Στην ακύρωση όλων των ελέγχων που έχουν διενεργηθεί μέχρι τώρα σε φορολογούμενους της λίστας Λαγκάρντ, καθώς και στο «πάγωμα» των ελέγχων που απομένουν να πραγματοποιηθούν στα λοιπά πρόσωπα τα οποία περιλαμβάνονται στη συγκεκριμένη λίστα οδηγεί πρόσφατη απόφαση-βόμβα του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Σύμφωνα με αυτήν, τα στοιχεία από τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών του εσωτερικού δεν αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία» στα οποία μπορούν να βασιστούν οι φορολογικές αρχές για να παρατείνουν την προθεσμία παραγραφής του ελεγκτικού δικαιώματος του Δημοσίου από τα 5 στα 10 έτη και ως εκ τούτου οι υποθέσεις που ελέγχθηκαν με βάση αυτή τη λογική είχαν ήδη παραγραφεί.
Η υπόθεση
Οπως αποκαλύπτει σήμερα ο «Ε.Τ.», η υπόθεση την οποία εκδίκασε το Συμβούλιο της Επικρατείας με την υπ’ αριθμόν 2934/2017 επίμαχη απόφασή του αφορούσε σε φορολογούμενο που περιλαμβάνεται στη λίστα Λαγκάρντ, του οποίου ανοίχτηκαν οι τραπεζικοί λογαριασμοί στην Ελλάδα! Γενικότερα, δε, όλοι οι φορολογικοί έλεγχοι που έχουν ήδη διενεργηθεί, καθώς επίσης και οι έλεγχοι που διενεργούνται αυτή τη στιγμή σε φυσικά πρόσωπα τα οποία περιλαμβάνονται στη λίστα Λαγκάρντ είναι πανομοιότυποι ή παρόμοιοι με τον έλεγχο που έγινε στην υπόθεση την οποία εκδίκασε το ΣτΕ.
Οι έλεγχοι βασίζονται, δηλαδή, σε στοιχεία προερχόμενα από τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών των συγκεκριμένων προσώπων στην Ελλάδα κι όχι σε κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών τους στο εξωτερικό. Με απλά λόγια και στους ελέγχους της λίστας Λαγκάρντ χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται ως «συμπληρωματικά στοιχεία» για την παράταση της προθεσμίας παραγραφής των ελεγχόμενων υποθέσεων όχι τα στοιχεία των λογαριασμών τους στην ελβετική τράπεζα, αλλά τα στοιχεία των λογαριασμών τους στην Ελλάδα! Τα στοιχεία όμως αυτά απορρίφθηκαν από το ΣτΕ ως «συμπληρωματικά».
Κλείνει ο… φάκελος
Συνεπώς, με βάση την απόφαση του ΣτΕ:
* Οι περισσότερες υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος των προσώπων της λίστας Λαγκάρντ που έχουν ήδη ελεγχθεί μέχρι στιγμής, στη συντριπτική τους πλειονότητα, ήταν παραγεγραμμένες πριν καν ξεκινήσουν οι έλεγχοι. Συγκεκριμένα, οι περισσότεροι έλεγχοι, οι οποίοι ξεκίνησαν το 2014, αφορούν στα έτη 2000-2007, τα οποία με βάση το σκεπτικό της απόφασης του ΣτΕ είχαν παραγραφεί ήδη στις 31-12-2013!
* Για πολλές από τις υποθέσεις της λίστας Λαγκάρντ που δεν ήταν παραγεγραμμένες όταν ξεκίνησαν οι έλεγχοι, το δικαίωμα του Δημοσίου να επιβάλει φόρους και πρόστιμα παραγράφηκε πριν οι έλεγχοι ολοκληρωθούν.
* Οι περισσότερες από τις υποθέσεις της συγκεκριμένης λίστας που ελέγχονται αυτή τη στιγμή έχουν ήδη παραγραφεί από το τέλος του 2016, διότι αφορούν τα έτη 2000-2010.
* Σύντομα, στις 31-12-2017, θα παραγραφούν και οι ελάχιστες εναπομείνασες μη παραγεγραμμένες αυτή τη στιγμή υποθέσεις, οι οποίες αφορούν στο έτος 2011!
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις πληροφορίες που αποκαλύπτει σήμερα ο «Ε.Τ.»:
1 Η λίστα Λαγκάρντ περιλαμβάνει στοιχεία για 2.062 φυσικά και νομικά πρόσωπα με επενδυτικές μερίδες στην ΗSBC στη Γενεύη της Ελβετίας από τον Νοέμβριο του 2005 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2007.
2 Οπως διαπιστώθηκε το 2013 από τους οικονομικούς εισαγγελείς, οι παρεχόμενες πληροφορίες δεν επαρκούσαν για τη διενέργεια των ελέγχων, καθώς δεν ήταν δυνατή η ταυτοποίηση όλων των προσώπων σε επίπεδο ΑΦΜ ή δεν υπήρχαν ποσά ή ήταν αδύνατο να προσδιοριστούν η φορολογητέα ύλη και ο χρόνος κτήσης αυτής ή και επειδή ήταν αδύνατη η απόδειξη του προσώπου/πελάτη ως κατόχου ή πραγματικού δικαιούχου των επενδυτικών μερίδων.
3 Ωστόσο, η λίστα Λανγκάρντ αποτέλεσε το έναυσμα για τον έλεγχο των 1.727 φυσικών και νομικών προσώπων που τελικά ταυτοποιήθηκαν από τη λίστα σε επίπεδο ΑΦΜ. Οι έλεγχοι διενεργήθηκαν και διενεργούνται (από το 2014 μέχρι σήμερα) κατόπιν άρσης του τραπεζικού απορρήτου προκειμένου να ελεγχθούν οι κινήσεις (αναλήψεις, καταθέσεις κ.λπ.) που έγιναν από το 1997 έως και το 2011, να ανευρεθούν οι πρωτογενείς καταθέσεις του κάθε ελεγχόμενου και να διαπιστωθεί στη συνέχεια αν αυτές βρίσκονταν σε αναντιστοιχία με τις δηλώσεις εισοδημάτων τους στις αντίστοιχες φορολογικές χρήσεις.
4 Στην απόφαση υπ’ αριθμόν 2934/2017 του ΣτΕ αναφέρονται επί λέξει τα εξής για το ιστορικό της εκδικασθείσας υπόθεσης:
«Με την … Εισαγγελική Παραγγελία παραδόθηκε στον Έλεγχο το … εμπιστευτικό έγγραφο μαζί με οπτικό ψηφιακό δίσκο (CD) που περιελάμβανε:
* Στοιχεία στα οποία ο φορολογούμενος πατέρας της προσφεύγουσας … φέρεται κάτοχος τραπεζικών λογαριασμών ή και λοιπών προϊόντων στην τράπεζα HSBC στη Γενεύη (Λίστα Λαγκάρντ), κατά το χρονικό διάστημα από τον Νοέμβριο του 2005 μέχρι και τον Φεβρουάριο του έτους 2007 και συγκεκριμένα κάτοχος του λογαριασμού 30621, με υπόλοιπα λογαριασμού: Δεκέμβριος 2005 1.422.344,38 δολάρια ΗΠΑ (USD), Δεκέμβριος 2006 1.435.780.22 USD και Φεβρουάριος 2007 1.478.169,79 USD και
* Στοιχεία από ελληνικά τραπεζικά ιδρύματα ανά τράπεζα και τραπεζικό λογαριασμό των οποίων είναι κάτοχος ο ως άνω φορολογούμενος από το έτος 1997 έως το έτος 2011. Στη συνέχεια, ύστερα από την 6/0/1151/10-42014 Εντολή του Προϊσταμένου της ΔΟΥ …, ο Ελεγχος διερεύνησε τα οικονομικά δεδομένα και τις υποβληθείσες φορολογικές δηλώσεις του παραπάνω φορολογουμένου κατά τα οικονομικά έτη 2001 έως και 2008 (χρήσεις 2000 – 2007)…».
Από τα παραπάνω προκύπτει σαφώς ότι η εκδικασθείσα υπόθεση αφορούσε σε πρόσωπο της λίστας Λανγκάρντ κι ότι τα «συμπληρωματικά στοιχεία» που χρησιμοποιήθηκαν από τις φορολογικές αρχές για τον έλεγχο του συγκεκριμένου προσώπου -και δεν έγιναν δεκτά από το ΣτΕ- προέρχονταν αποκλειστικά από τους τραπεζικούς λογαριασμούς του στην Ελλάδα. Προκύπτει επίσης ότι τα έτη 2000-2007 για τα οποία ελέγχθηκε το συγκεκριμένο πρόσωπο έχουν ήδη παραγραφεί από την περίοδο 2006-2013, στην οποία συμπληρώθηκαν οι πενταετείς περίοδοι παραγραφής για όλα αυτά τα έτη!