Η σημερινή αριστερά στην χώρα μας, αποδέχτηκε το ευρώ και εφάρμοσε μνημόνια, ήτοι αποδέχτηκε την εργασιακή θεωρία του νεοφιλελευθερισμού. Με άλλα λόγια, παραδέχτηκε, εν τοις πράγμασι, ότι δεν μπορούν να υπάρξουν αντεπιχειρήματα κατά του νεοφιλελευθερισμού της ευρωζώνης από την Σχολή Σκέψης του Μάρξ. Παρ’ ολ΄ αυτά, ισχυρίζεται ότι έλκει την καταγωγή της από την Ακαδημία Σκέψης του Μάρξ. Ασχέτως του τι ισχυρίζεται η κοινοβουλευτική αριστερά, θα μπορούσε άραγε ενας οικονομολόγος στηριζόμενος στο έργο του Μάρξ να ασκήσει επιστημονική κριτική στην ευρωζωνης ή ο Σύριζα και το ΚΚΕ εχουν δίκιο;
Ας αρχίσουμε, απαντώντας σε αυτό το ερώτημα, συνοψίζοντας σε έξη προτάσεις τα χαρακτηριστικά του καθεστώτος του ευρώ:
Η ζήτηση του εργατικού δυναμικού εκ μέρους των επιχειρήσεων καθορίζεται, δεδομένης της τεχνολογίας (καθορίζει την παραγωγή), σε εκείνο το σημείο στο οποίο η αξία της παραγωγής του τελευταίου εργάτης ισούται με τον μισθό που πρέπει να του καταβληθεί. Η προφορά εργασίας εκ μέρους του εργατικού δυναμικού καθορίζεται από τις προτιμήσεις των εργατών για εισόδημα και για ελεύθερο χρόνο. Η πραγματικός μισθός αποτελεί την τιμή εξαγοράς του ελεύθερου χρόνου.
Η αγορά εργασίας, δεδομένης της τεχνολογίας, είναι σε συνεχή ισορροπία επειδή οι πραγματικοί μισθοί διακυμαίνονται πάντα ελεύθερα.
Οι πραγματικές μεταβλητές στο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα της ευρωζώνης, πραγματικοί μισθοί, απασχόληση, πραγματικό ΑΕΠ και το επιτόκιο, καθορίζονται ταυτοχρόνως από την ισορροπία στην αγορά εργασίας.
Οι ονομαστικές μεταβλητές της οικονομίας το επίπεδο των τιμών και οι χρηματικοί μισθοί, καθορίζονται από το απόθεμα του χρήματος που υπάρχει, που υποτίθεται ότι ελέγχει η ΕΚΤ. Η προσφορά περισσοτέρου χρήματος συνεπάγεται όχι αυξημένο πραγματικό ΑΕΠ αλλα υψηλότερες τιμές στην αγορά προϊόντων και υπηρεσιών.
Αποκλείεται να υπάρξει ακούσια ανεργία στο σύστημα της ευρωζώνης, αφού υποτίθεται ότι οι πραγματικοί μισθοί ελεύθερα διακυμαίνονται στην αγορά εργασίας και έτσι η πλήρης απασχόληση είναι διαρκής. Αν υπάρξει επιμένουσα ανεργία αυτό θα οφείλεται στο γεγονός ότι οι μισθοί δεν είναι εύκαμπτοι, και αυτό παρεμποδίζει την προσφορά και ζήτηση εργασίας να συναντηθούν (να τμηθούν) στο επίπεδο της πλήρους απασχόλησης.
Κατά συνέπεια κάθε κυβέρνηση της ευρωζώνης πρέπει να ασκεί εισοδηματική πολιτική (πολιτική μισθών) που θα εξασφαλίζει την διαρκή ευκαμψία των μισθών στην αγορά εργασίας, ήτοι δεν μπορεί, εκ της θεωρίας και της κατασκευής της ευρωζώνης, να καθορισθεί ελάχιστο μεροκάματο, ενώ η ΕΚΤ θα πρέπει να εγγυάται τον έλεγχο της προσφοράς χρήματος, δηλαδή η προσφορά να μην ξεπερνά ένα στόχο ελάχιστου πληθωρισμού. Η προστασία της αξίας του νομίσματος είναι ο καθολικός στόχος της ΕΚΤ, ασχέτως των οικονομικών συνθηκών που επικρατούν.
‘Όλα τα παραπάνω μπορούμε να τα αποδώσουμε με την φράση ‘η προσφορά δημιουργεί την δική της ζήτηση΄ που αποτελεί τον περίφημο Νόμο του J.B. Say ή Σαί (1767-1832), ο οποίος αρνείται κατηγορηματικά την ύπαρξη κρίσης στο καπιταλιστικό σύστημα, που αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της ευρωζώνης.
Ας αρχίσουμε όμως από τον πατέρα της Πολιτικής Οικονομίας Ντέιβιντ Ρικάρντο (1772-1823) ο οποίος συνοψίζει τον Νόμο του Σαί. Γράφει ο Ρικάρντο ‘ο κύριος Σαί έχει ικανοποιητικά καταδείξει ότι δεν μπορεί να υπάρξει αργούν κεφάλαιο σε μια χώρα επειδή η ζήτηση καθορίζεται από την παραγωγή. Κανένας δεν θα παρήγαγε αν δεν είχε κατά νου την κατανάλωση ή την πώληση, και κανένας δεν θα πωλούσε εάν στις προθέσεις του δεν ήταν η αγορά ενός άλλου προϊόντος άμεσης ωφελιμότητας γι’ αυτόν ή που θα συνεισέφερε στην μελλοντική του παραγωγή. Παράγοντας κάποιος γίνεται ή καταναλωτής του δικού του προϊόντος ή αγοραστής και καταναλωτής των προϊόντων κάποιου άλλου. Δεν θα πρέπει να υποθέσουμε δε, ότι κάποιος, για μεγάλο διάστημα του χρόνου, θα ήταν τόσο κακά πληροφορημένος που θα δεν παρήγαγε ένα χρήσιμο προϊόν με στόχο να αποκτήσει ένα άλλο προϊόν, αλλά θα επέμενε να παράγει ένα προϊόν που δεν έχει καθόλου ζήτηση.’
Άρα αφού η ζήτηση καθορίζεται από την παραγωγή, αποκλείεται να υπάρξει γενική υπερπαραγωγή, και η υπερπαραγωγή ενός προϊόντος γρήγορα θα ξεπερασθεί αφού, δεδομένης της απεριόριστης ανάγκης των ανθρώπων για προϊόντα, θα τους στρέψει στην ζήτηση άλλων προϊόντων. Κατά συνέπεια αποκλείεται να υπάρξει γενική ύφεση και ακούσια ανεργία. Η ύπαρξη της ανεργίας, αν υπάρξει, θα οφείλεται στους εργαζόμενους που δεν επιθυμούν να αμείβονται με τους πραγματικούς μισθούς ισορροπίας, που ανεμπόδιστα καθορίζει η αγορά εργασίας και προτιμούν να διαθέτουν τον χρόνο τους σε άλλες ευχάριστες ενασχολήσεις. Το πως ζούν χωρίς να εργάζονται, είναι ένα αναπάντητο ερώτημα του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος.
Αλλά και εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι το χρήμα δεν παίζει ρόλο στην περιγραφή του Ρικάρντο αφού οι παραγωγοί ανταλλάζουν προϊόντα και απλώς το χρήμα τους διευκολύνει. Με άλλα λόγια ο Νόμος του Σαί, και η ανάλυση του από τον Ρικάρντο, προϋποθέτουν μια πρωτόγονη ανταλλακτική οικονομία όπου η παραγωγή γίνεται για την ανταλλαγή προϊόντων.
Ας στραφούμε τώρα στις ‘Θεωρίες της υπεραξίας’ του Μάρξ αφού από εκεί αρχίζει να ξηλώνει τον Νόμο του Σαί. Σύμφωνα με τον Μάρξ, ο Σαί και ο Ρικάρντο μιλούν για μια ανταλλακτική οικονομία που αρνείται το κυριότερο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού όπου η παραγωγή γίνεται με στόχο το χρηματικό κέρδος. Η πρόθεση του Μάρξ, ευθύς εξ αρχής, ήταν να αποδείξει ότι η καπιταλιστική οικονομία, έχει φυσική ροπή προς τις κρίσεις και ότι η ανεργία είναι συμφυής με το σύστημα.
Ο σκοπός του καπιταλιστή, σύμφωνα με τον Μάρξ, είναι να αυξήσει τα χρηματικά του κέρδη αποκτώντα όσο πιο πολύ υπεραξία μπορεί. Αλλά η παραγωγή και η υλοποίηση του κέρδους απαιτεί: 1. την δημιουργία υπεραξίας μέσω της παραγωγής και την οικειοποίησης της από τον καπιταλιστή, μέσω των μειωμένων εργατικών μισθών, περιορίζοντας έτσι την καταναλωτική τους δύναμη και 2. Την πώληση των προϊόντων στην αγορά η οποία προσδιορίζεται από την αγοραστική δυνατότητα της κοινωνίας.
Εδώ ο Μάρξ αποκαλύπτει τον αντιφατικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής παραγωγής. Από την μία ο καπιταλιστής συμπιέζει τους μισθούς προς τα κάτω ενώ εντείνει την εργασία για την απόκτηση μεγαλύτερης υπεραξίας και από την άλλη, ενώ επιθυμεί την υλοποίηση της υπεραξίας μέσω των πωλήσεων (να την μετατρέψει σε χρήμα), την υπονομεύει, αφού περιορίζει την καταναλωτική δυνατότητα της κοινωνίας.
Ετσι ο ισχυρισμός του Ρικάρντο ότι ‘κανένας δεν θα πωλούσε εάν στις προθέσεις του δεν ήταν η αγορά ενός άλλου προϊόντος άμεσης ωφελιμότητας γι’ αυτόν ή που θα συνεισέφερε στην μελλοντική του παραγωγή’ καταρρίπτεται από τον Μάρξ με το πραγματικό επιχείρημα ότι ο στόχος του καπιταλιστή είναι η μετατροπή της υπεραξίας και του κέρδους σε χρήμα. Η κατανάλωση δεν είναι στόχος του καπιταλιστή, στόχος των εργαζομένων είναι η κατανάλωση, που για αυτό τον σκοπό πουλάνε το δικό τους προϊον, την εργατική τους δύναμη.
Ο Μάρξ στην ανάλυση του περνά μετά στο νόμισμα, που για τον Σαί, τον Ρικάρντο, την ΕΚΤ σήμερα, την ευρωζώνη και την Αριστερά μας, δεν επηρεάζει την παραγωγή και την απασχόληση. Το χρήμα είναι ουδέτερο ως προς την απασχόληση και την παραγωγή, είναι απλά συναλλακτικό μέσο.
Σύμφωνα με το Μάρξ το νόμισμα είναι κατι πιο πολύ από ένα απλό μέσο συναλλαγών. Είναι το μέσο εκείνο που μετατρέπει την ανταλλαγή προϊόντων σε δύο ανεξάρτητες, η μία από την άλλη, ενέργειες στον χώρο και στον χρόνο. Δηλαδή, σε ένα περιβάλλον πιστώσεων για να ολοκληρωθεί η παραγωγική διαδικασία, αν ο τελευταίος έμπορος στην αγορά δεν μπορει να πουλήσει το τελικό προϊον, κανείς, πίσω στην αλυσίδα της παραγωγής, δεν θα πληρωθεί και το σύστημα θα καταρρεύσει. Και θα καταρρεύσει ακριβώς γιατί το νόμισμα διασπά την παραγωγή και την πραγματοποίηση του κέρδους σε δυο ανεξάρτητες ενέργειες. Συνεπώς μπορεί να υπάρξει υπερπαραγωγή και να επακολουθήσει κρίση.
Εδώ λοιπόν, για πρώτη φορά στην Οικονομική Ιστορία, ο Μάρξ διατυπώνει την άποψη, ότι η κρίση είναι κατ’ εξοχήν χρηματικό φαινόμενο και ότι η ανεργία δεν είναι προϊόν της θέλησης των εργαζομένων να μην εργασθούν, αμειβόμενοι με τους πραγματικούς μισθούς που η ελεύθερη αγορά καθορίζει.
Αλλά ο Ρικάρντο σημειώνει ότι ‘ίσως να υπάρξει υπερπαραγωγή σε ένα προϊόν και έτσι να μην υπάρξουν έσοδα για να πληρωθεί το κεφάλαιο που απασχολήθηκε στην παραγωγή του, αλλα αυτό αποκλείεται να συμβεί για το σύνολο των προϊόντων’.
Ο Μάρξ όμως απέδειξε ότι όλα τα προϊόντα μπορεί να υπερπαραχθούν εκτός από το χρήμα. Τονίζει ότι εφ’ όσον για ένα προϊόν υφίσταται η αναγκαιότητα να μετατραπεί σε χρήμα, αυτή ισχύει για όλα τα προϊόντα. Στην διαδικασία Χρήμα- Εμπόρευμα- Πιο Πολύ Χρήμα όπου εμπεριέχεται η διάσπαση αγορών και πωλήσεων όπως και η ενότητα τους, αναδύεται η ισχυρή πιθανότητα για γενική υπερπροσφορά και κρίση.
Αλλά ο Ρικάρντο τονίζει ότι ‘εκείνο που χρειάζεται είναι οι πόροι και οι πόροι παρέχονται με την αύξηση της παραγωγής’.
Αλλά εδώ ο Μάρξ τονίζει ότι η αιτιότητα δεν είναι ακριβής όπως την παραθέτει ο Ρικάρντο. Όταν έχουμε κρίση (υπερπαραγωγή) τονίζει ο Μάρξ οι εργαζόμενοι και η κοινωνία βρίσκονται με λιγότερα προϊόντα απ’ όσα έχουν παραχθεί. Το πρόβλημα εδώ δεν είναι κατά πόσο η παραγωγή έχει υπερβεί τις ανάγκες μας, αλλά κατά πόσον ότι παράχθηκε μπορεί να αγοραστεί. Με άλλα λόγια εκείνο που μετράει είναι κατά πόσο η κοινωνία έχει χρήματα αγοράσει την παραγωγή. Η θέση του Ρικάρντο και των σύγχρονων απολογητών του ευρώ δεν είναι ορθή, όπως και η οικονομική ιστορία αποδεικνύει. Η κρίση ξεπερνιέται με αύξηση της παραγωγής είναι λανθασμένη πρόταση, γιατί ζούμε στο καπιταλισμό και όχι σε ανταλλακτική οικονομία. Με άλλα λόγια δεν υπάρχει ζήτηση για τα προϊόντα που παρήχθησαν, ή αλλοιως οι πόροι στην οικονομία δεν απασχολούνται όχι γιατί είναι σπάνιοι αλλα γιατι το χρήμα γίνεται σπάνιο ενώ δεν θα έπρεπε να είναι.
Με αυτή την παρατήρηση ο Μάρξ είναι ο πρώτος που θέτει την ιδέα της ενεργού ζήτησης που γίνεται, μετά στις αρχές του εικοστού αιώνα, η κεντρική ιδέα της εργασίας του Κέυνς.
Που μας οδηγεί η ιδέα της ενεργού ζήτησης; Μέσω της ιδέας αυτής απορρίπτεται η βασική θέση του νεοφιλελευθερισμού ότι οι πραγματικοί μισθοί και η απασχόληση καθορίζονται από την αγορά εργασίας, που δεν υπάρχει επί της ουσίας. Αμφότεροι Μάρξ και Κέυνς αναγνωρίζουν ότι η απασχόληση καθορίζεται από τον όγκο της ενεργού ζήτησης.
Λέγοντας ενεργό ζήτηση, εννοούμε το επίπεδο εκείνο της παραγωγής, όπου οι προσδοκίες κέρδους, από πλευράς επιχειρήσεων, είναι σε αντιστοιχία με τις δαπάνες που επιθυμούν να πραγματοποιήσουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις. To επίπεδο αυτό των κερδών των επιχειρήσεων, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι συμπίπτει με την πληρη απασχόληση στην οικονομία, και κατά συνεπεια η εμπλοκή του κράτους στην αύξηση της ζήτησης καθίσταται αναγκαία με την έκδοση χρηματος για επενδύσεις.
Άρα, αρχίζοντας από τον Μάρξ, μπορούμε να έχουμε μια έξοχη κριτική του καθεστώτος του ευρώ και ακόμα να δημιουργήσουμε ένα αντίπαλο ιδεολογικό δέος στους νεοφιλελεύθερους, που στηρίζουν την ανάπτυξη στην ευρωζώνη στην λιτότητα και στην άνιση διανομή της παραγωγής που εν τέλει είναι χτύπημα κατά της Δημοκρατίας. Οίκοθεν νοειται ότι η μαρξιστική ανάλυση δεν μας οδηγεί ντε και καλά στο σταλινικό υπόδειγμα ή στο κινεζικό, που με όρους δημοκρατίας, παραγωγής και ισότητας δεν παρήγαγαν τα πιο επωφελή για τον λαό αποτελέσματα.
Η Ελληνική Αριστερά είναι απεχθές κατασκεύασμα, ψεύδεται ως προς την καταγωγή της και ως εκ τούτου δεν γνωρίζει προς τα που πορεύεται και συνεπώς είναι επικίνδυνη να οδηγήσει το Έθνος σε τραγωδία.
Σπύρος Στάλιας, Οικονομολόγος
spyridonstalias@hotmail.com