Ακραίος συντηρητισμός versus ακραίας δεξιάς

2070

Η επικράτηση Φ. Φιγιόν στη γαλλική δεξιά.

Δυσκολεύεται πλέον σήμερα ο νους να χωρέσει το μείζον πολιτικό γεγονός, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, της αναμέτρησης στις προσεχείς προεδρικές εκλογές της Γαλλίας (Απρίλιος – Μάιος 2017), ανάμεσα στον ακραία συντηρητικό των ρεπουμπλικανών Φρανσουά Φιγιόν (που επικράτησε συντριπτικά στο δεύτερο γύρο των προκριματικών εκλογών της ρεπουμπλικανικής δεξιάς) με στην ακραία δεξιά Μαρίν Λεπέν του Εθνικού Μετώπου, μια αντιπαράθεση πρωτοφανούς χαρακτήρα για την ίδια τη γαλλική ιστορία. Μια κεντρική, αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα, με αδιατάρακτη τη λειτουργία της αστικής δημοκρατίας επί μακρόν, μια κοινωνία του διαφωτισμού και των επαναστάσεων (1789, 1848), της Παρισινής Κομμούνας (1871), του Λαϊκού Μετώπου του 1936, του Μάη του 1968, να βρίσκεται μπροστά στην επιλογή ανάμεσα σε δύο εναλλακτικές λύσεις που δεν είναι παρά παραλλαγές του ίδιου απύθμενου συντηρητισμού. Οι συνέπειες δεν θα αφορούν πλέον την ανάδειξη ενός εξαιρετικά ζοφερού μέλλοντος για την γαλλική κοινωνία, αλλά ολόκληρη τη δυτική ευρωπαϊκή ήπειρο, μια και στην ανατολική ήδη υπάρχει ο εθισμός σε τέτοια ακροδεξιά φαινόμενα.

Συγκλίσεις και αποκλίσεις στις δύο μορφές της ακραίας δεξιάς

Δεν πρόκειται πλέον για το σκηνικό των προεδρικών εκλογών του 2002, όπου βρέθηκαν αντιμέτωποι ο Ζακ Σιράκ και ο Ζαν Μαρί Λεπέν, και όπου η αντιπαράθεση έληξε «αναίμακτα» με το ποσοστό του 82% που κατόρθωσε να αποσπάσει ο πρώτος, έναντι του 18% του δεύτερου, στον δεύτερο γύρο των εκλογών, όπου λειτούργησαν τα δημοκρατικά «αντανακλαστικά» μιας ολόκληρης κοινωνίας. Πρόκειται για μια αναμέτρηση ακόμη δυσμενέστερων διαστάσεων από ό,τι στις πρόσφατες αμερικανικές προεδρικές εκλογές, ανάμεσα στον ακραίο νεοσυντηρητισμό του Ντόναλντ Τράμπ, που τελικά επικράτησε, και την Χίλαρι Κλίντον, που παρόλη την εκπροσώπηση του οικονομικού κατεστημένου στις ΗΠΑ, δεν έπαυε να έχει την υποστήριξη του ρεύματος του Μπέρνυ Σάντερς , αλλά και επιφανώς παραγόντων του ίδιου του ρεπουμπλικανικού κόμματος. Ούτε πρόκειται για μια περίπτωση όπως η αυστριακή όπου η αναμέτρηση ανάμεσα στην ακροδεξιά και τη σοσιαλδημοκρατία, προσδίδει διαφορετικά χαρακτηριστικά σ’ αυτό τον πολιτικό ανταγωνισμό. Στη γαλλική περίπτωση η Αριστερά υπό τον Ζαν Λυκ Μελανσόν, η Κεντροαριστερά των σοσιαλιστών, και ακόμη η «μετριοπαθής» δεξιά του Αλέν Ζυπέ, εξοβελίζονται ήδη από τον πρώτο γύρο και βλέπουν να ορθώνεται μπροστά τους το δίλημμα της επιλογής μεταξύ δεξιού εξτρεμισμού και ακραίου συντηρητισμού, μεταξύ Σκύλας και Χάρυβδης, χωρίς τη δυνατότητα ελιγμών που διέσωσαν το πλοίο του Οδυσσέα.

Βέβαια η επιλογή του σκληροπυρινού δεξιού Φρανσουά Φιγιόν, φέρεται να ενοχλεί την Μαρίν Λεπέν του Εθνικού Μετώπου, εφόσον ένας ακραία συντηρητικός λόγος του υποψηφίου των ρεπουμπλικανών, μπορεί να επηρεάσει το δικό της ακροατήριο και να αποσπάσει ένα μέρος του. Εντούτοις όμως μπορεί να ισχυρισθεί κανείς ότι και το αντίστροφο μπορεί να συμβεί : Όσο ο πολιτικός άξονας της χώρας μετατοπίζεται προς τα ακροδεξιά (Φρουνσουά Φιγιόν έναντι Αλέν Ζυπέ), τόσο διαμορφώνεται ευνοϊκό πολιτικό έδαφος για την επέκταση του πολιτικού λόγου της Μαρίν Λεπέν στο ρεπουμπλικανικό εκλογικό σώμα. Σε κάθε περίπτωση δεν πρόκειται σ’ αυτή την αναμέτρηση να ισχύσουν τα κριτήρια του 2002 για ένα σημαντικό τμήμα του γαλλικού εκλογικού σώματος, που υπολογίζεται γύρω στο 30% (Μέτωπο Αριστεράς + Σοσιαλιστικό Κόμμα + Πράσινοι κλπ.) : Τι θα συνηγορεί υπέρ της καταψήφισης της Μαρίν Λεπέν στον δεύτερο γύρο, και υπέρ της υπερψήφισης του Φρανσουά Φιγιόν, εφόσον και οι δύο αποτελούν πανομοιότυπες όψεις του ιδίου νομίσματος; Όποια περίπτωση και από τις δύο επικρατήσει, ο εργαζόμενος λαϊκός κόσμος δεν θα έχει παρά να περιμένει τη ραγδαία επιδείνωση των όρων εργασίας του, περίθαλψης, εκπαίδευσης, πολιτισμού.

Η γαλλική ρεπουμπλικανική δεξιά με τον Φρανσουά Φιγιόν (κι’ όχι λιγότερο είναι αλήθεια και με τον Αλέν Ζυπέ), μπροστά στην κοινωνική χρεοκοπία του νεοφιλελευθερισμού, δεν προτείνει παρά την ενίσχυση και παραπέρα όξυνση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Σ’ αυτή της την επιδίωξη έχει καθαρά ταξική βάση : Την ισχυρή γαλλική εργοδοσία (Medef), που συσπειρώνει το σύνολο της αστικής τάξης, την πλειονότητα των μικροαστικών στρωμάτων, και την διευθυντική τεχνοκρατία του δημόσιου και του επιχειρηματικού τομέα, αντίστοιχη με αυτή της ελληνικής συντηρητικής παράταξης. Οι θέσεις που προάγει είναι ανοιχτά εξοντωτικές για την εργαζόμενη γαλλική πλειοψηφία : Κατάργηση του 35ωρου και καθιέρωση της εβδομάδας εργασίας των 39 ωρών, ιδιαίτερα στις δημόσιες υπηρεσίες, και 500 χιλιάδες απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων από τα 5,4 εκατομμύρια που είναι συνολικά (9%). Μ’ αυτό τον τρόπο επιδιώκεται η συγκράτηση των δημοσιονομικών δαπανών και η «εξοικονόμηση» 15 δισεκατ. ευρώ, ενώ η πρόσθετη αμοιβή των επιπλέον ωρών εργασίας θα επιφέρει απεναντίας αύξηση των εξόδων της τάξης των 20 δισεκατ. ευρώ.

Αντιτίθεται σε κάθε μορφή πολύ – πολιτισμικότητας της γαλλικής κοινωνίας, όπου οι γάλλοι αραβικής καταγωγής αντιπροσωπεύουν ένα σεβαστό ποσοστό του πληθυσμού, και απαιτεί την «ομογενοποίηση» (assimilation) των μεταναστών και των προσφύγων στον καθαρά γαλλικό εθνικό κορμό. Δεν διστάζει να εκφράσει τον συντηρητισμό του έναντι της θεσμικής αναγνώρισης των ομόφυλων ζευγαριών και αποτρέπει κάθε περίπτωσης υιοθεσίας για τα ομόφυλα ζευγάρια. Προφανώς τα βάζει με τους γάλλους εργαζόμενους που «εργάζονται λιγότερο» (αυτό κάτι μας θυμίζει) από ό,τι σε γειτονικές χώρες, τη στιγμή που η παραγωγικότητα στη Γαλλία είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη. Στοχεύει στην μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων από το 33% στο 22%, καθώς και στην κατάργηση του φόρου της μεγάλης ακίνητης περιουσίας. Πιστεύει στην γενική μείωση των κοινωνικών δαπανών ενώ εξετάζει την αύξηση του ΦΠΑ κατά 2 μονάδες. Συνολικά επιχειρείται η μείωση των δημόσιων δαπανών κατά 100 δισεκατ. ευρώ στην πενταετία 2017 – 22, πράγμα που κατά τον Μπενζαμέν Κοριά θα βουλιάξει τη γαλλική οικονομία σε έναν παρατεταμένο υφεσιακό κύκλο. Κι’ αυτό γιατί όπως υποστηρίζει ο γάλλος οικονομολόγος οι δημόσιες δαπάνες διαχέονται άμεσα στην οικονομική δραστηριότητα, έτσι ώστε μια αύξησή τους κατά 1 μονάδα επιφέρει αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,3 μονάδες. Σε τελική ανάλυση υπολογίζεται ότι με αυτό τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό η γαλλική δεξιά θα επιφέρει μείωση του ΑΕΠ στην προεδρική πενταετία συνολικά 3,5%, αντί να προκαλεί μεγέθυνση τουλάχιστον κατά 1,5% ετησίως.

Από την άλλη πλευρά ριζικά διαφορετική είναι η άλλη όψη του νομίσματος του ακραίου συντηρητισμού, του Εθνικού Μετώπου με την προεδρική υποψηφιότητα της Μαρίν Λεπέν, αυτού που έχει ονομασθεί «ξανθός τρόμος» με το «μπλε τριαντάφυλλο» στο χέρι, έμβλημα της προεκλογικής της εκστρατείας. Κυρίαρχη διαφοροποίηση είναι ότι ενώ οι γάλλοι ρεπουμπλικανοί εκφράζουν πολιτικά το ισχυρό μπλοκ των «από πάνω» (αστική και μικροαστικές τάξεις), το Εθνικό Μέτωπο έχει κατορθώσει να αναδειχθεί σε φορέα έκφρασης των «από κάτω», αυτό που σε προηγούμενες περιόδους ήταν η ίδια η Αριστερά. Πρωταρχική του απεύθυνση είναι οι «χαμένοι» της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης των «κατεστημένων» δυνάμεων (δεξιών και σοσιαλιστών), όπως οι άνεργοι που φτάνουν στο 10% του συνολικού εργατικού δυναμικού της χώρας κλπ., στους οποίους δεν προτείνει ένα συνεκτικό εναλλακτικό πρόγραμμα, που θα μπορούσε να απαντήσει στην ικανοποίηση σημαντικών λαϊκών ζητημάτων, αλλά εντοπίζει συστηματικά «εξιλαστήρια θύματα» για την κοινωνική τους παραφθορά, όπως ιδιαίτερα είναι οι μετανάστες και οι πρόσφυγες.

Η «οικειοποίηση» του φόβου που διακατέχει σημαντικά στρώματα της γαλλικής κοινωνίας, έναντι της μετανάστευσης, του κομμουνισμού, της οικονομικής κρίσης, αντιπροσωπεύει την κύρια ουσία των πολιτικών εκπροσωπήσεων της Μαρίν Λεπέν. Αυτή η «πατριωτική» λαϊκή δεξιά, επιζητεί έτσι την αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη, προκειμένου όμως να προωθήσει έναν ασφυκτικό οικονομικό προστατευτισμό της γαλλικής καπιταλιστικής ανάπτυξης, ορθώνοντας σημαντικούς δασμολογικούς φραγμούς. Υποστηρίζει την λειτουργία στοιχειακών μηχανισμών κράτους πρόνοιας, προορισμένων όμως μόνον για τους γάλλους υπηκόους, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκει τη ριζική μείωση των κρατικών δαπανών και των δημόσιων υπηρεσιών. Επιπρόσθετα επιζητά την επιβολή μιας δρακόντειας αστυνόμευσης της γαλλικής κοινωνίας, εφόσον άλλωστε προτείνει την επαναφορά της θανατικής ποινής με δημοψήφισμα.

Προφανώς, και αυτό είναι το σημαντικότερο όλων, αυτή η πολιτική της άκρας δεξιάς του Εθνικού Μετώπου αναπτύχθηκε και βρήκε πρόσφορο έδαφος στην ανεπάρκεια πολιτικής έκφρασης, κοινωνικής οργάνωσης, εναλλακτικού προοδευτικού προσανατολισμού των πληβειακών στρωμάτων, τόσο από την πλευρά του γαλλικού ΚΚ, όσο και από την πλευρά του κυβερνητικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Όταν η απήχηση του γαλλικού ΚΚ απομειώθηκε από το 15% του 1981 στο 2% του 2007 (στις αντίστοιχες προεδρικές εκλογές), το λαϊκό του ακροατήριο τροφοδότησε το 14% – 18% του Εθνικού Μετώπου στα τελευταία 30 χρόνια. Και αντίστοιχα η επιρροή του Σοσιαλιστικού Κόμματος από το 29% του 2012, στο σημερινό επίπεδο του 15%.

Η ιστορική πρόκληση του γαλλικού Μετώπου της Αριστεράς

Πώς θα μπορούσε να αποτραπεί αυτή η τροχιά προς τα κοινωνικά τάρταρα, αυτή η πορεία προς τον λαϊκό όλεθρο ; Δύο είναι οι περιπτώσεις που θα μπορούσαν να κλονίσουν και να αναδιατάξουν αυτό το ανατριχιαστικό σκηνικό των προσεχών προεδρικών εκλογών. Η μία έχει να κάνει με την ανάδειξη και τον ρόλο ενός απεργιακού εργατικού κινήματος, το οποίο εντούτοις υπήρξε και καταγράφηκε το πρώτο οκτάμηνο του 2016, με αφορμή τον καθοριστικό για την εργατική τάξη νόμο Μιριάμ Ελ Κομρί. Παρόλα αυτά αυτό το επίμονο, κλιμακωμένο και ώριμο εργατικό κίνημα δεν κατάφερε να ανατρέψει τα κοινωνικά δεδομένα, και εξ αντανακλάσεως τους πολιτικούς συσχετισμούς. Κι’ αυτό όχι γιατί δεν κατόρθωσε να αποτρέψει την κατεδάφιση θεμελιωδών διατάξεων του γαλλικού Κώδικα Εργασίας, εφόσον άλλωστε η σοσιαλιστική κυβέρνηση είχε τη δυνατότητα και χρησιμοποίησε τη συνταγματική διάταξη για επικύρωση του νόμου με παράκαμψη της Εθνικής Αντιπροσωπείας.

Το κυρίαρχο ζήτημα παρέμεινε σ’ όλη τη διάρκεια αυτού του «θερμού» οκταμήνου του 2016, ότι δεν κατόρθωσε να κινητοποιήσει απεργιακά, και κατά τρόπο ενωτικό και υποδειγματικό ( αρραγές ταξικό μέτωπο Intersyndicale των Cgt, Force Ouvriere, Solidaires κλπ.), παρά μόνον ένα 10 % – 15% του συνολικού εργατικού δυναμικού (δύο με τρία εκατομμύρια μισθωτούς επί συνόλου 22 εκατομμυρίων), γιατί συναντούσε ανυπέρβλητα σχεδόν πολιτικά εμπόδια : Ο κόσμος του Σοσιαλιστικού Κόμματος δεν κινητοποιήθηκε, εφόσον ήταν η ίδια η δική του κυβέρνηση που εισήγαγε την μεταρρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, ενώ το υπόλοιπο σώμα του εργατικού πληθυσμού αποδείχθηκε ότι βρίσκεται υπό την εκλογική επιρροή του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και του Εθνικού Μετώπου, και ως εκ τούτου αντιμετώπιζε αποστασιοποιημένα το εργατικό απεργιακό κίνημα. Το συνδικαλιστικό κίνημα χωρίς μια κεντρική αριστερή εναλλακτική λύση έχει καθορισμένα όρια, όπως και η Αριστερά δίχως εργατική κοινωνική υπόβαση δεν μπορεί να πάει πέρα από ένα ορισμένο σημείο.

Η δεύτερη περίπτωση που θα μπορούσε εν δυνάμει να τροποποιήσει τους συσχετισμούς και να βάλει στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών μια αριστερή υποψηφιότητα, και που είναι ένα καθαρά «θεωρητικό» σενάριο, που όμως χρειάζεται να αναδεικνύεται, είναι η διαμόρφωση ενός κοινού μπλοκ προεδρικής υποψηφιότητας (Μέτωπο της Αριστεράς + Σοσιαλιστικό Κόμμα + Πράσινοι). Αυτό βέβαια υπό την ηγεμονία του Ζαν Λυκ Μελανσόν και με ένα πρόγραμμα αυθεντικά προοδευτικού χαρακτήρα. Σ’ αυτή την περίπτωση θα μπορούσε με βάσιμους όρους να διεκδικηθεί η συμμετοχή στο δεύτερο γύρο, με εντελώς απρόβλεπτες συνέπειες. Μια τέτοια αριστερή υποψηφιότητα, με την δρομολόγηση μιας αντίστοιχης κινηματικής λογικής, θα μπορούσε να φτάσει στον πρώτο γύρο στο ύψος του 30% και να περάσει στο δεύτερο γύρο, δημιουργώντας εντελώς άλλα δεδομένα.

Προφανώς αυτό φαντάζει ως ένα σενάριο επιστημονικής φαντασίας με δεδομένο το βίο και την πολιτεία της σοσιαλιστικής διακυβέρνησης στην τελευταία πενταετία (2012 – 16), η οποία πέραν των άλλων προχώρησε στην ψήφιση των αντεργατικών νόμων Εμμανουέλ Μακρόν (2015) και Μιριάμ Ελ Κομρί (2016), παρακάμπτοντας την ίδια τη δημοκρατική διαδικασία της κοινοβουλευτικής επικύρωσης. Αυτό δείχνει ότι λειτουργεί ένα σύνολο σοσιαλιστών βουλευτών που είχαν αρνηθεί να ψηφίσουν αυτούς τους δύο νόμους κατεδάφισης του Κώδικα Εργασίας, ένα ρήγμα στο εσωτερικό του Σοσιαλιστικού Κόμματος που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί και να διευρυνθεί. Άλλωστε η ενδεχόμενη υποψηφιότητα Φρανσουά Ολλάντ ή Εμμανουέλ Μακρόν, όλοι γνωρίζουν ότι είναι αδύνατο να εξασφαλίσει την είσοδο στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών της Άνοιξης 2017, όπως είναι απαξιωμένη η σοσιαλιστική κυβερνητική διαχείριση.

Άρα μόνον μία ανοιχτή λαϊκή προεκλογική εκστρατεία του Μετώπου της Αριστεράς, που έχει ήδη την αφετηρία του 11% στις προεδρικές του 2012, με στόχευση να καταστεί κυρίαρχη δύναμη στη γαλλική Αριστερά έναντι των σοσιαλιστών του νεοφιλελευθερισμού (αυτό που τείνει να συμβεί στην Ισπανία με τους Unidos Podemos, και που έγινε στην Ελλάδα το 2012 με τον ΣΥΡΙΖΑ, ανεξάρτητα από την μετέπειτα μνημονιακή του μετάλλαξη), είναι δυνατό να αρχίζει να τροποποιεί τα πολιτικά δεδομένα. Αυτό σε παραλληλία με την ικανότητα διατήρησης στην επιφάνεια μορφών του κινήματος του πρώτου οκταμήνου του 2016 για την υπεράσπιση των εργατικών δικαιωμάτων, και την εργατική κοινωνική παρουσία στο κεντρικό πολιτικό προσκήνιο. Και τέλος με την ανάπτυξη της ικανότητας επανασύνδεσης του Αριστερού Μετώπου με τον κόσμο της λαϊκής επιρροής του Εθνικού Μετώπου, με τα στρώματα των απόκληρων και πληβείων, επιτυγχάνοντας την μετατόπισή τους σε μια αξιόπιστη, ρεαλιστική και φερέγγυα εναλλακτική προοδευτική λύση.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας