Ένας πιστός, άγνωστος φίλος

1977
στερεότυπα

Την είδηση την άκουσα στο ραδιόφωνο. Ο Γιάννης Σπανός μάς άφησε. Τον άνθρωπο δεν τον ήξερα, ούτε ποτέ τον είχα συναντήσει. Η εικόνα που είχα στο μυαλό μου ήταν κάτι νεανικές φωτογραφίες του με την Καίτη Χωματά, την Πόπη Αστεριάδη ή την Αρλέτα. Θαυμαστής και των τριών κυριών, καθότι «μπουατόβιος» καθ’ έξιν. Τα τραγούδια του Σπανού τα ήξερα και τα αγαπούσα πολύ. Ο Σπανός δεν ήξερα τι έχει απογίνει, καθότι, από ό,τι φαίνεται, δεν πολυενδιαφερόταν για τη δημοσιότητα ή την προσωπική του προβολή. Ηξερα μέσες-άκρες για τη ζωή του. Και είχα εντυπωσιαστεί από την απόφασή του να αφήσει μια καριέρα στο Παρίσι, όταν ήδη τον έχει τραγουδήσει η Ζιλιέτ Γκρεκό, και να γυρίσει πίσω στη χώρα που τον είχε διώξει.

Εντούτοις, με το άκουσμα του θανάτου του, ξέσπασα σε αναφιλητά. Σαν να έχασα έναν πανάκριβο και μοναδικό φίλο. Κλείνω το ραδιόφωνο, κάθε ήχος με ενοχλούσε, ήθελα σιωπή. Κατευθύνομαι στην μπερζέρα μου, το πιο αγαπητό έπιπλο του σπιτιού. Με έχει πάντα πρόθυμα στην αγκαλιά της για ώρες με τα ατελείωτα διαβάσματά μου, που πάντα ενοχλούν το περιβάλλον μου. Θεωρείται σνομπ. Παρέα μου, δύο έμπιστοι και αχώριστοι φίλοι μου, το τσίπουρό μου και το τσιγάρο μου, που δεν με αφήνουν ποτέ μόνο. Ηθελα να μάθω. Γιατί αυτός ο θρήνος για έναν άνθρωπο που ποτέ μου δεν συνάντησα. Και έπρεπε να κάνω ένα μεγάλο ταξίδι στον χρόνο, για να βρω κάποιες απαντήσεις. Να πάω στην προϊστορία. Πριν έρθει η εποχή που λέγεται πολιτισμός που, πέρα από τα καλά που μας έφερε, μας έμαθε και την αυτολογοκρισία.

Ξέρουμε πως η ζωγραφική προηγήθηκε της γραφής. Από τις ζωγραφιές των σπηλαίων έως την εμφάνιση της πρώτης γραφής, χρειάστηκαν περίπου 37 αιώνες. Αυτό αποδεικνύεται από τα ντοκουμέντα. Εικάζεται πως η μουσική προηγείται της ομιλίας. Δηλαδή πρώτα ο άνθρωπος τραγούδησε, μιμούμενος άλλους ήχους από τη φύση ή επινοώντας δικούς του για συνεννόηση με τη φυλή. Και ακόμα υπάρχουν σοβαρές υποθέσεις πως ο χορός προηγήθηκε του ορθού βαδίσματος. Υπήρξε ένα είδος τελετουργικού χορού, για εξαιρετικά συμβάντα, π.χ. θάνατος ενός οικείου προσώπου, όπου τα συγγενικά πρόσωπα ενώνουν το κοινό τους πένθος πιάνοντας τα χέρια τους και κινούνται ρυθμικά. (Αντίστοιχη συμπεριφορά έχουν και τα ανώτερα θηλαστικά). Οι τελευταίες εικασίες είναι δύσκολο να αποδειχτούν με τεκμήρια, γιατί τέτοια δεν υπάρχουν. Αλλά υπάρχουν σοβαρές έρευνες που πείθουν για αυτές τις υποθέσεις. Όπως και να έχει η κατάσταση, ένα είναι το σίγουρο. Στην εξέλιξή του ο άνθρωπος πρώτα εξέφρασε τα συναισθήματά του μέσα από την τέχνη, πολύ πριν επικρατήσει η λογική του πολιτισμού. Και αυτό ίσως έχει γραφτεί στο DNA μας.

Η τέχνη μάς εξανθρωπίζει και αγγίζει τα έγκατα της ψυχής μας, εκεί που βρίσκεται φυλακισμένη η ελευθερία μας, και την αποφυλακίζει για να την ακολουθήσουμε. Και εδώ είναι η μικρή μας επανάσταση, προσιτή στον καθέναν. Με τους φίλους μου, τον κ. Τσιγάρο και τον κ. Τσίπουρο, έχουμε πάντα μια μόνιμη στέγη. Τη μουσική. Και έχουμε προσέξει πως κάθε μουσική θέλει τον χώρο της. Αλλιώτικα ακούγεται το κλαρίνο σε ένα πανηγύρι στην Ήπειρο και αλλιώτικα στο Μέγαρο Μουσικής. Ένα κουαρτέτο εγχόρδων δεν μπορεί να παιχτεί σ’ ένα κουτούκι στον Πειραιά και ούτε ο Βαμβακάρης με την τετράδα του θα μπορούσε να έπαιζε στον «Παρνασσό». Και η ροκ θέλει μεγάλα στάδια ή ανοιχτούς χώρους, που να παίρνουν δεκάδες χιλιάδες νέους, που θα βρουν σε αυτήν τη μουσική τη διαμαρτυρία τους. Δουλειά που δεν θα μπορούσε να την κάνει στον ίδιο χώρο ένα κονσέρτο για βιολί και πιάνο.

Αλλά εκεί που η μουσική βρίσκει την ιδανική της σχέση με το κοινό της είναι σε μια μικρή ή μεγάλη παρέα, με μια κιθάρα ή ένα πιάνο, και κάποιος να τραγουδάει χωρίς μικρόφωνο, που συνήθως συστρατεύει και τους άλλους, οπότε ακροατές και ερμηνευτές είναι οι ίδιοι. Ακόμα και αν σε αυτές τις παρέες συμμετέχει και επαγγελματίας τραγουδιστής, η φωνή του είναι διαφορετική χωρίς μικρόφωνο. Με το μικρόφωνο, έχω την αίσθηση πως βάζει στη φωνή του καπότα. Και εδώ νομίζω πως επιστρέφουμε στις αρχαίες μας ρίζες. Στην κοινότητα που δημιουργούσε έρωτες, φιλίες και συντροφικότητες. Και νομίζω πως εδώ μέσα ήταν ο Σπανός. Και έτσι κατάλαβα γιατί μου στοίχισε ο θάνατός του. Μέσα από τα τραγούδια του, είχε γίνει φίλος μου, με τραγούδια που δεν γράφονταν για να γίνουν σουξέ, άσχετα αν έγιναν, αλλά για να εκφράσουν τον κρυμμένο εαυτό μας και τις απαγορευμένες επιθυμίες μας.

Μετά θάνατον διάβασα όλα τα σχετικά για τη ζωή του Σπανού και προσπάθησα να καταλάβω τον χαρακτήρα του. Οι μαρτυρίες φίλων του έδειχναν έναν αξιαγάπητο άνθρωπο με χιούμορ, γεννημένο για παρέα, μπεκρή, καπνιστή και ξενύχτη, όπως θα έλεγαν οι οπαδοί της κανονικότητας, για να χαρακτηρίσουν κάποιον αρνητικά. Δεν μπορούν βέβαια να καταλάβουν πως τα ξενύχτια ήταν υπερωρίες για να μελετήσει και να χαρεί μουσική από διάφορους χώρους. Αυτό που κατάλαβα από αυτόν τον άνθρωπο ήταν πως δεν αλλοτριώθηκε από τη φήμη του -στη μουσική ιεραρχία ήταν πρώτο όνομα- και δεν έκανε τη διασημότητα του προσωπικότητα και καριέρα. Την πιο συνηθισμένη αρρώστια που έχουν πολλοί καλλιτέχνες, που νομίζουν πως γίνονται εκπρόσωποι του έθνους, μπαίνουν στην ελίτ των ισχυρών της πολιτικής και του πλούτου, ενίοτε αποκτούν δημόσια αξιώματα και εκπροσωπούν το έθνος μέσα από ένα κόμμα εξουσίας και τελικά κηδεύονται στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Ο Σπανός θάφτηκε στο Κιάτο.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας