Πρόκειται για δύο γυναικείες μορφές που εντάσσονται στον τοιχογραφικό διάκοσμο της αίθουσας του Κωνσταντίνου, ενός μνημειακού χώρου προοριζόμενου για τη διεξαγωγή διπλωματικών συναντήσεων. Οι μορφές ταυτίζονται με τις αλληγορίες της Δικαιοσύνης (λατινικά – Iustitia) και της Φιλίας (Comitas) και αποτελούν μέρος του εικονογραφικού κύκλου της αίθουσας, που συνδέεται θεματικά με τον Μέγα Κωνσταντίνο και αποτελεί ανάθεση του Πάπα Λέοντα Ι΄ των Μεδίκων.
Το έργο ξεχωρίζει για τις τεχνικές του λεπτομέρειες. Στη δημιουργία του, ο Ραφαήλ χρησιμοποίησε ελαιοχρώματα, τα οποία άπλωσε σε μια υποδομή από ένα στρώμα ζεστού κολοφωνίου και ένα άλλο από λευκό γύψο. Τα καρφιά που στήριξαν το στρώμα κολοφωνίου, μάλιστα, ανακτήθηκαν κάτω από την επιφάνεια του τοίχου.
Η τεχνοτροπία του εμβληματικού ζωγράφου είναι ορατή στις μορφές των δύο αλληγοριών όταν κανείς τις συγκρίνει με τις υπόλοιπες φιγούρες, που αποδίδονται στους μαθητές και τους συνεργάτες του καλλιτέχνη, οι οποίοι έπρεπε να ολοκληρώσουν το έργο μετά τον αιφνίδιο θάνατό του. Εάν είναι έτσι, η δημιουργική δράση του Ραφαήλ δεν τελείωσε με τη «Μεταμόρφωση» -έργο του σε συνεργασία με τον Σεμπαστιάνο ντελ Πιόμπο– όπως πιστευόταν μέχρι τώρα, αλλά οι δύο αλληγορίες είναι που αποτελούν το «κύκνειο άσμα» του. Τα νέα αριστουργήματα βρέθηκαν κατά τη διάρκεια ενός έργου αποκατάστασης που εκτελείται από το 2015 από τα εργαστήρια αποκατάστασης των Μουσείων του Βατικανού.