Ένα διήγημα του Δ.Φαρή: Με τα αστέρια

577
Με τα αστέρια

Με τα αστέρια

Είχα υποσχεθεί στο εαυτό μου ότι θα βυθιστώ στην σιωπή. Η σιωπή λέει πιο πολλά από τον ήχο. Σκεφτόμουν μάλιστα κάποια στιγμή να σου γράψω αλλά μετά σκέφτηκα όλα αυτά τα γράμματα μαζεμένα, να τα βρίσκει κάποιος άγνωστος και με έπιασε αγωνία. Δεν φοβάμαι ότι θα με ανακαλύψουν, πιο πολύ ανησυχώ μήπως αυτά τα χαρτιά ζήσουν πιο πολύ από εμένα και λένε ιστορίες που θα έπρεπε να είχα πάρει μαζί μου φεύγοντας. Παρ’ όλα αυτά, να, κάθομαι πάλι και σου γράφω διατηρώντας για άλλη μια φορά την συνήθεια αν και ξέρω ότι όλα αυτά κάποτε θα χαθούν.

Χτες το βράδυ όταν άναψα την λάμπα τυφλώθηκα. Περίμενα εκεί πάνω μέσα στο κρύο αρκετή ώρα μέχρι να φύγουν οι πράσινες λάμψεις από τα μάτια μου. Μετά κατέβηκα με προσοχή τα σιδερένια σκαλοπάτια, άνοιξα την βαριά πόρτα και άρχισα να περπατώ προς την θάλασσα. Τα βράχια ήταν ακόμα ζεστά από το φως του ήλιου αλλά τώρα ήλιος ήταν ο φάρος μου και εγώ τον άφησα προσωρινά να πάω για λίγο κάπου σκοτεινά να δω το αγαπημένο μου αστέρι ν’ ανατέλλει. Ήμουν ήδη καμιά διακοσαριά μέτρα μέσα στο σκοτάδι , από κάτω μου τα κύματα μούγκριζαν, ο αέρας ήταν ζεστός, στο βάθος το ζωδιακό φως δεν έλεγε να σβήσει. Βρήκα την αγαπημένη μου πέτρα, θα πρέπει να την έχω ήδη λειάνει, τόσες φορές που έχω καθίσει πάνω της, κάθισα προσεκτικά, τυλίχτηκα στο jacket μου, αγκάλιασα τα πόδια μου και κοίταξα μέσα, βαθιά στην θάλασσα.

Τα τρία αστέρια της ζώνης του Ωρίωνα έχουν ήδη στρίψει, πηγαίνουν ολοταχώς προς τα Κυνικά Καύματα, σε τρείς μήνες θα έχουμε καλοκαίρι και πάλι. Ας μην σκεφτόμαστε έτσι όμως. Κάθε καλοκαίρι είναι μια υπόσχεση αλλά κάθε μέρα είναι μια ευλογία. Αυτό σου έλεγα και τότε, τώρα το λέω και δεν το πιστεύω. Πόσο ευλογημένα μπορείς να ζήσεις μακριά από όλους αυτούς που πέρασαν από την ζωή σου; Ναι, ξέρω … Μόνος γεννήθηκα, μόνος και θα πεθάνω, τί είναι αυτό που με κάνει να πιστεύω ότι είχα παρέα στο ενδιάμεσο. Τον βλέπω κάθε Οκτώβρη τον Ωρίωνα να στέκεται επιβλητικά πάνω από την θάλασσα σαν τεράστιος χαρταετός. Από την μία ο Ρίγκελ, λαμπερός, ασημένιος, από την άλλη ο Μπελντεγκέζ κόκκινος, φουσκωμένος και ετοιμοθάνατος. Κυνηγός σύμφωνα με την φαντασία κάποιων πιο παλιών αλλά τον Οκτώβρη ξεκινάει ξαπλωμένος σαν μόλις να ξύπνησε. Μετά πιάνουν τα κρύα, ο ουρανός παγώνει, τα αστέρια αστράφτουν, σηκώνεται λίγο, ετοιμάζεται για κυνήγι και γύρω στα μεσάνυχτα βγαίνει λαμπερό το διαμάντι μου. Στην αρχή μοιάζει μόνο του αλλά μετά έρχεται και βγαίνει ολόκληρος ο Σκύλος. Τώρα που ζέσταναν λίγο οι νυχτιές, βγαίνει νωρίτερα, τα μεσάνυχτα είναι ήδη ψηλά, δύο παλάμες, μου τρυπάει τα μάτια, με ζαλίζει σχεδόν, έτσι κοντά που είναι…ο Σείριος.

