Η απάντηση στην ερώτηση του τίτλου είναι υπαρξιακής σημασίας. Μιλώντας για την Αριστερά, βέβαια, είναι αναγκαίο να βρούμε κριτήρια «ορισμού». Οπως και να έχει, πάντως, στον πυρήνα οποιουδήποτε ορισμού δεν μπορεί παρά να βρίσκεται το χειραφετητικό πρόταγμα και μαζί η τεκμηριωμένη πεποίθηση πως ο, υπερ-κυρίαρχος εδώ και κάποιες δεκαετίες, καπιταλισμός συνιστά άμεσο κίνδυνο για την ανθρωπότητα. Τόσο που η υπέρβασή του να είναι εκ των ων ουκ άνευ στόχος για οποιαδήποτε ριζοσπαστική πολιτική δύναμη –η παγκόσμια οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας, η επιδεινούμενη διατροφική και ενεργειακή επισφάλεια, η προϊούσα κλιματική αλλαγή είναι δείκτες αυτής της ισχυρής ιδέας.
Πράγμα που σημαίνει πως η διεκδίκηση επιμέρους αιτημάτων, ενώ δικαίως συνεχίζει να αποτελεί ύλη της πολιτικής δράσης, όταν μεταπίπτει σε πρακτικά μοναδικό ορίζοντά της αποτελεί υπονομευτικό παράγοντα για τη χειραφετητική επιδίωξη. Για να το πω λίγο διαφορετικά, σε τέτοιες εποχές, ο πολύς «ρεαλισμός», η «προσεκτική και νουνεχής εκτίμηση του συσχετισμού» δεν είναι παρά ουσιαστική εγκατάλειψη του λόγου ύπαρξης της Αριστεράς.
Οπως με μεγάλη ακρίβεια το θέτει ο Μαρκ Φίσερ («Καπιταλιστικός ρεαλισμός. Υπάρχει άραγε εναλλακτική;», εκδόσεις futura), ο ρεαλισμός, ο καπιταλιστικός ρεαλισμός δηλαδή, περισσότερο από μια στάση των pro-capitalists ακροδεξιών, δεξιών και κεντροαριστερών μπιστικών του «ιδιωτικού τομέα» και της «ελεύθερης αγοράς» είναι μια διάχυτη ατμόσφαιρα, η οποία δρα σαν αόρατο φράγμα που οριοθετεί τη σκέψη και τη δράση. Είναι σύμπτωμα μιας εκτεταμένης αποικιοποίησης του βιόκοσμου, αλλά και του ίδιου του ασυνείδητου των ανθρώπων.
Σαν να λέμε, «[ο] “ρεαλισμός” εδώ είναι ανάλογος με την οπτική γωνία ενός καταθλιπτικού που πιστεύει πως κάθε θετική κατάσταση, κάθε ελπίδα, είναι μια επικίνδυνη ψευδαίσθηση». Το έχουμε βιώσει εμείς στην Ελλάδα καλά όταν όλοι μας διαβεβαίωσαν πως όχι μόνο όσα ζούμε, δοθεισών των συνθηκών –και των «συσχετισμών», βεβαίως- είναι τα καλύτερα δυνατά, αλλά και πως, αν πραγματικά επιδιώκαμε οτιδήποτε άλλο, μας περίμενε η πιο κολασμένη «καταστροφή». Σωθήκαμε την τελευταία ώρα, επειδή η ηγεσία μας αποδείχτηκε υπεύθυνη. Οτιδήποτε άλλο ήταν όχι μόνο καταδικασμένο στην αποτυχία, ήταν ο Αρμαγεδδών «αυτοπροσώπως», η σύγκρουση των Γωγ και των Μαγώγ, χιόνι στην έρημο Μοχάβε και άλλα ακόμη, εξίσου βιβλικά. Ευτυχώς μας προέκυψε ρεαλισμός.
Δεν πρόκειται, ωστόσο, για ελλαδικό σύμπτωμα. Δεν αφορά, απλώς, τη δεδομένη δική μας ανεπάρκεια, ως ελληνική Αριστερά, να αναλάβουμε μια αποστολή που φανερά υπερέβαινε κατά πολύ τις προδιαγραφές μας. Ετσι κι αλλιώς, για να θυμηθώ τον Αναγνωστάκη, «στα ψέματα παίζαμε».
Οχι, δυστυχώς. Στην πραγματικότητα, η αποτυχία της Αριστεράς είναι δεδομένη, διεθνής, κοινή, πραγματική σταθερά της κατάστασης.
Οπως σημείωνε από καιρό ο Φρέντρικ Τζέιμσον, η δεκαετία του ’80 ήταν η περίοδος στην οποία ο καπιταλιστικός ρεαλισμός εγκαθιδρύθηκε ως ΤΙΝΑ. Τότε υπήρχαν ακόμη πολιτικές εναλλακτικές στον καπιταλισμό, τουλάχιστον κατ’ όνομα. Αυτό που έχουμε να αντιμετωπίσουμε σήμερα είναι μια πολύ βαθύτερη, πολύ πιο διαβρωτική αίσθηση εξάντλησης, πολιτισμικής και πολιτικής στειρότητας, κατεξοχήν συνέπεια της τρομερής ήττας που υπέστη η επαναστατική ιδέα στον 20ό αιώνα.
Εδώ είμαστε. Και αυτό, πρωτίστως, καλείται το ριζοσπαστικό κίνημα να αντιμετωπίσει.
Τα σημάδια δεν είναι καθόλου ελπιδοφόρα. Για να μείνουμε μόνο στην ήπειρό μας, το κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς ελάχιστα εμπνέει τον κόσμο της εργασίας. Η πρακτική του χαρακτηρίζεται εξαιρετικά αναποτελεσματική, για να χρησιμοποιήσω μια ήπια έκφραση, ενώ η στάση του όχι δεν είναι ριζοσπαστική κοινωνικά, αλλά μάλλον πλησιάζει στο να εμφανίζεται ψοφοδεής απέναντι στις κυρίαρχες δυνάμεις. Δεν είναι τυχαίο, από αυτήν την άποψη, πως μεγάλο τμήμα των λαϊκών τάξεων τείνει να εκπροσωπείται καλύτερα από ακροδεξιές έως αλλοπρόσαλλες δυνάμεις.
Η επίσημη Αριστερά της Ευρώπης θεωρείται από την κοινωνική πλειοψηφία καθεστωτική δύναμη, μέρος της ελίτ, έτοιμη να απολαύσει όλα τα προνόμια και τις εξουσίες που αυτή παρέχει στους ανθρώπους του. Είναι τόσο κραυγαλέα η απωθητικότητά της, που μαζικά τμήματά της, όπως η Ανυπότακτη Γαλλία, η Αριστερά των Ποδέμος και το πορτογαλικό Μπλόκο, βρίσκονται σε τριμερείς πρωτοβουλίες για να τραβήξουν σε άλλες κατευθύνσεις. Από την άλλη, η πιο ριζοσπαστική, εξωκοινοβουλευτική πτέρυγα βρίσκεται σε μια πορεία ραγδαίου κατακερματισμού.
Εχει, λοιπόν, μέλλον η Αριστερά; Ποιος ξέρει;
Αν είναι, πάντως, να έχει, προϋπόθεση είναι να επιβιώσει. Που σημαίνει, πριν απ’ όλα, στα καθ’ ημάς, η ανταγωνιστική Αριστερά, από την ελευθεριακή μέχρι την ποικίλη εξωκοινοβουλευτική και όσους αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ να δεσμευτούν στην αναδημιουργία ενός δημόσιου χώρου, στη βάση ενός πυκνού δικτύου κοινών πρωτοβουλιών. Με ορατότητα τέτοια που μόνο ένα ευρύ ενιαίο εγχείρημα μπορεί να εξασφαλίσει, δίνοντας αναφορά στις πολλές χιλιάδες ανθρώπων που ασφυκτιούν σε μια διαρκώς και πιο αβίωτη ζωή εργοδοτικού δεσποτισμού και στέρησης στοιχειωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Γίνεται; Αν δεν γίνεται, το μέλλον θα διαρκέσει υπερβολικά πολύ.
*Ο Χρήστος Λάσκος είναι εκπαιδευτικός.
Έχει μέλλον η Αριστερά;
**Πηγή: efsyn.gr.
τα πράγματα είναι απλά:
η αριστερά θα έχει μέλλον αν μπορέσει να κατανοήσει και να εκφράσει την κοινωνία. Τελεία.
Όσο δεν το κάνει και παραμένει εγκλωβισμένη σε μια ατέρμονη θεωρητικολογία που δεν ακουμπάει παρά μόνο ένα μικρό τμήμα των πολιτών, θα βρίσκεται να αναλύει υπαρξιακά ερωτήματα όπως ο τίτλος του παρόντος άρθρου.
Ο κ. Λαπαβίτσας το λέει σε κάθε του συνέντευξη και κάποιος θα πρέπει να τον ακούσει. Όσο η αριστερά δεν αντιλαμβάνεται ότι ο κόσμος έχει αλλάξει και όσο η αριστερά δεν αντιλαμβάνεται ότι κάποιες από τις αντιλήψεις της που παλιά ήταν προοδευτικές τώρα είναι ξεπερασμένες, τόσο θα βρίσκουν την ευκαιρία ακροδεξιά κόμματα να εκμεταλεύονται το κενό αυτό και να παίρνουν με το μέρος τους αυτόν τον κόσμο και να εμφανίζουν μεγάλη αυξητική τάση σε όλη την Ευρώπη. Γίνονται όλοι οι πολίτες της ευρώπης ακροδεξιοί? Προφανώς όχι, απλά τα ακροδεξιά κόμματα καταφέρνουν να κάνουν αυτό που δεν μπορει ή δε θέλει να κάνει η αριστερά: Να ακούσει τους πολίτες και να προσαρμόσει την ιδεολογία της στις ανάγκες των πολιτών και όχι το ανάποδο.
Και από τη στιγμή που ο κ. Λαπαβίτσας δεν γίνεται αντιληπτός, δεν ελπίζω ότι θα γίνω εγώ.
Η “Αριστερά” στο σύνολο της έχει ενσωματωθεί στο σύστημα της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης τόσο στην Ελλάδα όσο και πανευρωπαϊκά.
Δεν εκφράζει πλέον τα μη ευνοημένα λαϊκά στρώματα κι αυτό γιατί έχει σαθρά θεμέλια:
μιλάει για δίκαιη ανάπτυξη, κοινωνική δικαιοσύνη, κλπ αλλά πάντα(και αυτή είναι η αντίφαση) μέσα στο καθεστώς των ανοιχτών αγορών/συνόρων και γενικότερα των αρχών της Ε.Ε και της παγκοσμιοποίησης.
Η πεποίθηση ότι αυτό μπορεί να αλλάξει μέσω κάποιων δυναμικών και “γνήσιων” αριστερών ηγετών, “εκ των έσω”, αποδείχτηκε μια παιδαριώδης αφέλεια(χαρακτηριστική η περίπτωση Τσίπρα).
Συνεπώς οι περιφρονημένοι του συστήματος που διαρκώς αυξάνονται, στρέφονται σε άλλες κατευθύνσεις(“λαϊκιστές”/”φασίστες”) που μιλάνε για περισσότερη οικονομική κυριαρχία και δεν έχουν “φασιστικο-ποιηθεί” όπως αφελώς κάποιοι πιστεύουν.
Τα εκλογικά αποτελέσματα εξάλλου τα τελευταία χρόνια σε πανευρωπαϊκό επίπεδο αυτό αποδεικνύουν.
«Δεν έχουν “φασιστικο-ποιηθεί” όπως αφελώς κάποιοι πιστεύουν»;;; Και το 1933 οι ψηφοφόροι του Χίτλερ δεν ήταν όλοι «τελειωμένοι» ναζιστές… Αλλά ο Χίτλερ διατηρήθηκε στην εξουσία για 12 ολόκληρα χρόνια… Και πολλοί «ξαναθυμήθηκαν» πόσο «αντιχιτλερικοί» ήταν, μόνο όταν ο Κόκκινος Στρατός εισέβαλε στο Βερολίνο…
Σας συνιστούμε να βρείτε και να δείτε το σοβιετικό ντοκιμαντέρ του Μιχαήλ Ρομμ «Ο καθημερινός φασισμός» (ο κυριολεκτικός τίτλος είναι «Ο συνηθισμένος φασισμός»), γυρισμένο το 1960, με τις ναζιστικές θηριωδίες ακόμη νωπές στις μνήμες των Ευρωπαίων πολιτών…
Όσο για την «Αριστερά» που έχει ενσωματωθεί στο σύστημα, και μόνο που κι εσείς ο ίδιος την βάζετε σε εισαγωγικά, σημαίνει ότι αποδέχεστε έμμεσα (και ορθά) ότι ουσιαστικά ΔΕΝ αποτελεί Αριστερά.
Η Αριστερά των κινημάτων και του κοινωνικού μετασχηματισμού είναι εδώ, υπαρκτή, ασφαλώς με τα (ουκ ολίγα) προβλήματά της, αλλά και με τη βούλησή της ν’ αλλάξει αυτόν τον κόσμο. Χρέος της προς την ανθρωπότητα είναι να καταστεί κοινωνική πλειοψηφία και να επιτύχει τους σκοπούς της.