Στις συνθήκες λειτουργίας της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας του σύγχρονου καπιταλισμού κυριαρχεί μια ένταση και αντίφαση ανάμεσα στη νομιμοποιητική λειτουργία του αστικού κοινοβουλίου και στην κατάσταση του λαϊκού εργατικού κινήματος. Συγκεκριμένα ενώ στο επίπεδο των κοινοβουλευτικών εκπροσωπήσεων κυριαρχεί με τρόπο σαρωτικό η μνημονιακή πολιτική στην μεγάλη πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων, και στην προκειμένη περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, από κοινού με τις δορυφορικές προς αυτούς μικρότερες αστικές πολιτικές δυνάμεις, στο κοινωνικό επίπεδο και σε ό,τι αφορά τον κόσμο των εργαζομένων, ανέργων, συνταξιούχων και νεολαίας είναι έντονη η δυσαρέσκεια, δυσφορία και απονομιμοποίηση της κοινοβουλευτικά ασκούμενης πολιτικής. Μια θεμελιώδης αντίφαση ανάμεσα στην κατάσταση των λαϊκών τάξεων και στους προσανατολισμούς και πρακτικές των πολιτικών δυνάμεων : Ενώ οι μειωμένοι μισθοί, οι αποψιλωμένες συντάξεις, η ισχυρή φορολογική επιβάρυνση, η κατάρρευση των δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών, η ιδιωτικοποίηση των κοινωφελών αγαθών κλπ. αφορούν την μεγάλη κοινωνική λαϊκή πλειονότητα, εντούτοις στο κοινοβουλευτικό επίπεδο κυριαρχούν ασφυκτικά οι δυνάμεις της διακηρυγμένης μνημονιακής διαχείρισης.
Ιστορικές αλλαγές στους συσχετισμούς των δυνάμεων
Σε κάθε περίπτωση που ιστορικά αναδεικνύεται μια τέτοια κατάσταση, που βιώνεται ως μια μορφή «τυραννίας» της κοινωνικής πλειοψηφίας από την «επιβολή» των αστικών κοινοβουλευτικών δυνάμεων, τείνει να αναδειχθεί και τελικά έρχεται στο πολιτικό προσκήνιο ένα δυναμικό λαϊκό κίνημα που επιδιώκει να επιφέρει την ανατροπή της ασκούμενης, κοινοβουλευτικά πλειοψηφικής, πολιτικής και επιτυγχάνεται η τροποποίηση των πολιτικών συσχετισμών, ανοίγοντας τον δρόμο για την εφαρμογή ενός εναλλακτικού λαϊκού σχεδίου απάντησης στην επικρατούσα προηγούμενα κατάσταση. Σε τρεις ιστορικά περιπτώσεις στα 70 σχεδόν χρόνια της μεταπολεμικής κοινωνικής εξέλιξης αναδείχθηκε μια τέτοια περίπτωση, έχοντας βέβαια διαφορετικές κάθε φορά πολιτικές απολήξεις.
Α) Στην πρώτη περίπτωση επρόκειτο για το λαϊκό κίνημα, απεργιακό και μεγάλων διαδηλώσεων, που εκδηλώθηκε στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1960, απέναντι στη κυριαρχία του κράτους της εθνικοφροσύνης, της πρωταρχικής καπιταλιστικής ανάπτυξης, της αστυνομοκρατίας κλπ., με αποκορύφωμα τον «πρώιμο» όπως χαρακτηρίστηκε ελληνικό Μάη του 1968, δηλαδή το κίνημα των Ιουλιανών. Με την δραστική παρέμβαση της ελληνικής Αριστεράς (την τότε ΕΔΑ), των ανεξάρτητων ταξικών συνδικάτων (κίνημα των 115 σωματείων), καθώς και της προοδευτικής κεντροαριστερής παράταξης (ΕΚ), κατόρθωσε να κλονίσει την εξουσία των συντηρητικών δυνάμεων (κυβέρνησης της ΕΡΕ, εξουσίας του παλατιού, στρατιωτικών μηχανισμών, αμερικανικών επιρροών κ.ά.), και να τείνει να διαμορφώσει μια εναλλακτική κυβερνητική διέξοδο μιας ευρύτατης εκλογικής λαϊκής πλειοψηφίας. Αυτή η ισχυρή διαφοροποίηση του ταξικού συσχετισμού των δυνάμεων βρίσκονταν στην αφετηρία επιβολής της στρατιωτικής δικτατορίας 1967 – 74, που διαχειρίστηκε αποτελεσματικά την αλματώδη τότε ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού («την «χρυσή εποχή» του όπως χαρακτηρίστηκε).
Β) Η δεύτερη περίπτωση στάθηκε εκείνη της πρώτης οκταετίας της μεταπολίτευσης του 1974, όπου καταγράφηκε η «έκρηξη» του μακροχρόνια καταπιεσμένου λαϊκού ριζοσπαστισμού, με αποτέλεσμα την ανάδειξη του ισχυρού ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος (παρόλη την κυριαρχία του μακρη – θεοδωρισμού και του αντεργατικού Ν. 330 / 1976), με αιχμή του δόρατος τα εργοστασιακά σωματεία, ενός μαζικού κινήματος των πολιτικών νεολαιών, μιας μεγάλης αφύπνισης του συνδικαλιστικού κινήματος του αγροτικού κόσμου. Όλα αυτά έτειναν να διαρρήξουν το πλαίσιο των μεταπολιτευτικών κοινοβουλευτικών εκπροσωπήσεων της αυταρχικής Δεξιάς και του χρεοκοπημένου Κέντρου, και να δώσουν αλματώδη ώθηση στην ανάδειξη του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος της «αλλαγής» του ΠΑΣΟΚ, χωρίς ωστόσο η Αριστερά να έχει κατορθώσει να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο. Ο κινητοποιημένος λαϊκός παράγοντας ανέδειξε στη διακυβέρνηση αυτό το κίνημα της μεταρρυθμιστικής αλλαγής, το οποίο ωστόσο από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 μεταστράφηκε προς τον αρχόμενο μονεταρισμό για να καταλήξει τελικά να αποτελέσει την κύρια μορφή έκφρασης της αναδυόμενης τότε μορφής του νεοφιλελευθερισμού.
Γ) Τέλος, η τρίτη περίπτωση υπήρξε η ανάδειξη στο προσκήνιο στην περίοδο 2010 -15 του ευρύτατου πανεργατικού απεργιακού κινήματος απέναντι στις κοινοβουλευτικά πλειοψηφικές, μνημονιακές πολιτικές (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, ΛΑΟΣ και ΔΗΜΑΡ). Και σ’ αυτή την περίπτωση η εισβολή του ενεργού λαϊκού παράγοντα στο προσκήνιο επέφερε την διάρρηξη των αστικών κοινοβουλευτικών εκπροσωπήσεων, καταβαραθρώνοντας τη λαϊκή επιρροή της νεοφιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας και αναδεικνύοντας στο προσκήνιο τον μικρό τότε σχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ. Η ανάδειξη της Ριζοσπαστικής Αριστεράς στη διακυβέρνηση της χώρας (Ιανουάριος 2015) με την σχετική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, και η κατά κράτος υπερψήφιση της αντιμνημονιακής πολιτικής με το δημοψήφισμα (Ιούλιος 2015) δεν εμπόδισαν τον ΣΥΡΙΖΑ να υπαχθεί στην υπηρέτηση των αναγκών της αστικής, ελληνικής και ευρωπαϊκής, πολιτικής, διαψεύδοντας τις λαϊκές προσδοκίες, ακυρώνοντας τους στόχους του απεργιακού εργατικού κινήματος, και ματαιώνοντας τις ίδιες τις προγραμματικές του δεσμεύσεις.
Το συμπέρασμα που προκύπτει από αυτά τα τρία μεταπολεμικά εγχειρήματα αλλαγής των εφαρμοζόμενων συντηρητικών πολιτικών, είναι ότι : Από το ένα μέρος ήταν πάντοτε η κινηματική ενεργοποίηση των λαϊκών τάξεων που στάθηκε ο καταλύτης της αλλαγής των πολιτικών συσχετισμών μεταξύ «προοδευτικού κέντρου», σοσιαλδημοκρατίας και ριζοσπαστικής Αριστεράς από τη μια πλευρά, και άτεγκτων, σκληρών και βίαια επιβαλόμενων πολιτικών των αστικών δεξιών δυνάμεων από την άλλη πλευρά. – Από το άλλο μέρος ήταν η αναιμική ανταπόκριση ή και η πλήρης αντιστροφή των πραγμάτων με την μετατροπή των κοινωνικών κινημάτων σε εκλογική εκπροσώπηση και η υπαγωγή της στον αστικό κοινοβουλευτισμό και στις αναγκαιότητες της αστικής κρατικής διαχείρισης.
Η κοινοβουλευτική ενσωμάτωση της κινηματικής δυναμικής
Καταγράφεται δηλαδή ένα μείζον ζήτημα στις σχέσεις μεταξύ κινητοποιημένου λαϊκού παράγοντα και εναλλακτικών κοινοβουλευτικών και κυβερνητικών εκπροσωπήσεων και πολιτικών, ή μ’ άλλες λέξεις η κατά κράτος συνήθως «παράδοση» του διεκδικητικού εργατικού κινήματος στον αστικό κοινοβουλευτικό κυβερνητισμό. Και δεν πρόκειται απλά για την απουσία βαθειά ριζοσπαστικών προγραμματικών στόχων που ενδεχομένως να είναι παρόντες (π.χ. ο ΣΥΡΙΖΑ διέθετε το συνεδριακό του πρόγραμμα που με σαφήνεια, αν εφαρμοζόταν, μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για δραστικές κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές, πράγμα όμως που δεν πραγματοποιήθηκε), εντούτοις όμως σε τελευταία ανάλυση εξαφανίζονται συστηματικά από το προσκήνιο:
Οι πολιτικές δυνάμεις της ΕΚ και ΕΔΑ, που ήταν φορείς έκφρασης μιας ευρύτατης κοινωνικής πλειοψηφίας, ενώ είχαν σαφέστατη επίγνωση των σχεδίων επικείμενης δικτατορικής επιβολής, στην ουσία «σήκωσαν τα χέρια», ευαγγελίζονταν την «δημοκρατική ομαλότητα» (όταν τα τεθωρακισμένα της εκτροπής ζέσταιναν ήδη τις μηχανές τους), και κατά έναν τρόπο ολοσχερούς «κοινοβουλευτικού κρετινισμού», δεν πήραν όλα εκείνα τα δημοκρατικά λαϊκά μέτρα αυτοάμυνας για την αποτροπή και υλική αντιμετώπιση του υπαρκτού κινδύνου της δικτατορικής επιβολής, δίνοντας σε τελική ανάλυση το λαϊκό κίνημα βορρά στις αντιδραστικές δικτατορικές αστικές δυνάμεις.
Το εκτεταμένο κίνημα των σωματείων του εργοστασιακού συνδικαλισμού και της κοινής ωφέλειας, των αγροτικών συλλόγων κλπ. «εναπόθεσαν» τις τύχες τους στην διακυβέρνηση της «αλλαγής» του ΠΑΣΟΚ, η οποία μετά από ορισμένες δημοκρατικές μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις (συνδικαλιστικός νόμος, δημόσιο σύστημα υγείας, λειτουργία ανώτερης τεχνολογικής εκπαίδευσης), με την εκδήλωση της πρώτης κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου (πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980), προσαρμόστηκε τάχιστα στις επιταγές της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης, του μονεταρισμού και της μετάβασης στο νεοφιλελεύθερο εκσυγχρονισμό.
Το πανελλαδικό απεργιακό εργατικό κίνημα όσο και το κίνημα των πλατειών, αλλά και η μεγάλη εκλογική λαϊκή πλειονότητα του «όχι» στο δημοψήφισμα για την απόρριψη της μνημονιακής πολιτικής, εξάντλησε τον εαυτό του στην εκλογική υπερψήφιση του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος και βρήκε την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει τις εργατικές εκπροσωπήσεις ως «εργαλείο» για την υιοθέτηση και υλοποίηση του τρίτου μνημονίου, χωρίς να προκαλείται καμιά αξιόπιστη λαϊκή κινηματική αντίδραση. Μπροστά στις μείζονες ανάγκες της ταξικής πάλης (λ.χ. παύση πληρωμών, αναδιανομή εισοδήματος, αντιπαράθεση με ευρωπαϊκή καπιταλιστική διεθνοποίηση), ο ΣΥΡΙΖΑ αποποιήθηκε ακόμη και τα πλέον στοιχειώδη μέτρα σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής, και μετατράπηκε σε εμπροσθοφυλακή της σύγχρονης καπιταλιστικής ανάκαμψης.
Εκείνο που προκύπτει τελικά είναι ότι η λαϊκή κινηματική δυναμική, όσο προβάλλει αβίαστα ως αναγκαιότητα προάσπισης των ταξικών συμφερόντων του εργαζόμενου λαού, άλλο τόσο οδηγείται στον «ακρωτηριασμό» της καθώς μετασχηματίζεται σε εναλλακτικές κοινοβουλευτικές εκπροσωπήσεις και κυβερνητικές διεξόδους, εγκαταλείποντας δηλαδή το πεδίο της «πολιτικής» στους τεχνοκράτες της εξουσίας, στους μικροαστούς επαίοντες, στους κοινοβουλευτικούς «εκπροσώπους», στους «ικανούς» διαχειριστές κ.ά. Η αίσθηση της λαϊκής «ανεπάρκειας» και «μειονεκτικότητας» έναντι των μυστών της διακυβέρνησης και των διαμεσολαβητών των εργατικών προσδοκιών στο αστικό κράτος διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο. Οι πολιτικοί σχηματισμοί της Αριστεράς είναι «αποστειρωμένοι» από ανεξάρτητες και αυτόνομες εργατικές κινηματικές εκφράσεις, διατηρούν μια γραφειοκρατική και τεχνοκρατική δόμηση τέτοια που κυριολεκτικά απονευρώνει, υποτάσσει και απενεργοποιεί την κοινωνική κινηματική δυναμική. Κατά συνέπεια τίθεται μείζον ζήτημα στην σχέση ενεργών λαϊκών δυνάμεων και κοινοβουλευτικής τους εκπροσώπησης, που απαιτεί νέους προσδιορισμούς και καινούριες συντεταγμένες κίνησης : Το ανώτατο στάδιο του εργατικού κινήματος δεν μπορεί άρα να είναι ο αστικός κοινοβουλευτισμός. Σε τελική ανάλυση πώς μπορεί να γίνεται αποδεκτή η μνημονιακή μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ με μια απλή πλειοψηφία εντός της κοινοβουλευτικής του ομάδας (Αύγουστος 2015), τη στιγμή που το 62% της λαϊκής ετυμηγορίας ήταν κατηγορηματικά αντίθετο στο τρίτο μνημόνιο, με πρόσφατο το σχετικό δημοψήφισμα (Ιούλιος 2015);
Σύντηξη κοινωνικών πρωτοποριών και πολιτικών εκφράσεων
Προκύπτει κατά συνέπεια η αναγκαιότητα του επαναπροσδιορισμού των σχέσεων λαϊκού κινήματος και εναλλακτικών μορφών αριστερής διεξόδου στο επίπεδο του δημοκρατικού κοινοβουλευτισμού και της διακυβέρνησης, ασφαλιστικών δικλείδων που αποτρέπουν την ενσωμάτωση στις πρακτικές της αστικής κρατικής διαχείρισης, νέου τύπου σχέσεων μεταξύ κοινωνικών και πολιτικών υποκειμένων του αριστερού κινήματος. Και πρώτα από όλα η αντίληψη ότι ο διεκδικητικός ταξικός αγώνας δεν μπορεί να εξαντλείται και να απολήγει αποκλειστικά στον κοινοβουλευτισμό, αλλά να μπορεί να πηγαίνει παραπέρα, χωρίς να εγκαταλείπει την θέση του ζητήματος της πολιτικής εξουσίας. Προφανώς από την άλλη πλευρά δεν μπορεί να εγκαταλείπεται το πεδίο της κοινοβουλευτικής διαπάλης ως μορφή διεξαγωγής της πάλης των τάξεων και να αντιμετωπίζεται η προοπτική του κινήματος αποκλειστικά σε προοπτικές εξουσίας που νοούνται μόνον με την μορφή μιας απόμακρης άμεσης, αλλά ανέφικτης, δημοκρατίας.
Μ’ αυτή την έννοια το εργατικό και ευρύτερο κοινωνικό κίνημα, αντί να εκχωρεί ολόκληρο τον χώρο της εκλογικής εκπροσώπησης σε φορείς ανάδειξης μιας λαϊκής πολιτικής, χρειάζεται να επιβάλλει ευθύς εξαρχής την απαίτηση για οποιαδήποτε πολιτική εκπροσώπηση, την εγκαθίδρυση θεσμών που κατοχυρώνουν τον λόγο, τον έλεγχο και την εξουσία του σε κάθε περίπτωση εναλλακτικής διακυβέρνησης. Συνεπώς η απαίτηση για την σταθερή καθιέρωση π.χ. μορφών δραστικού εργατικού ελέγχου στην παραγωγική διαδικασία στο σύνολο των πλευρών της επιχειρηματικής παραγωγικής οργάνωσης (ρυθμών εργασίας, αμοιβών, κοινωνικού καταμερισμού εργασίας, επενδύσεων, κερδοφορίας κλπ.), ως δομικής πλευράς μιας οποιασδήποτε μορφής πολιτικής εναλλακτικής εκδοχής, είναι διεκδίκηση εκ των ων ουκ άνευ για την επιτυχή πορεία ενός κινήματος. Μ’ αυτό τον τρόπο δεν μπαίνει μόνον φραγμός στην δεσποτική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του κεφαλαίου και της κάθε άλλης μορφής διευθυντικής επιτελικής διαχείρισης, αλλά δεσμεύεται ντε φάκτο αυτή η ίδια η άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής σε συγκεκριμένες λαϊκές κατευθύνσεις.
Από την άλλη πλευρά, αυτή η ίδια η υπόσταση των αριστερών πολιτικών σχηματισμών είναι αναγκαίο να αντιμετωπιστεί στην προοπτική μιας δυναμικής της μεταμόρφωσης, που να εισάγει υποχρεωτικά την κοινωνική διάσταση στην ίδια την δομή και λειτουργία των πολιτικών υποκειμένων. Τα αριστερά κόμματα δεν μπορούν να νοούνται ως φορείς εκπροσώπησης ή έκφρασης των λαϊκών τάξεων, αλλά ο εργαζόμενος κόσμος χρειάζεται να έχει συνταγματικά – καταστατικά κατοχυρωμένη υπόσταση και εξουσία εντός των εναλλακτικών πολιτικών φορέων. Η κοινοβουλευτική άρα στάση και πρακτική σχηματισμών που στο όνομα της εξυπηρέτησης των λαϊκών συμφερόντων κατακτούν την πολιτική διακυβέρνηση, δεν μπορεί παρά να υπόκειται στις αποφάσεις των κοινωνικών δομών που να είναι ενσωματωμένες στους αριστερούς πολιτικούς σχηματισμούς. Άλλωστε η σύσταση των πολιτικών υποκειμένων λαϊκής αλλαγής δεν μπορεί να έχει «αυθύπαρκτα» χαρακτηριστικά, αλλά χρειάζεται πλέον να συναιρείται, να βρίσκεται σε «σύντηξη» με τις κοινωνικές πρωτοπορίες, οι οποίες και να έχουν βαρύνοντα και καθοριστικό ρόλο. Διαφορετικά, οι αριστερές συγκροτήσεις που εμπερικλείουν διαφόρων ειδών «γραφειοκρατικές» αποκρυσταλλώσεις στο εσωτερικό τους, και συνήθως απαρτίζονται από στρώματα των νέων μικροαστικών στρωμάτων της διανοητικής εργασίας (τεχνοκρατών της κρατικής, πολιτικής και κοινωνικής διαχείρισης), πράγμα ριζικά διαφορετικό από τις δυνάμεις της προλεταριακής μαρξιστικής διανόησης, είναι αυτές που με τον ευχερέστερο τρόπο μετατρέπονται αβίαστα και χωρίς δυσκολία στις κλασικές διοικητικές και κρατικές γραφειοκρατίες της αστικής διαχείρισης (κλασικότερο όλων το ιστορικό υπόδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ).