Μέσ’ στην αφάνταστη φθορά…
Τούρκοι διαβήκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα.
Η Χίο, τ’ ολόμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα,
με τα κρασιά, με τα δεντρά
τ’ αρχοντονήσι που βουνά και σπίτια και λαγκάδια
και στο χορό τις λυγερές καμμιά φορά τα βράδυα
καθρέφτιζε μέσ’ στα νερά.
Ερμιά παντού. Μα κύτταξε κι’ απάνω κει στο βράχο,
στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερά
το κεφαλάκι, στήριγμα και σκέπη τού απομένει
μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη σαν κείνο ξεχασμένη
μέσ’ στην αφάνταστη φθορά.
—Φτωχό παιδί που κάθεσαι ξυπόλητο στις ράχες,
για να μην κλαις λυπητερά τ’ ήθελες τάχα νάχες
για να τα ιδώ τα θαλασσιά
ματάκια σου ν’ αστράψουνε, να ξαστερώσουν πάλι
και να σηκώσης χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλι
με τα μαλλάκια τα χρυσά;
Τι θέλεις, άτυχο παιδί, τι θέλεις να σου δώσω
για να τα πλέξης ξέγνοιαστα, για να τα καμαρώσω
ριχτά στους ώμους σου πλατειά
μαλλάκια που του ψαλλιδιού δεν τ’ άγγιξεν η κόψι
και σκόρπια στη δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν όψι
και σαν την κλαίουσα την ιτιά;
Σαν τι μπορούσε να σου διώξη τάχα το μαράζι;
Μήπως το κρίνο από το Ιράν, που του ματιού σου μοιάζει;
Μην ο καρπός απ’ το δεντρί
που μέσ’ στη μουσουλμανική παράδεισο φυτρώνει,
κι’ έν’ άλογο, κι’ αν πηλαλάη χρόνια εκατό, δε σώνει
μέσ’ απ’ τον ίσκιο του να βγη;
Μη το πουλί που κελαϊδάει στο δάσος νύχτα μέρα
και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και φλογέρα;
Τι θες κι’ απ’ όλα τ’ αγαθά
τούτα; Πες! Τ’ άνθος, τον καρπό; θες το πουλί;
—«Διαβάτη,
μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι,
βόλια, μπαρούτι θέλω, να!»
*Προς τιμήν της μακραίωνης και στέρεης ελληνογαλλικής φιλίας, το «Ελληνόπουλο» (L’enfant, Ιούλιος 1828) του μεγάλου φιλέλληνα Βίκτωρος Ουγκώ (Victor Hugo, 1802-1885). Η απόδοση στα ελληνικά είναι έργο του μεγίστου Κωστή Παλαμά.