Πάντα ήθελα να ενώσω τα αστέρια με σχοινιά. Τώρα που γέρασα μάλιστα, μου φαίνεται επιτακτικό. Σε λίγο καιρό θα αρχίσω να ξεχνάω, τα σχήματα θα διαλυθούν μέσα μου, τα σχοινιά όμως θα μείνουν, θα μου δείχνουν όλα αυτά που πρέπει να θυμάμαι, τους μύθους, τα παραμύθια, τις αυταπάτες..

Αλήθεια, γιατί ξεκίνησα να στα λέω όλα αυτά; Μα φυσικά … Χθες το απόγευμα, την ώρα που αέρας και θάλασσα ησυχάζουν, είδα ένα πλοίο στον ορίζοντα, από εκείνα τα μεταγωγικά που κουβαλούν τόνους εμπορεύματα. Μετά από μία ώρα περίπου, μια περίεργη σκιά μου χάλασε το γαλάζιο της θάλασσας. Κουφάρι θηλαστικού ήταν; Έπιπλο; Κάποιο σάπιο πλεούμενο; Περίμενα το ρεύμα να μου το φέρει στα βράχια, κατέβηκα προσεκτικά τα λαξευμένα σκαλοπάτια και το μάζεψα. Μια βαλίτσα ήταν και είχε μέσα της ρούχα πολλά, ολοκαίνουργια. Στην αρχή με έπιασε μια χαρά, σαν να βρήκα θησαυρό, μετά μια θλίψη σαν να βρήκα άνθρωπο νεκρό και μετά μια ελπίδα. Τα πήρα όλα αυτά τα ρούχα, τα πήγα στο σπιτάκι του φάρου στην νότια αυλή, τέντωσα τα σχοινιά της μπουγάδας και τα άπλωσα προσεκτικά. Ήταν ρούχα γυναικεία και παιδικά και αμέσως σκέφτηκα τους φτωχούς του χωριού. Θα τα στέγνωνα και σήμερα το πρωί θα τα πήγαινα στην εκκλησία.

Ικανοποιημένος πια από την μπουγάδα μου, άναψα τον Φάρο, περπάτησα και κάθισα στην πέτρα μου μέχρι τα μεσάνυχτα. Πάντα σου έλεγα ότι αν θέλεις να με συναντήσεις, δεν έχεις παρά να βρεις αυτά τα τρία αστέρια, να τραβήξεις μια νοητή γραμμή προς κάτω-αριστερά και να εντοπίσεις το πιο λαμπερό της νύχτας. Θα θέλαμε στα σίγουρα δυό σχοινιά, δώδεκα έτη φωτός μακριά για να ενώσουν τις ψυχές μας αλλά θα ήταν σίγουρος ο τρόπος. Χτες όμως μου έφτασαν και μόνο δώδεκα μέτρα μπουγαδόσχοινο και δύο δωδεκάδες μανταλάκια για να σε ξαναθυμηθώ. Κοιμήθηκα χαμογελαστός, και όταν ο ήλιος μου χάιδεψε τα γένια σηκώθηκα σαν ηλεκτρισμένος να πάω να δω αν στέγνωσαν τα ρούχα. Τα μάζεψα ξανά στην βαλίτσα τους και ανέβηκα με μανία τα βράχια να πάω στο χωριό. Όχι, μην νομίζεις ότι συνάντησα κανέναν. Λίγοι με ξέρουν εκεί, και όλοι λένε ιστορίες για μένα, χωρίς να με ξέρουν. Ποιος ξέρει την αλήθεια για κάποιον άλλον; Ποιος έχει δει όλη την ζωή μέσα από τα μάτια του; Όλοι εικασίες κάνουν … Θα πήγαινα μέχρι την εκκλησία και θα τα άφηνα όλα στην πόρτα. Όταν ο παπάς θα πήγαινε να λειτουργήσει θα τα έβρισκε και θα τα μοίραζε στους φτωχούς.

Σου είπα και στην αρχή πώς δεν ήθελα να σου μιλήσω. Χρόνια τώρα έχω διαλέξει αυτόν τον Φάρο για να τελειώσω την ζωή μου μέσα στην σιωπή. Οι άνθρωποι του δικού μου ταξιδιού, και εσύ ακόμα, διασκορπίστηκαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, άλλοι έγιναν σπουδαίοι, άλλοι έζησαν σαν θνητοί, άλλοι πέθαναν, άλλοι εξαφανίστηκαν και δεν έμαθα ποτέ ποιο ήταν το τέλος τους. Και αυτοί δεν θα μάθουν το δικό μου…ελπίζω. Αυτό όμως ήθελα να σου το πω. Να σου το εξιστορήσω. Ακόμα και αν εσύ δεν υπάρχεις τουλάχιστον θα μείνουν τα λόγια μου σαν μήνυμα κάποιου ναυαγού σε μπουκάλι.

Ανέβαινα τα βράχια μέσα στον πρωινό ήλιο και το μόνο που με ένοιαζε ήταν να παραδώσω την βαλίτσα με τα αλμυρά ρούχα στα χέρια του Θεού. Λαχάνιασα κάποια στιγμή, κοντοστάθηκα, τα νιάτα δεν ήρθανε μαζί μου σε αυτήν την ανηφόρα, γύρισα το πρόσωπο προς την θάλασσα, να δροσιστώ, να πάρω μια ανάσα και το βλέμμα μου γέμισε σκιές. Ζαλίστηκα για λίγο, μάλλον δεν έβλεπα καλά, έβαλα το χέρι πάνω από τα φρύδια για να κόψω την λάμψη του ήλιου και ξανακοίταξα…Όλη η θάλασσα είχε γεμίσει μπογαλάκια με ρούχα. Μόνο που μέσα στα μπογαλάκια υπήρχαν άψυχα ζυμαρένια κορμιά, φουσκωμένα από το νερό, παγωμένα από την νύχτα. Μου έπεσε η βαλίτσα από τα χέρια, τα στεγνά ρούχα που άπλωνα χτες το απόγευμα, ελευθερώθηκαν στον πρωινό άνεμο και άρχισαν να πετούν ολόγυρά μου. Τα σχίνα ντύθηκαν με παιδικά ρουχάκια και τρόμαξαν την ψυχή μου έτσι που έμοιαζαν με σκιάχτρα.

Σου έλεγα και τότε πως τα αστέρια είναι ψυχές. Άλλες είναι κοντά μας, λαμπερές, αξέχαστες και άλλες πιο μακριά χάθηκαν χωρίς να τις ζήσουμε ούτε μια στιγμή στο δικό μας ταξίδι. Μου γελούν τα αστέρια την νύχτα, φυσάει για λίγο ζεστός αέρας  αστράφτουν και ύστερα σκοτεινιάζουν και πάλι, κλείνονται στον εαυτό τους. Κοιτάω στο ζενίθ και ψάχνω τον πρώτο της Λύρας, τον Βέγα, νιώθω μια ασφάλεια, μια σιγουριά που τον βρίσκω. Κοιτάω στην Δύση και χαμηλώνω και εγώ μαζί με τον πρώτο του Βοώτη, τον Αρκτούρο, μέσα στην σκόνη του στερεώματος.

Μόνο όταν κοιτάς τα αστέρια μπορείς να καταλάβεις ότι ο χρόνος κυλάει. Και απόψε που δεν έχει φεγγάρι, ο Γαλαξίας μου θυμίζει πόσοι άνθρωποι χάθηκαν πριν ακόμα προλάβουν να ζητήσουν την βοήθειά μου.

 

Δεν μου φτάνει το μπουγαδόσχοινό μου. Θέλω αυτό το μακρύ σχοινί που σου έλεγα για να απλώσω όλα αυτά τα ρούχα που έμειναν χωρίς κορμιά.

Τώρα θα σιωπήσω πάλι.

Δημήτρης Φαρής

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας