Ένα διήγημα του Δημήτρη Φαρή: Λύκος Μαύρος και Λιγνός

1865
Λύκος Μαύρος και Λιγνός

Λύκος Μαύρος και Λιγνός

Κάποτε στα βουνά πάνω από το φαράγγι της Αγκλίτσας ζούσε ένας Λύκος μοναχός με μαύρο τρίχωμα και λίγο γκρίζο πίσω από τα αυτιά. Σε αγέλη αυτός δεν έκανε, τον ενοχλούσαν τα αρχηγιλίκια και οι σάχλες, τα δαγκώματα και οι αγκαλιές με τους άλλους λύκους. Όταν πεινούσε, κυνηγούσε μόνος, και όταν τα πράγματα αγρίευαν και έπιανε κανένας χιονιάς, κατέβαινε στο χωριό, πλησίαζε με προσοχή τα πιο βορινά μαντριά, ορμούσε μέσα με ταχύτητα και έτρωγε με φόρα και ευχαρίστηση όποιο πρόβατο δεν τον είχε πάρει χαμπάρι.

Εκείνο τον χειμώνα έκανε πολύ κρύο και σχεδόν είχε ξεχειμωνιάσει σε μια σπηλιά κοντά στο Μαντρί του Μήτρου. Κάθε βδομάδα σχεδόν αποφάσιζε παράτολμα να ορμήξει μέσα στο μαντρί και να του κλέψει και ένα αρνί. Ο Μήτρος όμως δεν καθόταν με σταυρωμένα τα χέρια. Έβλεπε τα αρνιά του να μειώνονται και άρχισε να του την έχει στημένη με δόκανα και σκοπιές. Ένα απόγευμα κατάφερε και του την άναψε στο πίσω πόδι με το δίκαννο και ο Λύκος έφυγε κουτσαίνοντας.

Το άλλο πρωί, ο Μήτρος βγήκε βόλτα, στην γύρω περιοχή να μαζέψει μανιτάρια και είδε τον Λύκο πίσω από ένα δέντρο πληγωμένο από το βόλι να βαριανασαίνει. Αχ, να είχε το ντουφέκι να του την άναβε τελειωτικά τώρα, να ησύχαζε για πάντα. Αλλά είναι λύση αυτή; Σκοτώνεις έναν, και σου έρχεται μετά όλη η αγέλη. Μήπως υπήρχε καλύτερη λύση; Τον ξύπνησε με την αρβύλα και ο Λύκος έκανε να φύγει. Του είπε:

– Θες να κάνουμε μια συμφωνία; Γερό και δυνατό σε βλέπω. Εσύ, θα κάθεσαι έξω από το Μαντρί μου να φυλάς τα πρόβατα από τους άλλους Λύκους και εγώ θα σου δίνω ό,τι περισσεύει από το φαΐ μου. Δεν θα τρως  μια φορά την βδομάδα με κίνδυνο της ζωής σου, θα τρως κάθε μέρα ό,τι σου δίνω εγώ.

Ο Λύκος τον κοίταξε μέσα από τα κόκκινα μάτια του, το πόδι του ήταν ήδη ζεστό και πονούσε. Αχ να ήταν στα δυνατά του, μια χαψιά θα τον έκανε, κι αυτόν και τα μανιτάρια του.

Συμφώνησε όμως μαζί του. Και επειδή ντρεπόταν τους άλλους Λύκους, του πρότεινε τις σκοπιές να τις κάνει νύχτα και την μέρα να κάθεται στην σπηλιά του και να βιγλίζει από μακριά το Μαντρί.

Πέρασε ο Χειμώνας, η συμφωνία πήγε μια χαρά, το Πάσχα έφαγε ολόκληρο αρνί, του το έδωσαν με την πετσούλα, ψητό μεν αλλά ολόκληρο, γλυκάθηκε … είχε καιρό να φάει τόσο καλά και με ηρεμία. Σαν καλά να του ήρθε αυτό το βόλι στο πόδι. Τώρα κούτσαινε λιγότερο…

Πέρασε το καλοκαίρι, και ήρθε το Φθινόπωρο και πάλι. Είχε γίνει πιο δυνατός, το βόλι ίσα που είχε γίνει μια μικρή φαγούρα που τον ενοχλούσε μόνο όταν έβρεχε. Πλάκωσαν βροχές, πολλές βροχές, οι λαγοί και οι νυφίτσες είχαν κρυφτεί στις φωλιές τους, αναπόφευκτα κατέβηκαν και άλλοι λύκοι από τα βουνά και ζύγωσαν το Μαντρί.

Εκεί έγινε χοντρή μάχη. Ο Μαύρος έπρεπε να δείξει την ευγνωμοσύνη του άρα έπρεπε να παλέψει με νύχια και με δόντια για να μην … χαθεί ούτε ένα πρόβατο! Τι περίεργη μοίρα για έναν Λύκο … Κατάφερε έδωσε μια δαγκωνιά στον Γκρίζο, μούγκρισε στον Βουνίσιο, αγριοκοίταξε με νόημα τον Άγριο, τα κατάφερε, τους έδιωξε για σήμερα.

Ο Βοσκός για να τον ανταμείψει του έδωσε τυρί ζεστό και ψωμί με όλη την αγάπη που ένιωθε, γιατί όπως και να το κάνεις, είχε τηρήσει την συμφωνία. Επίσης τώρα ο Μαύρος σταμάτησε να κοιμάται στην σπηλιά και ήρθε έξω από τις πέτρες του Μαντριού. Ποιος ξέρει πότε θα ξαναέρχονταν οι Άλλοι;

Πέρασε ολόκληρος Χειμώνας έτσι. Ο Μαύρος καθόταν άγρυπνος φρουρός, απωθούσε ακόμα και τα τσακάλια και τα αγριόσκυλα του χωριού, και κάθε βράδυ είχε μια τσανάκα ζεστό γάλα, ψωμί και τυρί. Μερικές φορές έτρωγε και τραχανά … όταν έσφαζαν όμως οι Άνθρωποι … όπως τα Χριστούγεννα … έτρωγε ολόκληρο βυζανιάρικο, ψητό χωρίς το αίμα, αλλά … ολόκληρο δικό του. Τι περίεργες ιστορίες φτιάχνει η ζωή!

Έπιασε Άνοιξη πάλι, τα πρόβατα άρχισαν να βγαίνουν τα πρωινά να βοσκήσουν χλόη και αυτός καθόταν έξω από το μαντρί και τα κοίταγε περήφανος. Δεν είχε χάσει ούτε ένα! Δεν ήθελε καν να τα κυνηγήσει, αφού τον τάιζαν, είχε παχύνει κιόλας δεν μπορούσε να τρέξει πια όπως παλιά …

Ένα βράδυ είχε νυστάξει από νωρίς. Τα πρόβατα είχαν μαζευτεί και τα κοιτούσε μέσα από μισόκλειστα μάτια. Και τότε βλέπει ένα από δαύτα να σαλεύει και να προχωράει προς το μέρος του. Τι θέλει να κάνει; Να το σκάσει; Μα βέβαια ήταν ο Μάγκας. Το πιο άτακτο!  Το ήξερε αυτό. Από μικρό ήθελε να το σκάσει από το μαντρί … Μα τι ήταν αυτό στο στόμα του; Τσιγάρο;

– Ωραία νύχτα, του λέει ο Μαύρος, γιατί δεν πάς να κοιμηθείς;

– Επειδή είναι ωραία η νύχτα, είπα να βγω να καπνίσω ένα, του απάντησε με υφάκι το πρόβατο.

– Και γιατί δεν πάς μέσα, έξω έχει ακόμα … Λύκους!

– Καλά θα πάω αλλά …

– Αλλά; του έκανε ο Μαύρος και τον κοίταξε με το πιο άγριο βλέμμα που είχε.

– Να, δεν έχω φωτιά! Μήπως έχεις εσύ ρε Σκυλούκο αναπτήρα να μ’ ανάψεις;

Σκυλούκο; Τα μάτια του αγρίεψαν … Το πρόβατο δεν κατάλαβε και έμεινε εκεί με το τσιγάρο προτεταμένο. Σκηνές από την παλιά ζωή του, τού πέρασαν σαν ταινία μπροστά από τα μάτια του. Πήδαγε τα βράχια και έτρωγε λαγούς μεγάλους σαν πρόβατα, με έναν πήδο περνούσε τα μαντριά με το πρόβατο στο στόμα και γύρω να σκάνε δόκανα, το καλοκαίρι ανέβαινε στις πιο ψηλές κορυφές και έτρωγε τα αυγά του γερακιού, ή τα κλωσσόπουλα αν είχαν σκάσει. Η μυρουδιά του αίματος του διαπέρασε τα ρουθούνια! Όρμησε με ορμή και έπιασε το πρόβατο από το σβέρκο … Το τίναξε με μία κίνηση και το σκότωσε … Έμπηξε τα δόντια του στο μπούτι και άρχισε να το δαγκώνει με δύναμη, τέτοια ήταν η οργή του … Τα άλλα πρόβατα έβλεπαν την σκηνή και άρχισαν να βελάζουν.

“Λύκος στο μαντρί!” άρχισε να φωνάξει μια Προβατίνα. Βγήκε ο Μήτρος έξω με το δίκαννο και τί να δει. Ένας λύκος προσπαθούσε να περάσει τις πέτρες με τον Μάγκα στο στόμα … Μέσα στο σκοτάδι δεν είδε ότι ήταν Ο Μαύρος, το δικό του ιδιότυπο αυτό τσοπανόσκυλο και όπλισε. Ο λύκος μούγκριζε από αδυναμία καθώς δεν μπορούσε να σηκώσει το άψυχο σώμα του αρνιού και να φύγει στα βουνά. Κοιτάχτηκαν για λίγο στα μάτια, θεριό και βοσκός, ο άνθρωπος μέσα από την σύγχυση και τον φόβο, πυροβόλησε και αυτή την φορά πέτυχε τον Λύκο στον σβέρκο. Ζεστό αίμα πετάχτηκε ευθύς και έβρεξε την γούνα του ζώου…Έπεσε κάτω σφαδάζοντας και άρχισε να τρέμει πάνω στα βράχια. Ο Μήτρος, πήρε ένα φανάρι και βγήκε να δει τί έγινε. Με έκπληξη είδε ότι είχε πυροβολήσει τον Μαύρο … Έσκυψε και τον ρώτησε λίγο πριν να ξεψυχήσει:

– Γιατί το έκανες αυτό; Τόσο καιρό δεν σε τάιζα; Θα σου τον έδινα τον Μάγκα ψητό μέσα στο Πάσχα, γιατί να τον κλέψεις μόνος σου;

– Γιατί είμαι Λύκος, μούγκρισε ο Μαύρος, μαύρισαν τα μάτια του και έμεινε ακίνητος.

Δημήτρης Φαρής

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας