρατήρησε πως την τάιζαν κάθε πρωί στις δέκα η ώρα.
Αλλά πριν καταλήξει σε οριστικό συμπέρασμα, παρατήρησε προσεκτικά τα τεκταινόμενα. Είδε πως χειμώνα και καλοκαίρι, με κρύο ή ζέστη, με ξηρασία ή υγρασία, γιορτές, αργίες ή καθημερινές, το γεύμα ερχόταν στην ώρα του. Με αληθινές προκείμενες και επαγωγική σκέψη κατέληξε στο συμπέρασμα πως αυτή η κατανάλωση ήταν το πραγματικό νόημα της ζωής. Και παραμονή Χριστουγέννων, στις δέκα ακριβώς το πρωί, της κόψαν το λαρύγγι, την ώρα δηλαδή που αυτή, σύμφωνα με τα λογικά της συμπεράσματα, περίμενε να την ταΐσουν. Δηλαδή άλλα αντ’ άλλων.
Θυμήθηκα αυτήν την ιστορία -άγνωστο για μένα από πού προέρχεται- με αφορμή αυτές τις καταναγκαστικές γιορτές της κατανάλωσης, που δεν έχουν καμία σχέση με τα ιερά Χριστούγεννα. (Αυτά είναι περιθωριακά για τους λίγους πραγματικά πιστούς).
Ακόμα και αυτός ο Αη Βασίλης πλαστογραφείται από τον ανύπαρκτο Santa Claus, δημιούργημα της Coca-Cola, για να διαφημίζει τα προϊόντα της. (Ηθελα να ‘ξερα, όλοι αυτοί οι ελληνορθοδοξόψυχοι, που δεν σηκώνουν σκοπιανή μύγα στο σπαθί τους, πώς δέχονται ο Μέγας Βασίλειος να γίνεται μια φουσκωτή διαφημιστική κούκλα πλάι στις άλλες φουσκωτές κούκλες). Και δεν υπονοώ να πάρουμε όλοι καρφιά και να τρυπάμε τις κούκλες για να ξεφουσκώσουν.
Απλά μια μικρή καμπάνια θα αρκούσε για να αφήσουμε τον Βασίλειο στην ησυχία του. Πώς θα μας φαινόταν αν μια διάσημη μάρκα γυναικείων εσωρούχων, π.χ. η Intimissimi, λάνσαρε ένα καινούργιο μπικίνι και έβαζε σαν μοντέλο την Παναγιά να κολυμπάει στον Ιορδάνη και το Αγιο Πνεύμα «εν είδει περιστεράς» να φωτίζει τις καμπύλες της; Οπως πάμε, και αυτό θα το δεχτούμε. Η σημερινή θρησκεία είναι το χρήμα και η αγορά που έχει εξοβελίσει κάθε άλλο χριστιανικό δόγμα.
Μπορούμε να πούμε πως αυτές οι γιορτές είναι αντιχριστιανικές και ειδωλολατρικές; Αυτό μόνο κάποιος έντιμος φανατικός καλόγερος θα μπορούσε να το πει. Γιατί απ’ ό,τι ξέρω οι μητροπολίτες μας, και αν κρίνω και από το πάχος τους, δεν φαίνεται να περιφρονούν την κατανάλωση. Φαίνεται λοιπόν πως βρίσκουν τη γιορτή της κατανάλωσης συμβατή με τη θεία γέννα. Ασχετα βέβαια αν ο Χριστός γεννήθηκε σε στάβλο, όπως περίπου γεννούν οι προσφυγίνες.
Είναι απλά ακόμα ένα φαινόμενο του παμφάγου καπιταλισμού που τα πάντα τα μετατρέπει σε αγορά. Δεν διαθέτει ούτε ιερό ούτε όσιο. Τα πάντα γίνονται εμπόριο και κέρδος. Στην πλειονότητά τους οι άνθρωποι σκέφτονται σαν τη γαλοπούλα μας.
Πιστεύουν πως η υλική ευημερία και ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο εξασφαλίζουν την ευτυχία τους ενώ στην ουσία οδεύουν στην ατραπό που χάραξε η γαλοπούλα. Χτίσαν τα σπίτια τους, αγόρασαν τα ακριβά αυτοκίνητά τους, πήραν τα καταναλωτικά τους δάνεια και ό,τι άλλο μπορούσαν προετοιμάζοντας τη δικιά τους παραμονή Χριστουγέννων, ενισχύοντας τον καπιταλισμό. Δηλαδή το πιο αχάριστο τέρας που οι τράπεζές του καταβροχθίζουν ζωντανούς ανθρώπους.
Οποιος περπατάει αυτές τις μέρες στους φωταγωγημένους δρόμους της πόλης, πέφτει πάνω σε άστεγους και ζητιάνους, κουλουριασμένους σε βρόμικες κουβέρτες, κρατώντας συχνά μια ανορθόγραφη ταμπέλα που γράφει «πεινάω». Και όσο κι αν θέλεις να φανείς σπλαχνικός, αντιλαμβάνεσαι πως είναι μάταιο. Υπάρχουν βέβαια οι… καλοί άνθρωποι που διερωτώνται γιατί δεν τους μαζεύουν. Πράγμα βέβαια που γινόταν παλιότερα, όπως ακόμα είχε ποινικοποιηθεί η φτώχεια με τον νόμο «περί επαιτείας».
Πας σπίτι, ανοίγεις από συνήθεια την τηλεόραση και πέφτεις στις προσφορές των σούπερ μάρκετ. Ολοι ισχυρίζονται πως είναι οι φτηνότεροι. Αλλά ξεχνούν τον βασικό τους ανταγωνιστή: τον κάδο των σκουπιδιών. Αυτός έχει τις καλύτερες προσφορές και πιστούς πελάτες. Και μην ξεχνάμε πως στις ημέρες των γιορτών αυξάνονται οι αυτοκτονίες. Και όταν λέμε «καλές γιορτές» μοιάζει κυνικός εμπαιγμός.