Το 2011-2012 το μεγάλο κίνημα των πλατειών ενάντια στο μνημόνιο έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως τους ΑΝΕΛ να καρπούνται τη λαϊκή συσπείρωση και τις ελπίδες του κόσμου για προοδευτική αλλαγή. Πολλά μικρά σχήματα που είχαν δημιουργηθεί τότε, ή προϋπήρχαν, ανεξάρτητα από την ορθότητα, ή μη, των θέσεών τους, απέτυχαν να εμπνεύσουν και να συσπειρώσουν ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις, με συνέπεια να βρεθούν γρήγορα στο περιθώριο.
Το 2015 με τους ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στην κυβέρνηση, ήλθε η απόλυτη διάψευση των ελπίδων και των προσδοκιών που είχαν δημιουργηθεί. Μετά το πραξικόπημα της 5ης Ιουλίου όπου το μεγαλειώδες «ΟΧΙ» του ελληνικού λαού στο δημοψήφισμα, μετατράπηκε εν μια νυκτί σε «ΝΑΙ» από σύσσωμο το πολιτικό σύστημα, οδήγησε στην πλήρη απογοήτευση, την παραίτηση που εκφράστηκε με την μεγάλη αποχή στις μετέπειτα εκλογές, αλλά και στον εγκλωβισμό ευρύτερων μαζών στη λογική του «μη χείρον».
Πολλοί, τότε, θέλησαν να «εκμεταλλευτούν» και να εκφράσουν την κοινωνική δυναμική που είχε εκδηλωθεί με το δημοψήφισμα, αλλά σύντομα απέδειξαν την ολοκληρωτική τους ανεπάρκεια και την αδυναμία να το πράξουν. Έτσι, είτε παλαιότερα σχήματα από το χώρο της εξωκοινωβουλευτικής αριστεράς, είτε από τον λεγόμενο πατριωτικό – δημοκρατικό χώρο, είτε προερχόμενα από την διάσπαση του απολύτως «μνημονιακού» πλέον ΣΥΡΙΖΑ, βρέθηκαν αμέσως μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, ουσιαστικά στο περιθώριο, ανεξάρτητα τον βαθμό αντίληψης που έχουν γι’ αυτό, τα ίδια αυτά σχήματα και οι άνθρωποι που τα εκφράζουν, ή εκφράζονται μέσα από αυτά.
Το πολιτικό σύστημα, στηριγμένο στο δίπολο δεξιάς-αριστεράς, μετά τους έντονους τριγμούς μια 5ετίας, απέδειξε την ικανότητά του να αναγεννάται στηριγμένο κυρίως στις αδυναμίες και την πολιτική ανεπάρκεια των αντιπάλων του, και φυσικά, στην πλήρη υποστήριξη των ξένων πατρώνων του και της εγχώριας άρχουσας ελίτ.
Μιας άρχουσας ελίτ που απέδειξε την ικανότητά της να ελέγχει πλήρως τις εξελίξεις υπέρ της, μέσα από ένα βαθύ και πολυπλόκαμο δίκτυο εξαρτήσεων και αντιπαροχών, ελέγχου -εκτός των έτσι κι αλλιώς πλήρως υποταγμένων κρατικών δομών-, των πανεπιστημίων, του «πνευματικού» λεγόμενου κόσμου, αλλά κυρίως των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Δηλαδή, ενός «αμαρτωλού» συμπλέγματος πολιτικοϊδεολογικής καθυπόταξης και επικυριαρχίας, που δεν επιτρέπει την παραμικρή έκφραση διαφορετικής άποψης, η οποία καταδικάζεται άμεσα να καταλήξει, αν όχι στη σφαίρα του γραφικού, σύντομα στο πολιτικό περιθώριο. Το παράδοξο μάλιστα είναι, ότι όσο περισσότερο κραυγαλέα αναξιόπιστο γίνεται το σύστημα αυτό, τόσο πιο πολύ ολοένα και περισσότεροι από τους φερόμενους ως αντιπάλους του καθεστώτος επιδιώκουν να εκφραστούν μέσα από αυτό! Είναι το «σύνδρομο της Στοκχόλμης», ή κάτι άλλο;
Όμως παλαιοκομματικές λογικές, προσωπικές ματαιόδοξες φιλοδοξίες και ιδεολογικές αγκυλώσεις, σε συνδυασμό με μια παρελθούσα από την πρώιμη μεταπολίτευση ρητορεία, δείχνουν και τα απολύτως πεπερασμένα όρια όλων αυτών που δοκίμασαν και δοκιμάστηκαν τα τελευταία 7 χρόνια στην υπόθεση ενός αγώνα που από τη φύση του και με δεδομένη την ισχύ του αντιπάλου, απαιτεί νέες προσεγγίσεις, έξω από την «πεπατημένη».
Προσεγγίσεις που θα στηρίζονται σε σύγχρονες αναλύσεις και επεξεργασίες και σε αξιόπιστες προτάσεις, τόσο σχετικά με αυτό καθ’ αυτό το περιεχόμενό τους, όσο και στον τρόπο και την αξιοπιστία των προσώπων θα το εκφέρουν. Προσεγγίσεις, προτάσεις, πρόσωπα, που σε έναν ανεπανάληπτο συνδυασμό θα μπορέσουν να εμπνεύσουν, να πείσουν και να κάνουν τον κόσμο να ελπίσει και να αγωνιστεί ξανά.
Προσεγγίσεις, προτάσεις πρόσωπα ικανά να απευθύνονται με επιτυχία στα πιο δυναμικά τμήματα της κοινωνίας και κυρίως στη νεολαία. Αλλά και σ’ όλους αυτούς που αντιλαμβάνονται την καταστροφή, αλλά έχουν ακόμα τη δυνατότητα να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες αυτής της προσπάθειας, για να μπορέσουν να «σύρουν» στη συνέχεια και τα ήδη κατεστραμμένα -και εξ αυτού «λουμπενοποιημένα»- κοινωνικά στρώματα.
Καμία «κομματικότητα» και στοχοπροσήλωση δεν μας επιτρέπει να εθελοτυφλούμε μπροστά στις προκλήσεις που ανοίγονται με δεδομένο το τεράστιο έλλειμμα πολιτικής εκπροσώπησης των πλέον συνειδητοποιημένων τμημάτων της κοινωνίας. Ένα έλλειμμα που καταδεικνύει με τον πλέον κραυγαλέο τρόπο την αδήριτη ανάγκη συστράτευσης σε έναν αγώνα που προσλαμβάνει ολοένα και περισσότερο πέραν των αδιαμφησβήτητα ταξικών και καθαρά εθνικοαπελευθερωτικά χαρακτηριστικά.
Οι λόγοι που επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές είναι πολλοί. Στην παραδοσιακή ξένη εξάρτηση της χώρας, ήλθε η ένταξή μας στο λεγόμενο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, στην ΟΝΕ και η συνακόλουθη αναπόδραστη υποταγή μας στο μνημονιακό στάτους, που παρήγαγε ένα κυριολεκτικά νέο και αποκρουστικό στον πυρήνα του, πολιτειακό, κοινωνικό και οικονομικό καθεστώς. Με δεδομένο ότι όλες οι κρίσιμες αποφάσεις λαμβάνονται μακράν, στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο, δεν είναι υπερβολή να μιλάμε για καθεστώς νέας κατοχής. Μιας κατοχής που επιβλήθηκε με οικονομικά μέσα, με εργαλείο το κοινό νόμισμα και πρόσχημα το χρέος, που η ένταξη σε αυτό το κοινό νόμισμα δημιούργησε, όπως ήδη έχει αποδειχθεί.
Φυσικά σε αυτό το πλαίσιο, τα χαρακτηριστικά που αναδεικνύονται και επιβάλλονται συνολικά στο πολιτειακό εποικοδόμημα είναι ο -σε απόλυτη εφαρμογή- νεοφιλελευθερισμός στην «ορντολιμπεραλιστική» εκδοχή του, και η νεοαποικιοκρατική λογική των ξένων επικυρίαρχων, με πρόθυμο συμπαραστάτη την εγχώρια, κοτζαμπάσικης νοοτροπίας ελίτ, και το εξαρτώμενο απ’ αυτήν -και διαπλεκόμενο με αυτήν- πολιτικό προσωπικό.
Αποτέλεσμα της επιβολής του «κατοχικού» αυτού καθεστώτος, είναι πέραν της φτωχοποίησης της πλειοψηφίας των Ελλήνων πολιτών, του έξω από κάθε λογική και φαντασία ανοίγματος της ψαλίδας μεταξύ πλουσίων και φτωχών, του αφελληνισμού των παραγωγικών μέσων, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου, τη μετανάστευση των νέων και τη δημογραφική κατάρρευση, η δραματική επιδείνωση της διεθνούς θέσης της χώρας σε ένα εξαιρετικά επικίνδυνο και μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον. Με τη χώρα μας πρόθυμη στο ρόλο του «προκεχωρημένου φυλακίου» του ιμπεριαλισμού στη ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, με τα Βαλκάνια σε αναβρασμό αλυτρωτισμού και με τη γείτονα Τουρκία, στο ρόλο περιφερειακής δύναμης, σε ολοένα και πιο επιθετική στάση απέναντί μας.
Η Ελλάδα, δίχως εθνική κυριαρχία, βιώνει μια παρακμή και έναν εκφυλισμό τερματικού χαρακτήρα, τόσο πολιτισμικό – πνευματικό, όσο οικονομικό και κοινωνικό. Με σταδιακή αμφισβήτηση ακόμα και της ίδιας της εδαφικής της ακεραιότητας. Οδεύει με επιταχυνόμενη ταχύτητα στην κατάσταση που περιγράφεται ως αποτυχημένο κράτος (failed state), ανεξάρτητα τις κορώνες περί ξεπεράσματος της κρίσης και του επερχόμενου τέλους των μνημονίων. Μετατρέπεται σε μια ειδική οικονομική ζώνη τύπου υποσαχάριας Αφρικής, αποξενωμένη πλήρως από τις διεθνείς εξελίξεις και τις μεγάλες αλλαγές που συμβαίνουν σε παγκόσμια κλίμακα.
Συνεπώς το πάγιο αίτημα της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας, κάτω από τις δεδομένες συνθήκες δεν είναι ένα «εθνικιστικό» ζητούμενο κάποιων κατ’ επάγγελμα, λογική και νοοτροπία πατριδοκάπηλων -και υπάρχουν πολλοί εκεί έξω-, αλλά ένα καθαρά ταξικό αίτημα, πατριωτικό και αντιιμπεριαλιστικό, άρρηκτα δεμένο με τον αγώνα για λαϊκή κυριαρχία και κοινωνική απελευθέρωση. Είναι ένα κατ’ εξοχήν δημοκρατικό αίτημα.
Ένα αίτημα που πρέπει να εκφραστεί και να επιδιωχθεί η ικανοποίησή του με νέους όρους. Σύγχρονους. Με όρους που μπορούν να πείσουν και να οδηγήσουν σε πραγματική πανστρατιά.
Ένα αίτημα, πιο επίκαιρο από ποτέ, που δεν μπορεί να εκφραστεί και κυρίως να ικανοποιηθεί, από όλους αυτούς, σχήματα και πρόσωπα, που απέδειξαν όλον αυτόν τον καιρό, μέχρι που μπορεί να φτάσουν, κατακερματίζοντας, είτε από ιδεοληψία, είτε από άλλου τύπου εμμονές, το λαϊκό κίνημα και προσφέροντας έστω άθελά τους, τις καλύτερες υπηρεσίες στο καθεστώς.
Φυσικά και δεν ζητείται η «αποστρατεία» του οποιουδήποτε προσπάθησε μέχρι τώρα και απέτυχε. Ούτε βέβαια να εγκαταλείψει κάποιος τις αρχές του, ή την ιδεολογία του.
Ζητείται όμως από όλους (μας) να σκεφτούμε ξανά. Και να σκεφτούμε πολύ σοβαρά. Τι ήταν εκείνο, ή εκείνα που δεν βοήθησαν μέχρι τώρα. Τι ήταν αυτό που αντί για την ενότητα οδήγησε στον κατακερματισμό, οδηγώντας το «αίτημα» στα αζήτητα της απογοήτευσης και του «δεν γίνεται τίποτα» και το καθεστώς να θριαμβολογεί και να πιστεύει, ότι δεν κινδυνεύει πια!
Ζητείται από όλους να ξεφύγουν της «πεπατημένης» της γραφειοκρατίας και του παλαιοκομματισμού, με οποιαδήποτε μορφή κι αν αυτός σχηματοποιείται.
Ζητείται να αφεθεί χώρος για νέες δυνάμεις που μπορεί σήμερα να βρίσκονται εν υπνώσει, επειδή ακριβώς οι «επαγρυπνούσες» δεν τις αφήνουν. Δεν χωρούν πια κανενός είδους «αριστερόμετρα» ή και «αγωνιστόμετρα». Δεν χωρούν πια υστερόβουλες μωροφιλοδοξίες επιβολής της δικής μας αλήθειας.
Ζητείται τελικά σχέδιο, απλό, εύληπτο και ρεαλιστικό για να μπορεί να πείσει. Βεβαίως σχέδια υπάρχουν και με αρκετή τεκμηρίωση, αλλά δεν αρκούν. Χρειάζεται να πείσουν. Και για να γίνει αυτό, δεν χρειάζεται μια ρητορική που «ξύλινα» επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια, όσο σωστά κι αν είναι αυτά. Χρειάζεται πέραν της γενναιότητας, η εντιμότητα και η οξυδέρκεια! Και η ειλικρινής προσπάθεια για ενότητα. Για να υπάρξει αξιοπιστία.