Η άρνηση της Μεγάλης Βρετανίας να παραμείνει στην Ε.Ε. και η εκλογική νίκη του Τραμπ δείχνουν έναν κόσμο που αναποδογύρισε, καθώς φαίνεται να εξάντλησε τις ψευδαισθήσεις που τον έτρεφαν για έναν αιώνα Είναι μια εποχή απόλυτης αβεβαιότητας και ακριβώς γι αυτό δυνητικά και πολύ γόνιμη.
Η φρενίτιδα για την άμεση υλοποίηση ενός κόσμου χωρίς σύνορα, o θόρυβος που γίνεται για τη συνεχή υποτίμηση της σημασίας των εθνικών κρατών στο όνομα του ελεύθερου επιχειρείν και η σχεδόν θρησκευτική βεβαιότητα πως η κοινωνία όλου του πλανήτη στο τέλος θα συναποτελέσει ένα ενιαίο και ολοκληρωμένο οικονομικό, χρηματιστικό και πολιτισμικό πεδίο, κατέρρευσαν προκαλώντας το βουβό δέος των φιλο-παγκοσμιοποιητικών ελίτ του κόσμου.
Η άρνηση της Μεγάλης Βρετανίας να παραμείνει στην Ε.Ε. – το σημαντικότερο σχέδιο ενοποίησης κρατών της τελευταίας εκατονταετίας – και η εκλογική νίκη του Τραμπ – που διακήρυξε την επιστροφή στον οικονομικό προστατευτισμό, ανήγγειλε την απόρριψη των συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου και υποσχέθηκε την οικοδόμηση γιγάντιων συνοριακών τειχών –, διέλυσαν τις μεγαλύτερες και πιο επιτυχημένες φιλελεύθερες ψευδαισθήσεις της εποχής μας.
Το ότι όλα αυτά προέρχονται από δύο κράτη που, εδώ και 35 χρόνια, φορώντας τις πολεμικές τους πανοπλίες, διακηρύσσανε την έλευση του ελεύθερου εμπορίου και της παγκοσμιοποίησης σαν την αναπόφευκτη μοίρα της ανθρωπότητας, μας δείχνει έναν κόσμο που αναποδογύρισε, ή, ακόμη χειρότερα, που εξάντλησε τις ψευδαισθήσεις που τον έτρεφαν για έναν αιώνα. Είναι γεγονός πως η παγκοσμιοποίηση – σαν στόχος και αφήγηση, γιατί τέτοια είναι –, σαν ιδεολογικός ορίζοντας ικανός να καναλιζάρει τις συλλογικές ελπίδες προς μια ενιαία προοπτική που θα μπορούσε να υλοποιήσει κάθε προσδοκία ευζωίας, διαλύθηκε σε χίλια κομμάτια. Και σήμερα δεν έχει πάρει τη θέση της κανένα παγκόσμιο όραμα που να συναρθρώνει τις κοινές ελπίδες.
Αυτό που έχουμε είναι μόνο μια φοβισμένη αναδίπλωση εντός των συνόρων του καθένα, και μια επιστροφή σε ένα είδος πρωτόγονης πολιτικής, που τρέφεται από ξενοφοβία, μπροστά σε έναν κόσμο που δεν ανήκει πλέον σε κανέναν. Η γεωπολιτική διάσταση του καπιταλισμού Ο Μαρξ ήταν αυτός που ξεκίνησε τη μελέτη της γεωγραφικής διάστασης του καπιταλισμού. Η διαφωνία του με τον οικονομολόγο Φρίντριχ Λιστ για τον «εθνικό καπιταλισμό» του 1847 και οι σκέψεις του πάνω στις επιπτώσεις της ανακάλυψης των ορυχείων της Καλιφόρνιας σχετικά με το διατλαντικό εμπόριο με την Ασία, τον αναδεικνύουν σαν τον πρώτο και πιο σοβαρό μελετητή των διαδικασιών οικονομικής παγκοσμιοποίησης του καπιταλισμού.
Πράγματι η συνεισφορά του δεν βασίζεται στην κατανόηση του παγκοσμιοποιημένου χαρακτήρα του εμπορίου που ξεκίνησε με την εισβολή των Ευρωπαίων στην Αμερική, αλλά στην πλανητικά επεκτατική φύση της ίδιας της καπιταλιστικής παραγωγής. Οι έννοιες της τυπικής και πραγματικής υπαγωγής της παραγωγικής διαδικασίας στο κεφάλαιο με τις οποίες ο Μαρξ ερμηνεύει την αέναη αυτο-κίνηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, προϋποθέτουν την αυξανόμενη υπαγωγή της εργατικής δύναμης, της κοινωνικής γνώσης και της γης στη διαδικασία καπιταλιστικής συσσώρευσης, δηλαδή την υπαγωγή των συνθηκών ζωής ολόκληρου του πλανήτη στην αξιοποίηση του κεφαλαίου.
Από αυτό προκύπτει και το ότι στα πρώτα 350 χρόνια της ύπαρξης του, η γεωπολιτική διάσταση του καπιταλισμού πέρασε από τις πόλεις-κράτη στις ηπείρους, και στα τελευταία 150 χρόνια, σε ολόκληρο τον πλανήτη. Η (υλική) οικονομική παγκοσμιοποίηση είναι συνεπώς έμφυτη στον καπιταλισμό. Το ξεκίνημά της μπορεί να τοποθετηθεί 500 χρόνια πριν, από τότε δηλαδή που άρχισε να εξαπλώνεται διαρκώς, αν και με τρόπο αποσπασματικό και αντιφατικό.
Αν ακολουθήσουμε τα διαγράμματα του Τζιοβάνι Αρίγκι, στη θεωρία του για τους συστημικούς κύκλους της καπιταλιστικής συσσώρευσης υπό την καθοδήγηση ενός ηγεμονικού κράτους, θα συναντήσουμε: τη Γένοβα (15ο- 16ο αιώνα), τις Κάτω Χώρες (18ο αιώνα), την Αγγλία (19ο αιώνα), και τις Ηνωμένες Πολιτείες (20ό αιώνα). Καθεμία από αυτές τις ηγεμονίες συνοδεύτηκε από μια επέκταση της παγκοσμιοποίησης (αρχικά εμπορικής, μετά παραγωγικής, τεχνολογικής, γνωστικής και τέλος περιβαλλοντικής) και από μια εδαφική επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων.
Αυτό όμως που αποτελεί πράγματι μια πρόσφατη εξέλιξη στο εσωτερικό αυτής της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, είναι η συγκρότησή της ως ένα πολιτικο-ιδεολογικό σχέδιο, σαν όραμα και κοινή λογική, δηλαδή σαν ορίζοντα της εποχής ικανό να συνδυάζει τα πολιτικά πιστεύω και τις ηθικές προσδοκίες των ανδρών και των γυναικών που ανήκουν σε όλα τα έθνη του κόσμου. Το «τέλος της ιστορίας»
Η παγκοσμιοποίηση σαν αφήγημα και ιδεολογία της εποχής μας, δεν μετρά περισσότερα από 35 χρόνια. Ξεκίνησε από τον πρόεδρο Ρόναλντ Ρίγκαν και την πρωθυπουργό Μάργκαρετ Θάτσερ, με τη διάλυση του κοινωνικού κράτους, την ιδιωτικοποίηση των κρατικών επιχειρήσεων, εκμηδενίζοντας τη δύναμη του εργατικού συνδικαλισμού και αντικαθιστώντας τον προστατευτισμό της εσωτερικής αγοράς με το ελεύθερο εμπόριο, στοιχεία που χαρακτήριζαν τις οικονομικές σχέσεις από την κρίση του 1929 και μετά.
Ήταν σίγουρα μια επιστροφή αλλά με μεγιστοποίηση, στους κανόνες του οικονομικού φιλελευθερισμού του 19ου αιώνα, συνοδευόμενη από προσάρτηση των αγορών σε πραγματικό χρόνο, την ανάπτυξη του εμπορίου με βάση το παγκόσμιο ΑΕΠ (ακαθάριστο εθνικό προϊόν) και τη σημασία των χρηματιστικών αγορών, που από τότε υπήρχαν. Αυτό όμως που διαφοροποιεί τούτη τη φάση του συστημικού κύκλου από την προηγούμενη του 19ου αιώνα, ήταν η συλλογική φενάκη της παγκοσμιοποίησης, η νομιμοποιητική ιδεολογική λειτουργία της και η νοηματοδότησή της ως το τελικό και φυσικό πεπρωμένο της ανθρωπότητας.
Όσοι αποδέχτηκαν συναισθηματικά αυτή την εκδοχή του ελεύθερου εμπορίου σαν τελική σωτηρία, δεν ήταν μόνο οι κυβερνήσεις και τα συντηρητικά κόμματα, αλλά και τα ΜΜΕ, τα Πανεπιστήμια, οι κοινωνικοί σχολιαστές και ηγέτες. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και η διαδικασία που ο Γκράμσι αποκαλούσε ιδεολογικό μεταμορφισμό των σοσιαλιστών που μεταλλάχθηκαν σε μανιώδεις νεο-φιλελεύθερους, έκλεισε τον κύκλο της τελικής νίκης του παγκοσμιοποιητικού νεο- φιλελευθερισμού.
Προφανώς, αν μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου η ΕΣΣΔ, που μέχρι τότε θεωρείτο το αντίπαλο δέος του καπιταλισμού, παύει τον αγώνα και παραδίνεται στη μανία του ελεύθερου εμπορίου, και αν όσοι αγωνίζονται για έναν κόσμο διαφορετικό, δημόσια και γονατισμένοι, αφορίζουν τις παλιές τους πεποιθήσεις για να υπερασπιστούν την ανωτερότητα της παγκοσμιοποίησης έναντι του κρατικού σοσιαλισμού – έχουμε μπροστά μας την οικοδόμηση της τέλειας αφήγησης του «φυσικού» και αναπόφευκτου πεπρωμένου του κόσμου: τον πλανητικό θρίαμβο της ελεύθερης επιχειρηματικότητας.
Η εξαγγελία του χεγκελιανού «τέλους της ιστορίας» με την οποία ο Φουκουγιάμα χαρακτήρισε το «πνεύμα» του κόσμου, είχε όλα τα συστατικά μιας ιδεολογίας της εποχής, μιας βιβλικής προφητείας: η διατύπωσή της σαν ένα παγκόσμιο όραμα, η μάχη της με ένα άλλο δαιμονοποιημένο παγκόσμιο όραμα (τον κομμουνισμό), η ηρωική νίκη (τέλος του Ψυχρού Πολέμου) και η ανάνηψη των απίστων. Η ιστορία πλησίαζε το στόχο της: τη νεο-φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Και ξεκινώντας από εκείνο το σημείο, χωρίς εχθρικούς ανταγωνιστές, το θέμα δεν ήταν πλέον ο αγώνας για έναν καλύτερο κόσμο, αλλά απλά η επιδιόρθωση, η διαχείριση και η βελτίωση του υπαρκτού κόσμου, αφού δεν υπήρχε καμία εναλλακτική απέναντι του.
Για τούτο δεν υπήρχε κανένας στρατηγικός λόγος για κάποιον αξιόμαχο αγώνα, αφού όλες οι απόπειρες για έναν καλύτερο κόσμο είχαν παραδοθεί μπροστά στο απαράβατο μέλλον της ανθρωπότητας που εκπροσωπούσε η παγκοσμιοποίηση. Ξεπήδησε τότε ένας παθητικός κονφορμισμός που κυρίευσε όλη την κοινωνία, και όχι μόνο τις πολιτικές και κυρίαρχες ελίτ αλλά και πλατιά κοινωνικά στρώματα που αποδέχτηκαν ηθικά την κυρίαρχη αφήγηση. Σήμερα, ενώ σκάνε τα τελευταία πυροτεχνήματα της μεγάλης γιορτής του «τέλους της ιστορίας», φαίνεται πως όποιος βγήκε νικητής – η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση– πέθανε αφήνοντας τον κόσμο χωρίς σκοπό ή νικηφόρο ορίζοντα, δηλαδή χωρίς κανέναν ορίζοντα.
Ο Τραμπ δεν είναι ο μπόγιας της πανηγυρικής ιδεολογίας του ελεύθερου επιχειρείν, αλλά ο θεσμικός γιατρός στον οποίο πέφτει το καθήκον να επισημοποιήσει τον παράνομο θάνατο. Τα πρώτα σοβαρά παραπατήματα της ιδεολογίας της παγκοσμιοποίησης φανερώνονται στις αρχές του 21ου αιώνα στη Λατινική Αμερική, όταν εργάτες, προλετάριοι των πόλεων και εξεγερμένοι ιθαγενείς αρνούνται τη δήθεν νομοτέλεια του τέλους της ιστορίας και συσπειρώνονται για να πάρουν την κρατική εξουσία.
Συγκροτώντας κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες και μαζικές δράσεις, οι προοδευτικές και επαναστατικές κυβερνήσεις συγκροτούν μια ποικιλία μετα-νεοφιλελεύθερων επιλογών, αποδεικνύοντας πως η ελεύθερη αγορά είναι μια οικονομική διαστροφή, που είναι εφικτό να αντικατασταθεί από μορφές οικονομικής διαχείρισης πολύ πιο αποτελεσματικές για τη μείωση της φτώχειας, για τη δημιουργία ισότητας και για την ώθηση της οικονομικής ανάπτυξης. Με τον τρόπο αυτό το «τέλος της ιστορίας» αρχίζει να φαίνεται σαν μια παράξενη παγκόσμια απάτη και ξανά ο τροχός της ιστορίας – με τις αμέτρητες αντιφάσεις και τα προβλήματα του – ξαναρχίζει να γυρίζει.
Στη συνέχεια, το 2009, στις ΗΠΑ το μέχρι τότε υποτιμημένο Κράτος, που είχε γίνει αντικείμενο χλευασμού θεωρούμενο σαν εμπόδιο για το ελεύθερο επιχειρείν, χρησιμοποιείται σαν μαγικό μαντζούνι από τον Ομπάμα, προκειμένου να κρατικοποιήσει εν μέρει τις τράπεζες και να σώσει από τη χρεωκοπία τους τραπεζίτες. Η επιχειρηματική αποτελεσματικότητα, σπονδυλική στήλη της νεοφιλελεύθερης αποδόμησης του κράτους, γίνεται σκόνη λόγω της αδυναμίας της να διαχειριστεί τις αποταμιεύσεις των πολιτών. Στη συνέχεια έρχεται η κάμψη της παγκόσμιας οικονομίας αλλά, ιδιαίτερα, του εμπορίου των εξαγωγών.
Στη διάρκεια των τελευταίων 20 ετών ενώ αυτό είχε διπλασιαστεί σε σχέση με το ετήσιο παγκόσμιο ΑΕΠ, μετά το 2012 μετά βίας κατορθώνει να το φθάσει. Μετά το 2015 είναι πλέον πολύ μικρότερο από αυτό, έτσι ώστε η απελευθέρωση των αγορών δεν αποτελεί πλέον την ατμομηχανή της παγκόσμιας οικονομίας ούτε την «απόδειξη» του ανίκητου της νεοφιλελεύθερης ουτοπίας. Τέλος, οι Άγγλοι και Βορειοαμερικανοί εκλογείς κάνουν να γύρει η εκλογική ζυγαριά προς μια επιστροφή στα προστατευτικά κράτη – κι αν είναι μπορετό προικισμένα με τείχη –, και κάνουν ορατή την αδυναμία, πλανητικών πλέον διαστάσεων, αντιμετώπισης της καταστροφής της οικονομικής κατάστασης της εργατικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων, που έχει προκαλέσει η ελεύθερη παγκόσμια αγορά.
Σήμερα η παγκοσμιοποίηση δεν εμφανίζεται πια σαν ο παράδεισος των λαϊκών προσδοκιών ή η υλοποίηση της επιθυμητής οικογενειακής ευημερίας. Οι ίδιες χώρες, τα ίδια κοινωνικά στρώματα που ανέμιζαν τις σημαίες της στις προηγούμενες δεκαετίες μετατράπηκαν στους πιο ορκισμένους αντιπάλους της. Έχουμε μπροστά μας τον θάνατο μιας από τις μεγαλύτερες ιδεολογικές απάτες των τελευταίων αιώνων. Ωστόσο καμιά κοινωνική ματαίωση δεν μένει χωρίς τιμωρία. Υπάρχει ένα ηθικό κόστος που τη στιγμή αυτή δεν φωτίζει άμεσες εναλλακτικές, – αυτό είναι το δύσβατο μονοπάτι της πραγματικότητας – αλλά αντίθετα τις αποκλείει τουλάχιστον για την ώρα.
Είναι γεγονός ότι, στον θάνατο της παγκοσμιοποίησης σαν συλλογικό φαντασιακό, δεν φαίνεται να υπάρχει σήμερα μια εναλλακτική ικανή να προσελκύσει και να προσανατολίσει την επιθυμία και την ελπίδα για καλύτερη ζωή που θα κινητοποιούσαν τους πληγέντες λαούς Η παγκοσμιοποίηση σαν πολιτική ιδεολογία, θριάμβευσε πάνω στα ερείπια του ηττημένου Κρατικού Σοσιαλισμού, δηλαδή, της κρατικοποίησης των μέσων παραγωγής, του μοναδικού κόμματος και στη σχεδιασμένη οικονομία από τα πάνω.
Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989 έκανε εμφανή αυτήν τη συνθηκολόγηση. Κι έτσι στο συλλογικό φαντασιακό του πλανήτη απέμεινε μόνο ένας δρόμος, μόνο ένα παγκόσμιο πεπρωμένο. Αυτά που συμβαίνουν σήμερα δείχνουν ωστόσο πως και αυτό το πεπρωμένο που περιστασιακά θριάμβευσε, πέφτει, ξεψυχάει. Δηλαδή η ανθρωπότητα μένει χωρίς μέλλον, χωρίς προοπτική, χωρίς βεβαιότητες. Όμως δεν πρόκειται για το «τέλος της ιστορίας» – όπως προέβλεπαν οι νεοφιλελεύθεροι – αλλά το τέλος του «τέλους της ιστορίας». Δεν είναι τίποτα άλλο παρά ιστορία. Αυτό που σήμερα έχει απομείνει στις καπιταλιστικές χώρες είναι μια αδράνεια, μια έλλειψη πεποιθήσεων που όμως δεν παραπλανά, ένας σωρός από σάπιες ψευδαισθήσεις, και για μερικούς απολιθωμένους γραφιάδες, η νοσταλγία της αποτυχημένης παγκοσμιοποίησης που δεν φωτίζει τη μοίρα τους πια. Κι έτσι, με την ήττα του Κρατικού Σοσιαλισμού και την αυτοκτονία του νεοφιλελευθερισμού, ο κόσμος μένει χωρίς προοπτική, χωρίς μέλλον, χωρίς κινούσες ιδέες.
Είναι μια εποχή απόλυτης αβεβαιότητας, όπου, όπως προμηνούσε εύστοχα ο Σαίξπηρ «κάθε τι στερεό διαλύεται στον αέρα». Όμως ακριβώς γι αυτό, είναι και μια δυνητικά πολύ γόνιμη εποχή, ακριβώς επειδή δεν υπάρχουν κληρονομημένες σιγουριές στις οποίες να μπορούμε να γαντζωθούμε για να βάλουμε σε τάξη τον κόσμο. Τέτοιες σιγουριές οφείλουμε να οικοδομήσουμε με τα χαοτικά σωματίδια αυτού του νέου κοσμικού νεφελώματος που άφησε πίσω του το τέλος των περασμένων αφηγημάτων. Ποιο θα είναι το καινούριο μέλλον που θα βάλει σε λειτουργία τα κοινωνικά πάθη;
Αδύνατον να το προβλέψουμε με σιγουριά. Όλες οι εκδοχές είναι πιθανές, ακόμη και το «τίποτα» που κληρονομήσαμε. Τα κοινά αγαθά, ο κοινοτισμός, ο κομμουνισμός, είναι ορισμένες από αυτές τις πιθανότητες που μπορούν να γεννηθούν από τη συγκεκριμένη δράση των ανθρώπων, που εμπεριέχονται στην αδιάρρηκτη μεταβολική τους σχέση με τη φύση. Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει ανθρώπινη κοινωνία που να μπορεί να αφήσει στην άκρη την ελπίδα.
Δεν υπάρχει ανθρώπινο ον που να μην εγγράφεται σε έναν ορίζοντα, κι εμείς είμαστε σήμερα υποχρεωμένοι να οικοδομήσουμε έναν τέτοιο ορίζοντα – προοπτική. Αυτό είναι το κοινό χαρακτηριστικό των ανθρώπων και αυτό το κοινό χαρακτηριστικό μπορεί να μας βοηθήσει να σχεδιάσουμε ένα νέο μέλλον, διαφορετικό από τον παραπαίοντα καπιταλισμό που μόλις απώλεσε την εμπιστοσύνη στον εαυτό του.
*Ο Άλβαρο Γκαρσία Λινέρα, είναι ένας σημαντικός αριστερός πολιτικός και διανοητής στη Λατινική Αμερική, αντιπρόεδροςτης Βολιβίας από το 2006. Εξελέγη μαζί με τον πρόεδρο Έβο Μοράλες.